«Το βιολί», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ο άνθρωπος, τα όποια ταλέντα του συνήθως τα φανερώνει από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Άλλοτε τα εξελίσσει και άλλοτε αυτά μένουν στάσιμα και ανεκμετάλλευτα. Έτσι και τα αστυνομικό δαιμόνιο της Πέρσας ήταν κάτι που δεν το επεδίωκε η ίδια, απλά φανερωνόταν από μόνο του ακάλεστο και θαυματουργό, αποδίδοντάς της χαρακτηρισμούς σε συγκρίσεις με άλλες κυρίες ηρωίδες του πανθέου των έργων μεγάλων συγγραφέων που να μεν την κολάκευαν, αλλά που πολλάκις θεωρούσε σαν υπερβολές.

Η ίδια, τη λύση και την κάθαρση της εκάστοτε ιστορίας την θεωρούσε σαν κάτι τα απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο. Τώρα, αν τύχαινε να είναι αυτή που έδινε τη λύση που λέγαμε, δεν ήταν και κάτι σπουδαίο, κατά την γνώμη της πάντα. Απλά τύχαινε να είναι αυτή, όπως θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε άλλος συνάνθρωπός μας. Το λες μετριοπάθεια, ταπεινοφροσύνη; Ίσως. Εκείνη το χαρακτήριζε σύμπτωση ή μια περίεργη εύνοια της τύχης στη ροή της σκέψης της, που και την ίδια την ξάφνιαζε.

Οι ιστορίες της άρχισαν από εκείνην την τρανταχτή πρώτη, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα όταν ήταν εκεί γύρω στα είκοσί της χρόνια.

Είχε μια φίλη τη Βιβή, πολύ όμορφη κοπέλα και μεγάλο ταλέντο στη Σχολή του πιάνου που διηύθυνε  ονομαστή δασκάλα και όλοι την θεωρούσαν σαν ένα αστέρι που άρχιζε να καταυγάζει  το μουσικό στερέωμα. Ομορφιά συν ταλέντο αποτελούσαν το αχτύπητο δίδυμο που γεννούσε τον θαυμασμό μα και τον έρωτα.

Έγινε ζευγάρι με έναν νεαρό βιολονίστα συνσπουδαστή τής Πέρσας στην Σχολή του βιολιού, και όλοι καμάρωναν τα δύο αυτά υπέροχα παιδιά.

Αλλά…

Αλλά, δυστυχώς παρεισέφρησε στη σχέση τους ένα «αλλά», που είχε όνομα. Το έλεγαν ζήλεια.

Το αγόρι λοιπόν ζήλευε παθολογικά το κορίτσι του σε σημείο που το ειδυλλιακό τοπίο του έρωτα να γίνει κόλαση.

«Μη δεις εκεί, μη μιλήσεις σ’ αυτόν, γιατί γέλασες, γιατί ανάσανες» και άλλα τέτοια κουφά.

Σε στιγμές νηφαλιότητας καταλάβαινε το αρρωστημένο του θέματος και ο ίδιος, μα πια τον ξεπερνούσε. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, δεν υπήρχαν και τόσοι πολλοί ψυχολόγοι την εποχή εκείνη να πεις ότι θα ζητούσαν βοήθεια, και έτσι η κατάσταση μέρα την ημέρα, ώρα την ώρα, όλο και ξέφευγε, αφήνοντας πίσω της ερείπια και στάχτες. Έφτασε να της πει, χωρίς  αυτό να μοιάζει με ανέκδοτο:

«Κοίτα Βιβή μου, αν νομίζεις ότι θα κάνουμε ανοικτό γάμο, καλά θα κάνεις να το βγάλεις από το μυαλό σου. Δεν θα έρχεται ο πάσα ένας και μαζί με το να ‘’ζήσετε και καλούς απογόνους,’’ να βρίσκει την ευκαιρία και να σε φιλάει. Απαγορεύεται ρητώς. Να πάρει η ευχή να πάρει. Να γινόταν λέει να τραυματιζόσουνα βαριά σε τροχαίο, να μειωνόταν η ομορφιά σου και να σε θαύμαζα μόνον εγώ ακόμη και με ένα πόδι». Μπρ… μπρ… μπρ… Αν κάποιος άλλος τον άκουγε να λέει αυτές τις μαλακίες ίσως και να  νόμιζε ότι απλά έκανε black humor, μα ο άνθρωπος καθόλου δεν αστειευόταν, μιλούσε πολύ σοβαρά δυστυχώς. Μιλάμε για τέτοια αρρώστια που δεν έπαιρνε και από γιατρειά.

Και ένα πρωινό, που η Πέρσα περίμενε τη φίλη της να πάνε στο μάθημα του Ωδείου, όπως συνήθιζαν, η Βιβή δεν ερχόταν. Πολύ περίεργο πράγμα να μην την ειδοποιήσει έστω, ότι για κάποιον άλφα λόγο δεν θα πήγαινε την ημέρα εκείνη, όπως συνήθιζαν και τα τηλέφωνα  έπαιρναν φωτιά, θαρρείς και είχαν να μιλήσουν μήνες και όχι μόνον λίγες ώρες που χώρισαν το προηγούμενο βράδυ.

Στο Ωδείο, όπου πήγε μόνη της η Πέρσα, είδε μεν τον Αντρέα αλλά εκείνη  την ώρα έκανε μάθημα και απαγορευόταν βέβαια να τον διακόψει. Θα τελείωνε σε πάνω από μισή ώρα. Και μη αντέχοντας να περιμένει και έχοντάς την ζώσει τα μαύρα φίδια της αγωνίας, σηκώθηκε και έφυγε για το σπίτι τής Βιβής. Μα η Βιβή, ούτε στα κουδουνίσματά της τα επίμονα απαντούσε, ούτε στα κτυπήματα τής πόρτας που κτυπούσε με τις γροθιές της. Οπότε αναγκάστηκε να ανοίξει με τα κλειδιά της που τόσο η μία όσο και η άλλη είχαν για ώρα ανάγκης. Και βλέπει  τη φίλη της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της ακίνητη και  άσπρη σαν την κιμωλία σαν νεκρή.

Είπαμε «σαν» νεκρή;

Πιο νεκρή δεν γινόταν.

Τι «σαν» και αηδίες λέμε τώρα…

Της ήρθε λιποθυμία, μα άντεξε στο θέαμα. Το στήθος  της νεκρής κοπέλας ήταν γεμάτο πηκτό αίμα, σημάδι  ότι την είχαν σκοτώσει πριν αρκετές ώρες.

Η Πέρσα, σε κατάσταση αλλοφροσύνης παίρνει το 166, το 100, όποιο άλλο σύντομο τηλέφωνο έκρινε τέλος πάντων αναγκαίο τη κρίσιμη εκείνη στιγμή, και περίμενε, κλαίγοντας για το κορίτσι που χάθηκε. Καθισμένη στα πόδια  του κρεβατιού της φίλης της, ορκίστηκε όρκο βαρύ, ότι θα εύρισκε το φονιά της, όποιος και να ήταν αυτός, όσον καιρό και αν της έπαιρνε να τον ξετρυπώσει. Το μυαλό της πήγε σε δύο εκδοχές. Μία στη ληστεία, γιατί δεν έβλεπε στο κομοδίνο, το κουτάκι με τους ελάχιστους χρυσούς θησαυρούς της, και βέβαια στο Αντρέα, το πάθος της ζήλειας του οποίου είχε φτάσει στο μη περαιτέρω.

‘’Τώρα παλιοτόμαρο, είναι πια μόνον δικιά σου και του Χάροντα’’ λέει και  χάνει τις αισθήσεις της…

Οι ημέρες που ακολούθησαν, αδύνατον να περιγραφούν. Ανάστατο το Σύμπαν, ο δε Αντρέας, κατ’ άλλους αξιολύπητος και ράκος, κατ’ αυτήν καλά παιγμένος ρόλος ηθοποιίας.

Οι ανακριτικές αρχές όπως ήταν φυσικό, παρακινούμενες και από τους οικείους της κοπέλας στράφηκαν αμέσως κατά του ζηλότυπου μουσικού, μα αυτός είχε άλλοθι ισχυρά και οι υπόνοιες δεν μπορούσαν να αποδειχτούν, δεδομένου ότι ούτε και το όπλο του εγκλήματος βρέθηκε, αν και οι ειδικοί έκαναν τους ύποπτους χώρους, φύλλο και φτερό. Και καρφίτσα να ήταν, θα      την είχαν βρει. Από την βαλλιστική έρευνα της σφαίρας που την έβγαλαν από την καρδούλα της καημένης της Βιβής βγήκε το συμπέρασμα ότι βγήκε από πιστολάκι σαν αυτά που τα αποκαλούμε ‘’γυναικεία’’, μικρούλι, πλακέ και φαινομενικά παιχνιδάκι που τη δουλειά του όμως την εκπλήρωνε και με το πάρα πάνω. Καλό βοηθητικό εργαλείο του Χάρου.

Η Πέρσα δεν μπορούσε ούτε κατ’ όψιν να αντικρίσει  το πρώην αγαπημένο φιλαράκι της και ταίρι της κολλητής της, γιατί, ήταν περισσότερο από βέβαιη, ότι ήταν αυτός που της πήρε τη ζωή, την οποία ηλιθιωδώς θεωρούσε κτήμα του.

‘’Κάθαρμα’’ έλεγε κλαίγοντας «πώς μπορείς και συνεχίζεις να ζεις αφού εκείνη έφυγε για ταξίδι χωρίς επιστροφή που εσύ αποφάσισες…»

Κάνα δυο φορές που την πλησίασε να  της μιλήσει, η Πέρσα τον αγνόησε. Μόνο  μία φορά, γύρισε και του είπε πάνω από τον ώμο της:

«Να μου το θυμηθείς, ο ένοχος από εμένα θα το βρει…»

Εκείνος την κοίταξε απορημένος και κουνώντας το κεφάλι του είπε στον φίλο  που τον συνόδευε «το καημένο  το κορίτσι παντού βλέπει ενόχους. Φοβάμαι δεν θα ξεπεράσει τον χαμό της φίλης της ποτέ. Την καταλαβαίνω και την δικαιολογώ. Ήταν αυτοκόλλητες. Είναι μία απώλεια από αυτές που δεν ξεπερνιούνται ποτέ. Πρώτος εγώ το ξέρω αυτό φίλε μου. Δεν μπορεί να παραδεχτεί το πώς εγώ εξακολουθώ να υπάρχω με εκείνη απούσα».

Πλησίαζε η ημέρα  της ετήσιας συναυλίας των σπουδαστών της Ανωτέρας και των επί πτυχίω και οι πρόβες του κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα του Τσαϊκόφσκι, ήταν εξαντλητικές και πολύωρες. Έτσι είναι αυτά. Η ζωή προχωρά με τις απαιτήσεις της και ο μεγάλος πόνος περιορίζεται σ’ αυτούς που αγαπούν βαθιά και στ΄ αλήθεια. Αλλά και οι έρευνες για την δολοφονία, εξακολουθούσαν έστω και με πιο αργούς ρυθμούς.

Στην μεγάλη σάλα των εκδηλώσεων του Ωδείου οι σπουδαστές χόρδιζαν και συντόνιζαν τα μουσικά τους όργανα και περίμεναν τον φημισμένο δάσκαλο και μαέστρο να έρθει για να αρχίσουν. Η Πέρσα δεν ήταν καν το πρώτο βιολί της ορχήστρας, μα είχε ένα μουσικό αυτί σπάνιας ευαισθησίας, βιονικό το χαρακτήριζαν οι δάσκαλοί της. Μπορούσε να ξεχωρίσει ας πούμε αν σε ένα έργο που εκείνη το ήξερε από στήθους μέτρο  το μέτρο, αν μία τρίλια ήταν  παιγμένη σωστά, ένα προτέρημα που λίγοι το έχουν.

Έρχεται τελικά ο δάσκαλος και η πρόβα αρχίζει.

Ήταν και η πρώτη φορά μετά την δολοφονία τής Βιβής που η Πέρσα βρισκόταν στον ίδιο χώρο με τον Αντρέα. Ήταν πάνω από  τις δυνάμεις της η  συνεύρεση αυτή, μα και αδύνατον να την αποφύγει, αφού εκείνη ήταν μέλος της ορχήστρας και εκείνος ο σολίστας. Τον έβλεπε και αναρωτιόταν πώς μπορούσε να ασχολείται με συναυλίες και κοντσέρτα με τις απαιτήσεις τους με την άλλη να βρίσκεται ένα μέτρο κάτω από τη γη. ‘’Άντρες, άντρες και αγάπες επιδερμικές’’ σκεπτόταν θλιμμένα…

Άκουσαν τις τελευταίες οδηγίες του Μαέστρου και το κοντσέρτο άρχισε. Μα η Πέρσα και ενώ η πρόβα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη δεν αισθανόταν βολικά από μουσικής πλευράς. Κάτι στο ηχόχρωμα του σολιστικού βιολιού την απωθούσε. Όχι, δεν είχε να κάνει ούτε με τις υποψίες της, ούτε με τις αρνητικές της σκέψεις, ούτε με την διαρκώς αυξανόμενη αντιπάθειά της στο πρόσωπο  τού άλλοτε στενού της φίλου.

«Μα επιτέλους τι συμβαίνει αγαπητή μου δεσποινίς; Καταντά τουλάχιστον αγενές. Τι έχετε και φέρεστε σαν να παίζουν στην ορχήστρα αρχάριοι;» της λέει ο δάσκαλος φανερά ενοχλημένος.

«Παρακαλώ Μαέστρο, μπορώ να σας μιλήσω για λίγο κατ΄ ιδίαν, είναι πολύ σοβαρό…»

Τον πήγε στον διπλανό με την μεγάλη αίθουσα χώρο και του επέστησε την προσοχή στο βιολί του σολίστα.

«Δάσκαλε κάτι στο ήχο  τού δεν μου πάει. Ως εάν οι νότες να προσκρούουν σε τσιμεντένιο ηχείο. Παρακαλώ προσέξτε το και εσείς.  Δεν μου μοιάζει φυσιολογικό…»

«Μα τι είναι αυτά που λες βρε κορίτσι μου; Είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι και εγώ να μην το έχω αντιληφθεί; Για σκέψου το, με προσβάλεις το λιγότερο».

«Αν προσέξετε λίγο περισσότερο, σίγουρα θα το διαπιστώσετε κι εσείς, σεβαστέ μου δάσκαλε…»

Η πρόβα συνεχίστηκε απρόσκοπτα πια, καθώς εκείνος έκανε νόημα ότι θεωρούσε ότι τα πάντα ήταν ΟΚ.

Η Πέρσα πείσμωσε. Μα δεν μπορεί. Δεν μπορεί να έκανε ένα τόσο τεράστιο λάθος. Ο ήχος του βιολιού του σολίστα δεν ήταν εκείνος που ήξερε.

Μπορεί μέσα της να ενοχοποιούσε  τον Αντρέα για χίλια δυο, μα όφειλε να παραδεχτεί ότι σαν βιολονίστας ήταν άριστος και το βιολί, που ήταν δικό   του, λίγο διέφερε από ένα ΑΜΑΤΙ ή ένα Στραντιβάριους. Είχε πληρώσει ολόκληρη περιουσία να το αποκτήσει ο Αντρέας και όπως χαρακτηριστικά έλεγε, ήταν η δεύτερη μεγάλη του αγάπη μετά τη Βιβή του…

Σε πέντε ημέρες ήταν η πρόβα  τζενεράλε του κοντσέρτου και η Πέρσα ήλπιζε ότι όλα θα έβαιναν καλώς. Δεν ήταν άνθρωπος της μουρμούρας και της μεμψιμοιρίας και επειδή εκείνη αντιπαθούσε τον Αντρέα δεν σήμαινε ότι ντε και καλά έπρεπε και οι άλλοι να κάμουν το ίδιο, ούτε να ‘’ακούει’’ ήχους φαντάσματα από ένα άριστο βιολί… Ε μα πια! Το είχε παρακάνει. Και άλλοι έχασαν φίλους και αδερφούς, αλλά δεν βλέπουν παντού εχθρούς και δολοφόνους. Ένας ληστής σαν όλους  τους ομοίους του θα μπήκε στης Βιβής, του αντιστάθηκε, αυτός τη σκότωσε και πήρε τα λίγα χρυσαφικά που τα είχε πάντα σε ένα κομψό κουτάκι στο κομοδίνο της. Μα, παρά την καλή της πρόθεση να είναι πιο προσγειωμένη, βρέθηκε να είναι πολύ περισσότερο ενοχλημένη από τον ψυχρό και ασυνήθιστο ήχο του υπέροχου βιολιού που εκείνη ήξερε. Ο δε δάσκαλος, έξαλλος πια με την αγένειά της, διέκοψε την γενική πρόβα προς γενική κατάπληξη των πάντων, λέγοντας «διάλειμμα δέκα περίπου λεπτών για τσιγάρο. Εσείς δεσποινίς Βουδούρη μη βγείτε παρακαλώ, θέλω κάτι να σας πω».

Όταν έμειναν οι δυο τους μόνοι, την κοίταξε παγερά και της είπε με αυστηρότητα και μετά βίας κρατώντας τους τύπους για να μην την διαβολοστείλει.

«Μα επιτέλους δεσποινίς μου τι σας συμβαίνει;»

«Δάσκαλε, μπορώ να δω το βιολί του Αντρέα;»

«Να το δεις. Μα γιατί;»

«Θα σας πω αφού το δω».

Παίρνει το όργανο και κάνει να βάλει το μικρό της δακτυλάκι μέσα στο ηχείο του παραμερίζοντας τις ευαίσθητες χορδές του.

«Μη. Τι πας να κάνεις; Θα σπάσεις τις χορδές».

«Χμ, όπως και το περίμενα. Δάσκαλέ μου είμαι αναγκασμένη να καλέσω τον εισαγγελέα. Κάτι πολύ ύποπτο συμβαίνει μέσα στο ηχείο».

Παίρνει το 100, λέει στον επικεφαλής ότι έχει να κάνει μια πολύ σοβαρή καταγγελία και ότι είναι απολύτως απαραίτητη η παρουσία Εισαγγελέα. Και ενώ τελείωνε και η ώρα του διαλείμματος καταφτάνει η αστυνομία με τον εισαγγελέα (τόσο γρήγορα; Μαζί τους τον είχαν;)

Ο Αντρέας, στην θέα των αστυνομικών είπε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, αλλά μένει κόκκαλο όταν ακούει την Πέρσα να του λέει:

«Δεν έχει νόημα πια Αντρέα. Και να φύγεις  θα σε  πιάσουν αργά η γρήγορα. Κάθισε λοιπόν να απολαύσεις το θέαμα. Θα τα βγάλεις εσύ από την κοιλίτσα του βιολιού σου ή θα αφήσεις σε μένα την τιμή; Δεν μιλάς. Άρα υποθέτω ότι μου επιτρέπεις. Ευχαριστώ».

Και χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα μην και τραυματίσει τις υπέροχες χορδές   του ακριβού βιολιού με μία τσιμπίδα που κουβαλούσε εδώ και μέρες στην μεγάλη τσέπη της φούστας της ανασύρει από το ηχείο ένα μικρό σακουλάκι με τα κοσμήματα της αδικοχαμένης φίλης που τα είχε πάρει για να φανεί ο φόνος σαν ληστεία, και στην συνέχεια με αρκετή δυσκολία και τραυματίζοντας θανάσιμα ίσως και το βιολί, ανασύρει ένα κουκλίστικο πιστολάκι που μπορεί να έμοιαζε με παιχνιδάκι μα που αφαίρεσε με ευκολία μια ανθρώπινη ζωή. Το είχε στερεώσει ο άθλιος με φαρδιά ταινία πακεταρίσματος να μην κουνιέται μέσα στο ηχείο. Ο ήχος των χορδών προσέκρουε πάνω του και έδινε τον παράξενο εκείνον ήχο που έπιανε το βιονικό αυτί που για την αισθητική της Πέρσας ήταν too much.

Την συνέχεια, σας αφήνουμε να την φαντασθείτε.

Ένα είναι το γεγονός πάντως: Τέλειο έγκλημα, φίλοι μου, δεν υπάρχει.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη