Τον πλησίασε βήματα μετρημένα, σιγανά.
Έμεινε και την κοίταζε καθώς ζύγωνε,
Τα μάτια του απορία,
Τα μάτια του σκοτάδια ανεξιχνίαστα.
Ακούμπησε το μέτωπό της στο στέρνο του,
Τέλος προορισμού, παρακαλώ αποβίβαση.
Κι έπειτα, μέσα στο πάγωμα τής μιας στιγμής,
Που μεσολάβησε ανάμεσά τους βήμα αιωρούμενο,
Αφέθηκε σ’ ένα κλάμα βουβό.
Κι εκείνος έπιασε τρυφερά στις χούφτες του
Κι ανασήκωσε το σαγόνι της, σχέση ακούσια.
Και γιόμοσαν τα χέρια του μελάνι δάκρυα.
Τίναξε πέρα τα μακριά του δάκτυλα
Κι έφτιασε το μελάνι ένα γύρω
Ολοστρόγγυλες λέξεις, παραπονεμένες:
«Σ’ αγαπώ», του λέγανε,
«Σε ποθώ, σε νοιάζομαι».
Στρόβιλος γίνανε οι λέξεις της
Και τους κυκλώσανε.
Και χάθηκε η ώρα.
Και χάθηκε ο τόπος.
Κι απόμεινε μονάχα η γη κάτω απ’ τα πόδια τους
Και κείνοι που κοιτάζονταν στα μάτια,
Σφιχτά αγκαλιασμένοι,
Στήθος με στήθος,
Κοιλιά με κοιλιά,
Στόμα με στόμα.
Επιτέλους.
Αφήστε το σχόλιο σας