«Τι θέλω εγώ με τόση αγάπη γύρω;», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Σήμερα ήσουνα στις ομορφιές σου. Σε κρυφοκοίταζα από μακριά όταν μιλούσες με τον δικηγόρο κι ένιωσα ένα γλυκό τσίμπημα στην καρδιά, όπως τότε, στις αρχές της σχέσεις μας που ήμασταν  ερωτευμένοι. Τότε που δε βλέπαμε την ώρα να περάσει για να συναντηθούμε, κι όταν δεν ήμασταν μαζί, μιλάγαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο. Τα θυμάσαι αυτά; Εγώ τελευταία όλο και πιο πολύ τρέχω προς τα πίσω, όλο και πιο πολύ τα νοσταλγώ, όσο κοντοζυγώνει ο καιρός γι’ αυτό το ρημάδι το διαζύγιο, που με τόση άνεση αποφασίσαμε κι οι δυο πως είναι η καλύτερη λύση για να δώσουμε ένα τέλος στην ιστορία μας. Αρκεί λες μια υπογραφή για να σβήσεις το παρελθόν σου; Δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν αυτά που μοιραστήκαμε, δεν ήταν μια βδομάδα ή ένας μήνας. Δέκα χρόνια με χαρές, με λύπες, με φροντίδα, με γέλιο, με κλάμα αλλά κι αγάπη. Επιμένω σ’ αυτό. Υπήρχε η αγάπη κι είχε τη δύναμη όλα τα άλλα να τα σβήνει και να τα προσπερνάει. Πού πήγε αυτή η αγάπη απ’ τη μια μέρα στην άλλη βρε Χριστίνα;

Σε κοιτούσα από μακριά μετά από τόσο καιρό, σαν μαγεμένος, σαν να κοιτάζω μια όμορφη ξένη γυναίκα για πρώτη φορά κι η καρδιά μου φτερούγιζε απ’ τη νοσταλγία. Μιλούσες σιγά κι έκανες διάφορες κινήσεις με τα χέρια σου προσπαθώντας να πείσεις τον άλλον για το δίκιο σου. Καταλάβαινα πως για μένα τού μιλούσες πάλι. Σίγουρα θα του έλεγες πόσο σε πλήγωσα με τη συμπεριφορά μου τον τελευταίο καιρό και πως δεν το περίμενες να τραβήξω τόσο πολύ το σκοινί, όσο αφορά τα οικονομικά. Φαινόταν απ’ τις κινήσεις σου πως ήσουνα αναστατωμένη. Στο πρόσωπό σου ζωγραφιζόταν αυτή η γλυκιά έξαψη που σε κατείχε πάντα όταν θύμωνες μαζί μου. Δεν στο ’χα πει ποτέ, αλλά δε θα με πιστέψεις, τη λάτρευα αυτή την έξαψη. Με μάγευε το πρόσωπό σου όταν κοκκίνιζε από θυμό κι όταν ορμούσες πάνω μου με τις μικρές γροθιές σου να με χτυπήσεις για να διεκδικήσεις το δίκιο σου.

Σήμερα ήσουνα στ’ αλήθεια στις ομορφιές σου. Πολλή κοκέτα! Όμορφα ντυμένη, δροσερή και φρέσκια! Περνώντας δίπλα σου εκείνη τη στιγμή για να πάω στο γραφείο του δικηγόρου, που είχε σταθεί και μίλαγε μαζί σου, με τύλιξε το άρωμά σου κι ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Δεν άλλαξες άρωμα κι αυτό σημαίνει πολλά για μένα. Το να φοράς ακόμα το αγαπημένο μου άρωμα, αυτό που σου είχα χαρίσει πριν χρόνια και συνέχισες να το επιλέγεις κι εσύ αργότερα, μου μαρτυράει πως δεν έχεις φύγει ακόμα.

Ένα βήμα πριν να βάλουμε αυτή την υπογραφή που θα μας χωρίσει για πάντα, στο πάρα πέντε, που λένε, νιώθω μετανιωμένος. Λες κι έφαγα ένα δυνατό χαστούκι από κάποιον για να συνέλθω από ένα μεθύσι. Το μυαλό μου γύρισε αλλιώς, αποφορτίστηκε απ’ τον θυμό του πρώτου καιρού, κι όλες οι σκέψεις μου επιμένουν να ξεδιαλέγουν όλα τα όμορφα που περάσαμε μαζί. Όλες εκείνες τις γλυκιές στιγμές απ’ την καθημερινότητά μας.

Δεν ξέρω αν εσύ πέρασες καθόλου απ’ αυτό το στάδιο όσο καιρό είμαστε μακριά, αλλά εύχομαι μέσα μου να το νιώσεις, έστω κι αργά, στο πάρα πέντε. Αναρωτιέμαι, αν τελικά ενδώσω σ’ αυτή την παρορμητική απόφαση να σου δώσω αυτό το γράμμα. Ξέρω πάντως, πως θα μετανιώσω οικτρά κάποια μέρα αν δεν το κάνω. ‘’Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν τόλμησες να κάνεις…’’ Σωστά δεν το λέω; Δικιά σου φράση είναι αυτή.  Με κάτι τέτοιες φιλοσοφίες προσπαθούσες πάντα να με παραμυθιάζεις.

Κάθομαι και σου γράφω, εδώ στο τραπεζάκι του σαλονιού, με μολύβι και χαρτί  σαν μαθητούδι κι η μελωδία της Αλεξίου σε φέρνει ακόμα πιο κοντά μου και μου ξυπνά ακόμα πιο πολύ το παράπονο μέσα μου. Κάθε βράδυ ανοίγω το ραδιόφωνο, όπως κάναμε και τότε που ήμασταν μαζί. Και τώρα μάλιστα, ακούω τον αγαπημένο σου σταθμό κι όχι τη μουσική που προτιμώ στ’ αλήθεια. Κι εκεί αντίθετοι ήμασταν. Εσύ είχες εμμονή με τα λαΐκά ελληνικά κι εγώ με τα έντεχνα ή ‘’ποιοτικά’’, όπως συνήθιζες να τα χαρακτηρίζεις στις διαφωνίες μας και να χρωματίζεις ανάλογα τη φωνή σου, ώστε ν’ ακούγεται η λέξη σαν βρισιά, έτσι για να με σνομπάρεις. Και τώρα κατέληξα μονάχος μου ν’ ακούω Ρέμο και Θεοδωρίδου να μιλάνε για χωρισμούς και για αγάπες που φύγανε και τα σιγοψιθύζω μάλιστα, μες στη ζαλάδα μου απ’ το ποτό. Μα πιο πολύ θέλω να ακούω εκείνο της Αλεξίου που σου είχε κολλήσει κάποτε και το ’βαζες τέρμα για να κάνεις δουλειές και να μπορείς να το ακούς σε όλο το σπίτι. Θυμάσαι ποιο λέω, έτσι; ‘’Οι φίλοι μου χαράματα’’ είναι ο τίτλος. Κι εγώ σου φώναζα να το χαμηλώσεις, επειδή δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στον υπολογιστή κι εσύ συνέχιζες να μ’ αγνοείς και να τραγουδάς, σαν να μην υπήρχα μες στο σπίτι. Κι ύστερα ένας ακόμα καβγάς έλαβε χώρα ανάμεσά μας και μουτρώσαμε ο ένας στον άλλον και δεν αλλάξαμε κουβέντα μέχρι αργά το βράδυ που ήρθες και φώλιασες στην αγκαλιά μου στο κρεβάτι, σαν να μη συνέβη τίποτα. Τι κάνει η αγάπη, ε;

‘’Ακούω γέλια ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά,  πάλι οι φίλοι μου χαράματα γυρνάνε.

Έχουν τις μπύρες τους ακόμα αγκαλιά,

έξω απ’ την πόρτα μου περνούν και τραγουδάνε.

Κι εγώ το γέλιο, το δικό σου περιμένω, με ένα ποτήρι, απ’ την ανάσα μου θαμπό.

Ακούω την πόρτα να χτυπάει και σωπαίνω,

 γιατί απ’ όλους θέλω απόψε να κρυφτώ.

Γιατί δεν τους αντέχω  ζευγαρωμένους κι εγώ να μην έχω

τα χέρια σου να γείρω. Τι θέλω εγώ με τόση αγάπη γύρω;’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Οι φίλοι μου χαράματα’


Όσο καιρό είμαστε χώρια, έτσι ακριβώς όπως το περιγράφουν οι στίχοι του τραγουδιού αισθάνομαι κι εγώ. Αποφεύγω τους φίλους μας, δε θέλω να βγαίνω  μαζί τους, δε θέλω να ανταμώνω με ζευγάρια, ούτε να  μιλάω για μας σε κανέναν θέλω. ‘’Γιατί δεν τους αντέχω ζευγαρωμένους κι εγώ να μην έχω, τα χέρια σου να γείρω…’’ Αυτές οι δυο σειρές περιγράφουν όλα όσα αισθάνομαι.

Μετάνιωσα τελικά που κράτησα το σπίτι. Από θυμό το έκανα κι αυτό, για να σε πληγώσω, γιατί με μαχαίρωσες με τα λόγια σου εκείνο το απόγευμα.

Εδώ μέσα, στο σπίτι μας, σε νιώθω κάθε στιγμή κοντά μου. Όπου κι αν ακουμπάει το βλέμμα μου συναντάω τη μορφή σου. Σε βλέπω απ’ τον καναπέ του σαλονιού, καθώς είμαι ξαπλωμένος και χαζεύω στην τηλεόραση, να στεγνώνεις τα μαλλιά σου με το πιστολάκι έξω απ’ το μπάνιο και να μου μιλάς. Σε βλέπω τα βράδια, όταν πετάγομαι στον ύπνο μου, να κοιμάσαι στο πλάι μου κι έχω την αίσθηση ότι ακούω ακόμα και την ανάσα σου. Σ’ αισθάνομαι να γέρνεις το κεφάλι σου στους ώμους μου και ν’ αποκοιμιέσαι στον καναπέ, όπως συνήθιζες, απ’ την κούραση και το τρέξιμο της μέρας. Παραισθήσεις δε λέγονται αυτές οι ψεύτικες εικόνες που τις δημιουργεί το μυαλό μας; Πόσο ανάγκη τις έχω τέτοιες ώρες!

Τελευταία, αναρωτιέμαι, ακόμα, αν ένα παιδί θα άλλαζε τη ζωή μας κι αν είναι κι αυτός ένας λόγος που μας οδήγησε ως εδώ. Ένα παιδί είναι σίγουρο πως φέρνει μεγάλες αλλαγές στη ζωή ενός ζευγαριού, τους δένει περισσότερο, ισχυρίζονται όλοι όσοι έχουν γονείς. Εμείς τι φοβηθήκαμε βρε Χριστινάκι; Θυμάμαι τότε, όταν το δουλεύαμε ακόμα στο μυαλό μας αυτό το ενδεχόμενο, μας συγκινούσε σαν ιδέα. Μετά τι άλλαξε; Γιατί κάναμε κι οι δυο μας πίσω; Μετάνιωσα στ’ αλήθεια. Όλοι λένε πως τα παιδιά είναι ευτυχία κι αγάπη κι ελπίδα. Εμείς γιατί την απαρνηθήκαμε τόσο απλά αυτή την ευτυχία; Παρ’ όλα αυτά όμως, πιστεύω πως ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις ένα βήμα και να διορθώσεις κάποια πράγματα. Δικιά σου κι αυτή η φράση, έτσι;

Σήμερα σκέφτομαι πως αν δεν είχαν προηγηθεί όλα αυτά ανάμεσά μας, θα σου ζητούσα να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο κάτω τη σχέση μας. Να κάνουμε ένα παιδί. Όχι μόνο για να σώσουμε τον γάμο μας, αλλά για να δώσουμε στους εαυτούς μας μια ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι. Είναι σπουδαίο σκέφτομαι να μεγαλώνεις έναν άνθρωπο, να σφυρηλατείς τον χαρακτήρα του με αγάπη και όνειρα κι ελπίδες. Είναι σπουδαίο όταν έρχεται η ώρα να φύγεις απ’ αυτόν τον κόσμο, να αφήνεις ένα δικό σου κομμάτι πίσω να συνεχίζει να ζει και να ονειρεύεται, μέσα απ’ όλα αυτά που εσύ του δίδαξες. Να παλεύει και ν’ αγωνίζεται για τις αρχές και τα πιστεύω που του γαλούχησες, εσύ που έφυγες για πάντα.

Η εικόνα σου απ’ την ώρα που συναντηθήκαμε, δε λέει να φύγει από μπροστά μου. Το πρωί ένιωσα πως σ’ ερωτεύτηκα για δεύτερη φορά. Γύρισα στο σπίτι αποκαμωμένος απ’ την ψυχική κούραση που με επιφόρτισαν αυτές οι γελοίες διαδικασίες του διαζυγίου. Θέλω να σου ομολογήσω πως μου λείπεις αφόρητα. Μου λείπει η φωνή σου, το βλέμμα σου το τρυφερό αλλά και το θυμωμένο. Αυτό που πέταγε σπίθες σαν με κοιτούσες όταν νευρίαζες. Μου λείπει το άρωμά σου, η μυρωδιά του κορμιού σου, το γέλιο σου, το δάκρυ σου. Κι οι καβγάδες μας, μου λείπουν, γιατί μετά απ’ αυτούς ερχόταν η ανακούφιση, θυμάσαι; Μετά απ’ τους καβγάδες μας τα βρίσκαμε αμέσως, ξεφούσκωνε ο θυμός, ηρεμούσαμε και κοιμόμασταν αγκαλιασμένοι. Ήταν ο δικός μας τρόπος επικοινωνίας. Δεν μπορούσαμε κι οι δυο να εκφραστούμε αλλιώς. Δε ζήλεψα ποτέ τα ήρεμα ζευγάρια, αυτούς που δεν τσακώνονται ποτέ, που δε γυρνάει κουβέντα ο ένας στον άλλον.

Εμένα δεν με πείραζαν οι καβγάδες μας, τους είχα συνηθίσει. Μου άρεσε να διαφωνείς μαζί μου, μου άρεσε να φέρνεις τις αντιρρήσεις σου, να αναλύεις τις δικές σου ιδέες και να υπερασπίζεσαι τις δικές σου αλήθειες. Δεν είχα ποτέ την απαίτηση να επικροτείς τις απόψεις μου, ούτε να αποδέχεσαι κάθε τι που σου προτείνω. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν με πείραζε. Ακόμα και στις συζητήσεις μας με φίλους δε μ’ ενοχλούσε να το δείχνεις.

Αυτό που με πείραζε ήταν ο τρόπος που επέλεγες να το κάνεις. Ο τρόπος που διάλεγες να μου κάνεις κριτική μπροστά σε άλλους. Το υφάκι σου και τα υπονοούμενα που πέταγες εσκεμμένα για να με προκαλέσεις και να με οδηγήσεις στα άκρα, αυτά δεν άντεχα. Και το γνώριζες καλά αυτό. Όσο καλά φυσικά, γνώριζα κι εγώ πώς θα σε εκνευρίσω. Ήταν ένα απ’ τα παιχνίδια μας αυτό, που μας οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε  καβγάδες και διαφωνίες.

Συχνά με κατηγορούσες για τη ζήλεια μου. Αυτή ήταν η αφορμή για τους μεγαλύτερους καβγάδες μας. Και σ’ εκνεύριζε ιδιαίτερα, έλεγες, το γεγονός ότι δεν έκανα τίποτα για να διορθώσω τον χαρακτήρα μου, πάνω σ’ αυτό το θέμα. Σαν τι να κάνω δηλαδή; Η ζήλεια είναι ένα δυνατό συναίσθημα που δεν φιμώνεται. Δεν μπορείς να την τιθασεύσεις. Και γιατί να το κάνω άλλωστε; Η ζήλεια φανερώνει την αγάπη που τρέφουμε για τον άλλον. Αν δε ζηλεύεις τον άνθρωπό σου, τότε σου είναι αδιάφορος. Αυτό ήταν το πιστεύω μου και δε γινόταν να μου αλλάξεις γνώμη, όσες φιλοσοφίες κι αν μου ξεφούρνιζες προσπαθώντας να με πείσεις για το αντίθετο.

Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν Χριστινάκι. Είναι δεδομένα. Έχουν χτίσει τον χαρακτήρα μας και τον έχουν σμιλέψει ανάλογα απ’ τη μικρή μας ηλικία. Δεν το έκρυψα ποτέ άλλωστε, αφού απ’ την αρχή της σχέσης μας σου είχα δείξει τα σημάδια της ζήλειας μου. Τότε όμως, σκέφτομαι, δε σε πείραζαν όλα αυτά, τα προσπερνούσες στο όνομα του έρωτα που έτρεφες ακόμα για μένα.  Εμένα δε θα μ’ ενοχλούσε διόλου να με ζηλεύεις. Αντίθετα, θα με κολάκευε. Γιατί μη μου πεις πως δεν κολακευόσουν τις περισσότερες φορές που σου έκανα παρατηρήσεις για τα ρούχα; Πως δεν σου άρεσε να σου δείχνω με τον τρόπο μου πως σε θέλω μονάχα για μένα; Θα πεις σίγουρα ψέματα αν ισχυριστείς το αντίθετο. Πιστεύω ακράδαντα πως όλες οι γυναίκες έχετε την ανάγκη να νιώθετε πως είστε επιθυμητές, είναι ένα στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας σας αυτό.

Κι ήρθε μια μέρα που έμελλε να τα γκρεμίσεις όλα με δυο κουβέντες σου. Εκείνη η μέρα που μου ξεφούρνισες στα καλά του καθουμένου τα ‘’όσα σε έπνιγαν το τελευταίο διάστημα’’. Και μου αποκάλυψες, έτσι απλά με δυο λόγια,  πως κουράστηκες και βαρέθηκες κοντά μου. Αυτή τη μέρα δε θα την ξεχάσω ποτέ σε βεβαιώνω, όπου κι αν καταλήξουμε στο τέλος. Όποιο φινάλε κι αν επιλέξουμε να δώσουμε στην ιστορία μας. Κι αυτό γιατί η μαρτυρία σου αυτή, σε μορφή συναισθηματικής εξομολόγησης, με άφησε άναυδο! Έπεσα απ’ τα σύννεφα, όπως λένε. Ποτέ δε φανταζόμουν πως έκανες τέτοιες σκέψεις για τη σχέση μας. Ποτέ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό πως θα άκουγα απ’ το στόμα σου τέτοια παράπονα. Πως απέκτησες τόσα απωθημένα κοντά μου. Πως ξάπλωνες πλάι μου τα βράδια, έκανες έρωτα μαζί μου κι ύστερα έκλεινες τα μάτια και επεξεργαζόσουν στο μυαλό σου το σενάριο του χωρισμού μας. Αυτά είναι η αιτία που μ’ έκαναν να εξοργιστώ. Σ’ αυτά ακριβώς εστιάζεται ο θυμός μου. Αυτά είναι που με πλήγωσαν και με ώθησαν να είμαι τόσο αμείλικτος απέναντί σου.

Εκείνες τις στιγμές που σ’ άκουγα να πλέκεις το σενάριο του χωρισμού μας με τόση άνεση, ξέρεις τι σκεφτόμουνα; Πως λιγότερο θα με πείραζε αν μου έλεγες πως ερωτεύτηκες κάποιον άλλον, παρά πως με βαρέθηκες. Είναι μεγάλη απόρριψη αυτό, πίστεψέ με.

Εσύ στη θέση μου τι θα σκεφτόσουν; Έχεις βάλει ποτέ τον εαυτό σου στη θέση μου; Έχεις αναρωτηθεί πώς θα ένιωθες αν γυρνώντας μια μέρα σπίτι απ’ τη δουλειά, μια εντελώς ανύποπτη μέρα για σένα,  σου έλεγα πως με κούρασες και σε βαρέθηκα και δε θέλω άλλο να συνεχίσουμε, κι όλα αυτά τα παράπονα τέλος πάντων που μου ξεφούρνισες με τόση άνεση εκείνο το απόγευμα; Αλλά θα μου πεις γιατί να το κάνεις; Ο καθένας κοιτάει να βολέψει τον εαυτούλη του, να είναι εκείνος καλά και δε βαριέσαι για τον άλλον. Ακόμα κι αν αυτός ο άλλος είναι το άλλο μας μισό. Γιατί αυτό πίστευα, μέχρι τότε, πως αποτελώ το άλλο σου μισό. Όπως ήσουνα εσύ για μένα.

Σήμερα σαν γύρισα σπίτι, όρμησε η σιωπή πάνω μου για άλλη μια φορά να με πνίξει. Πήγα κατευθείαν στο στερεοφωνικό κι έβαλα το αγαπημένο σου σιντί. Η μουσική γλύκανε την ατμόσφαιρα. Ξάπλωσα στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια για να πλάσω την εικόνα σου ξανά, όπως ήσουνα το πρωί, δροσερή και όμορφη.  Κι ύστερα άφησα ελεύθερη τη σκέψη μου να πετάξει πίσω στον χρόνο και σ’ όλα αυτά που μοιραστήκαμε οι δυο μας εδώ μέσα.

Θυμήθηκα τις Κυριακές που σου άρεσε να με ξυπνάς με μουσική. Που πίναμε το καφεδάκι μας στη βεράντα σχολιάζοντας τους γείτονες απέναντι και δίπλα μας. Που προσπαθούσαμε να οργανώσουμε το πρόγραμμα της ημέρας και τσακωνόμασταν ποιο απ’ τα δυο θα ακολουθήσουμε. Άσπρο εγώ, μαύρο εσύ. Κέντρο εγώ, θάλασσα εσύ.

Θυμήθηκα κι εκείνη τη φορά που σου πρότεινα να κατέβουμε στην Πλάκα, να πάμε στ’ Αναφιώτικα για τσιπουράκι οι δυο μας κι εσύ ήθελες να βγούμε με τους φίλους μας στη Γλυφάδα κι ύστερα ρίξαμε έναν ομηρικό καβγά και μας άκουσε όλη η γειτονιά. Και μείναμε τελικά σπίτι, δεν πήγαμε πουθενά. Θυμάσαι; Και μας βγήκε σε καλό. Αργά το απόγευμα, αφού μας πέρασε ο θυμός και ξεπρόβαλες απ’ το δωμάτιο που είχες κλειδωθεί για ώρες, με πλησίασες σαν να μη συνέβη τίποτα και με ρώτησες τι θα παραγγείλουμε για φαγητό. Κι ύστερα καταλήξαμε ξανά στη βεράντα να τρώμε και να πίνουμε το κρασάκι μας, να συζητάμε και να γελάμε σαν να μη συνέβη τίποτα.

Η αγαπημένη σου Αλεξίου συνεχίζει να με ταξιδεύει κοντά σου κι αναρωτιέμαι αν μου κάνει καλό να ακούω τη μουσική που ακούγαμε μαζί.

“Δεν έχω άλλα παραμύθια να σκεφτώ, τους είπα τάχα πως ταξίδι έχεις πάει.

Κι ενώ στη ζάλη τους ποθώ να τυλιχτώ, αφήνω τον εγωισμό να με μεθάει.

Γιατί το βήμα το δικό σου περιμένω, μ’ ένα ποτήρι απ’ την ανάσα μου θαμπό.

Ακούω την πόρτα να χτυπάει και σωπαίνω,

γιατί απ’ όλους θέλω απόψε να κρυφτώ.

Γιατί θα τους ζηλεύω  και το δικό σου χάδι θα γυρεύω,

κορμί στους πέντε ανέμους.  Τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους”

Μου λείπεις Χριστινάκι. Αυτό το γράμμα είναι μια κατάθεση ψυχής για μένα.  Τελικά το αποφάσισα. Δεν υπογράφω αυτό το ρημάδι το χαρτί του διαζυγίου. Δεν υπογράφω το τέλος. Ας κάνουμε μια καινούργια αρχή. Ας το παλέψουμε. Τόσο λιγόψυχοι είμαστε; Ας μην αφήσουμε τον εγωισμό μας να μας αποτελειώσει. Αφού αγαπιόμαστε γαμώ το κέρατό μου! Το είδα στα μάτια σου σήμερα πόσο μ’ αγαπάς. Αυτό το βλέμμα που μου έριξες τη στιγμή που έπιασες το χαρτί στα χέρια σου, μου μαρτύρησε όλη την αλήθεια.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη