«Απόψε θα χορέψω μονάχα για σένα» μου ψιθύρισε στ’ αυτί. Απειλή ο ψίθυρός της. Η καρδιά μου στα όρια της μαρμαρυγής… Το μαγαζί γεμάτο… καταγώγιο. Μέτραγα τρύπες απ’ τις κάφτρες των τσιγάρων στο τραπεζομάντηλο. Εφτά, δεκατρείς, είκοσι έξι…Την εικοστή έβδομη την μισοέκρυβε το πλαγιασμένο μπουκάλι της μαυροδάφνης που έσταζε την τελευταία σταγόνα του…
Μια παραδόξως εκπληκτική ορχήστρα σκόρπιων, ξέμπαρκων μουσικών χανόταν πίσω απ’ τους καπνούς… Το βιολοντσέλο φτιαγμένο από ώρα, λικνιζόταν πάνω στο καρφί του. Μπάσο, κιθάρα, μπουζούκι βιρτουόζοι… Η τραγουδίστρια; Σμυρνιά θα ‘τανε στην καταγωγή, σκέφτηκα για να ξορκίσω τον φόβο…
«Τ’ ακούς; Θα χορέψω. Για σένα…»
Σαν από μυστική συναίνεση και συνενοχή μια, δυο, τρεις φορές το ντέφι. Αργά… Σαν κροταλίας πάνω απ’ το θύμα του… Τέμπο και ρυθμός… Και η Σαλώμη εκεί, πάνω από το κεφάλι μου, να κραδαίνει την απειλή των χειλιών της και των πέπλων της, που μεταφραζόταν σε ένα ξεφτισμένο τζιν και ένα φαρδύ λευκό λινό πουκάμισο που αγκάλιαζε το ψιλόλιγνο κορμί της…
«Θα χορέψω για σένα…»
Και χόρεψε… Μπροστά μου και γύρω μου και μέσα μου… Η πίστα της δέκα βήματα σε κύκλο γύρω από την καρέκλα μου… Στρόβιλος και ίλιγγος… Βασανιστικός ο ιδρώτας κυλούσε από τη ραχοκοκαλιά μου καθώς με μάστιζαν τα μακριά εβένινα μαλλιά της…
Διάολος που ξυπνούσε τους ναρκωμένους μου γοφούς… Ατέλειωτο τσιφτετέλι της έκστασης… Πάντοτε απεχθανόμουν το τσιφτετέλι. Μυστήριο που δεν κατανοούσα. Λαγνεία που αποστρεφόμουν μην και λυθούν οι κόμποι μου…
Δεν τολμούσα να κοιτάξω γύρω μου. Ήξερα, καταλάβαινα από την ορχήστρα που δεν τέλειωνε… Χαμήλωνε τις νότες κι άφηνε να ακούγεται μονάχα το κορμί της και έπειτα πάνω σε μια έκρηξη ήχων συνόδευε το τίναγμά της, παραδομένη στη μαεστρία και την απόγνωση της…
«Αυτή η νύχτα μένει… Μ’ ακούς; Αυτή!»
Άκουγα; Δεν άκουγα. Ήξερα… Αυτή η νύχτα έμενε…
***
«Ζάχαριιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» έγραφε στην άμμο.
-Χα,χα, χα… Με ήτα γράφεται.
-Νομίζεις… Κοίτα τα «ι» είναι οι μέρες μας μαζί μέχρι τώρα…
-Διψώ… Μ’ ακούς; Διψώ…
-Πάρε την τσίχλα μου…
-Έφερες καφέ, ζάχαρη και μπρίκι… Πού θα τον ψήσουμε;
-Στα αναμμένα κάρβουνα του πόθου μου για σένα, χαζούλα…
***
Ξημέρωνε… Έγραφα με το δάχτυλο στην άμμο «Ζάχαρι» με «ι»… Δυόμιση βήματα πριν το κύμα, τρία παρά κάτι πριν το τέλος… Το «ι» σβήστηκε πρώτο, ακολούθησε το «ρ», το «α», το «χ» και το άλλο «α»… Απόμεινε το «ζ» μόνο του να χάσκει τραυματισμένο και λειψό, σαν τη ζωή που αφήσαμε στη μέση…
Αφήστε το σχόλιο σας