“Το ένζυμο”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ο Αναστάσης, έπασχε από μια έλλειψη ενζύμου και ως εκ τούτου όφειλε να είναι, όχι απλά προσεκτικός στο τι τροφές έτρωγε, αλλά να είναι σε διαρκή εγρήγορση. Το ήξερε ότι η ζωή του βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, που όμως αν μπορούσε να αποφύγει δυο τρεις συγκεκριμένες τροφές και τα παράγωγά τους, θα μπορούσε να περάσει και τα 100 χρόνια, γιατί κατά τα άλλα ήταν πιο γερός και από ταύρο, ο χωρικός.

Ημέρα τινά, βρέθηκαν να είναι καλεσμένοι σε γάμο, αυτός και η συμβία του.

Τα χωριάτικα εδέσματα πολλά. Πλούσια τα ελέη, πολλά εκ των οποίων δεν τα είχε ξαναγευτεί, που εξυπακούεται τα απέφυγε, όχι απλά όπως ο διάβολος το λιβάνι, αλλά σαν τον διάβολο αυτοπροσώπως. Δεν θα καθόταν τώρα εν μέσω γλεντιού και πανζουρλισμού, να ελέγξει το… who is who ενός εκάστου εξ’ αυτών…

Ένας φίλος του παιδιόθεν, που όμως οι δρόμοι τους χώρισαν όταν ο Αναστάσης κέρδισε την καρδιά της γειτονοπούλας τους της Μαργαρώς που την διεκδικούσαν και οι δυο, με τον Βλάσση τον φίλο να το φέρει  βαρέως, ήταν η κυρία αιτία που πήρε ο Αναστάσης τη Μαργαρώ του και μετανάστευσαν σε γειτονικό χωριό. Η ατμόσφαιρα του δικού τους μύριζε μπαρούτι και όλοι φοβόντουσαν τα χειρότερα. Και πολύ καλά έκανε, γιατί το μίσος του Βλάση είχε πάρει θα λέγαμε μορφή και σχήμα και επικρέμονταν επί της κεφαλής του πρώην φίλου του, σαν Δαμόκλειος Σπάθη.

Δύο χρόνια είχε το ζευγάρι να πατήσει στο χωριό το αγαπημένο του και πια δεν άντεξε το νόστο. Πήγαν στο γάμο που ήσαν καλεσμένοι, με τη Μαργαρώ να είναι έξι μηνών, σχεδόν επτά, να πούμε ακριβέστερα, έγκυος. Ο δικός τους ο γάμος είχε γίνει εν στενώ που λένε κύκλω πράγμα που δημιούργησε κακές εντυπώσεις στους  συγχωριανούς του, έτσι όπως είναι αυτοί συνηθισμένοι τον γάμο να τον γιορτάζουν με νταούλια, κλαρίνα και βιολιά επί τριήμερον. Ήξεραν, λοιπόν, ότι κάποια κατεβασμένα μούτρα θα τα αντιμετώπιζαν μα σιγά και μην τους ένοιαζε πια και αυτό.

Μα εκείνο πους τους κατατρόμαξε, ήταν το δολοφονικό βλέμμα που τους

έριξε ο πρώην κολλητός φίλος. Ένα βλέμμα που έσταζε κακία και δηλητήριο.

Όλη την πρώτη μέρα του γλεντιού φρόντισαν και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές να βρίσκονται σε απόσταση ασφαλείας, για να μη δοθεί αφορμή και ανάψουν τα αίματα και οι μπαλοθιές, που είχαν σημειωτέον απαγορευτεί από τις Aρχές -καλά τώρα, ‘’Aρχές’’- κατόπιν προειδοποίησης που είχε αναρτηθεί στα δημόσια κτήρια του χωριού επί ποινή φυλάκισης για τους μη υπακούοντες.

Από τη δεύτερη ημέρα πάντως, σαν κάτι να άλλαξε. Η βλοσυρή μορφή του Βλάσση, έδωσε τη θέση της σε μια πιο ειρηνική μεν, μα πάντα ανέκφραστη μάσκα δε. Μέχρι που κάποια στιγμή συνέβη το ανήκουστο.

Ο πρώην κολλητός, πλησίασε τον Αναστάση και του είπε:

«Έμαθα παντρεύτηκες, το βλέπω και στη κοιλιά της Μαργαρώς. Να ζήσετε το λοιπόν και με το καλό ο απόγονος».

Οι παρευρισκόμενοι να έχουν μαρμαρώσει, μέχρι που και τα κλαρίνα είχαν σιγήσει. Όλοι φοβήθηκαν τα χειρότερα, που όμως περιέργως πώς, δεν ήρθαν.

Υπέθεσαν ότι κάποιο θαύμα έγινε και μετέτρεψε το μίσος το αβυσσαλέο, σε μια παραδοχή, σε μια υποχώρηση. Έδειχνε ως εάν ο Βλάσσης να το πήρε απόφαση και αποφάσισε να συνεχίσει τη ζωή του ρίχνοντας πίσω του ζήλιες και ζηλοφθονίες.

Μα τούτο το τελευταίο, είναι μία ασθένεια ανίατη, που μπορεί να παρουσιάζει ή να δείχνει σημεία ύφεσης κατά καιρούς, είναι όμως πάντα stand by.

Τον καιρό της ύφεσης, η ζηλοφθονία φοράει έναν αλλιώτικο μανδύα και δεν  αναγνωρίζεται αμέσως. Έτσι δε, και ο ζηλοφθονούμενος δεν είναι προετοιμασμένος φυλάγοντας τα νώτα του,  πολλά μπορούν να συμβούν.

Καθώς λοιπόν χόρευε το ζευγάρι στην πίστα, το πλησιάζει ο Βλάσσης και λέει με ένα πλατύ χαμόγελο όντας και καταφανώς τύφλα στο μεθύσι:

«Κερνάω κιοφτεδάκια λαχταριστά τα πρώην φιλαράκια».

Όντως τα κεφτεδάκια φάνταζαν λαχταριστά έτσι όπως ήταν απλωμένα πάνω σε κληματόφυλλα σε ένα χειροποίητο πλεκτό καλαθάκι.

Σε τρομερά δύσκολη θέση το ζευγάρι και κυρίως ο Αναστάσης. Μπορούσε να αρνηθεί; Σίγουρα ο άλλος θα το θεωρούσε προσβολή και ο λύκος που ναι μεν είχε αλλάξει μορφή μα όχι μυαλά, θα το έφερε βαρέως και  ποιος ξέρει τι θα γινόταν. Και να έχει και τους συγχωριανούς να τον κατακεραυνώνουν που δεν δέχτηκε την κλάδο ελαίας που του πρόσφερε ο ‘’φίλος.’’

Ούτε λόγος βέβαια και περιθώριο για έλεγχο της τροφής πράγμα που τηρούσε απαρέγκλιτα. Αλλά και στο κάτω-κάτω τι είχε να φοβηθεί από τούτα τα αθώα κεφτεδάκια που έτρωγαν οι πάντες;

Βλέπει τη Μαργαρώ του να παίρνει ένα κεφτέ για τον εαυτό της και ένα για εκείνον, ευχαριστώντας με ένα βεβιασμένο χαμόγελο τον Βλάσση. Και συνέχισαν το χορό τους.

Δεν θα είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από την σκηνή που αναφέραμε και ο Αναστάσης πέφτει ξερός στην πίστα του χορού, που από  πεδίον  χαράς μετατράπηκε σε εφιαλτικό χώρο θανάτου. Άσπρος σαν το πανί, χωρίς πνοή, νεκρός; Ποιος ξέρει;

Πανζουρλισμός, φωνές, κακό, και το γλέντι άλλαξε όψη. ‘’Συμβαίνουν και αυτά. Το πολύ το φαγοπότι,’’ θα πουν μερικοί, ‘’δεν είναι άμοιρο ευθυνών’’.

Όμως, το νιόπαντρο ζευγάρι, χάριν του οποίου γινόταν βέβαια το γλέντι, είχε προνοήσει και είχε καλέσει τον αγροτικό γιατρό του διπλανού χωριού, (το δικό τους δεν είχε γιατρό), μήπως -καλή ώρα- και τον χρειαζόντουσαν.      Έσπευσε ο γιατρός άμεσα και βλέποντας ίσως εκείνος με τις γνώσεις του, ότι πιθανόν υπήρχε ακόμα ζωή στον φαινομενικά ξέπνοο Αναστάση, τον σηκώνουν, τον βάζουν στο αυτοκίνητό της και σφαίρα ξεκινούν για το Νοσοκομείο, που ήταν μισής ώρας απόσταση αν έτρεχαν με 120, όπως και έγινε.

Η Μαργαρώ με κίνδυνο να γεννήσει στο δικό τους αυτοκίνητο έτρεχε ξωπίσω τους κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να λυπηθεί το αγέννητο παιδάκι της.

Καθώς μηχανικά οδηγούσε, με τις σκέψεις της ένα κουβάρι, σαν σε φλασιά, τής ήρθε στο νου η σκηνή με το Βλάσση και τα κεφτεδάκια του.

‘’Λες; Θεέ μου!  ΛΕΣ; Λες να ήταν σκέτη δολοφονία εκ προμελέτης; Να είχαν μέσα τους την απαγορευμένη ουσία υπό μορφή καρυκεύματος που θα την ήξερε από όταν ήταν φίλοι κολλητοί με τον άντρα της; Και αν ΝΑΙ, ποιος να τον κατηγορήσει, αφού κανένας άλλος από όσους θα τα γεύτηκαν έπαθε το παραμικρό όπως και αυτή η ίδια;

Στο Νοσοκομείο που αμέσως διασωλήνωσαν τον Αναστάση, οι γιατροί βεβαίωσαν τη Μαργαρώ, ότι οι πιθανότητες να επιζήσει ήταν λιγότερες από ελάχιστες.

Και τότε η κοπέλα στα πρόθυρα shock, τους ανέφερε τις υποψίες της για τα κεφτεδάκια και την έλλειψη του συγκεκριμένου ενζύμου του άντρα της. Και ήταν αυτή της η πληροφορία που τελικά έσωσε τον σύζυγό της. Γιατί αν δεν τους το έλεγε η Μαργαρώ, δεν θα αντιδρούσαν τόσο άμεσα. Θα το έλεγε η ιατροδικαστική έρευνα μεν, αλλά κατά την νεκροψία!!!

Και του το έλεγε η καημένη η Μαργαρώ, ότι έπρεπε να φορά κάτι σαν φυλακτό, σαν ταυτότητα που να ενημερώνει άμεσα τους καθ’ ύλην αρμοδίους, για να ξέρουν πώς θα τον αντιμετωπίσουν όταν κινδύνευε σαν και τώρα.

Τέλος καλό λοιπόν όλα καλά. Ο Αναστάσης θα δει το γιο του μόλις συνέλθει γιατί και η Μαργαρώ, μιας και βρισκόταν στο Νοσοκομείο είπε:’’ δεν γεννάω κι εγώ εδώ αντί στο σπίτι μου, που οπωσδήποτε δεν θα προλάβω να πάω;’’

Ο Βλάσσης, ποιών την νήσσα, δεν κατηγορήθηκε άμεσα για απόπειρα κατά ζωής. Τον άφησαν να ζει και να τρέφεται από ένα μίσος που παρ’ ολίγο θα τον έκανε φονιά. Και ίσως μια μέρα νιώσει κάποια τύψη και ακόμη μια ευγνωμοσύνη στη Μαργαρώ  που χάρις σ’ αυτήν δεν έγινε δολοφόνος. Άλλο βλέπεις η απόπειρα και άλλο η διάνα.

Καμιά φορά και η ίδια η Μοίρα αλλάζει  τα σενάριά της και γίνεται πιο συμπονετική!!!…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη