“Τικ-τακ ο καθρέφτης”, ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ… και πάει λέγοντας. Έχει τρελαθεί το βιολογικό μου ρολόι. Πλησιάζω την τρίτη δεκαετία και παιδί δεν έχω κάνει. Τι καημός κι αυτός…

Βλέπω τις φίλες μου με τα παιδάκια τους, βίωσα τις εγκυμοσύνες και τις γέννες τους κι εγώ ακόμα δεν έχω κατασταλάξει στον έναν και μοναδικό επιβήτορα που θα μου χαρίσει το σπέρμα και την καρδιά του…

Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν αυτό που ζητάω με τόσο καημό και ζέση είναι το παιδί – σαν έννοια, οντότητα και σκοπό ζωής – ή τη συντροφιά. Τη συντροφιά εκείνη που θα μας πάει, όσο πάει, σε μέρη ξωτικά – της ψυχής και της φαντασίας εννοείται, γιατί για ταξίδια, όπως τα θυμόμαστε, τα εννοούσαμε και τα εννοούμε, δεν περισσεύει ούτε χάλκινο… Παλιά λέγαμε πως δεν περισσεύει δεκάρα, ξέρετε, την τρύπια δεκάρα…, αυτή που υπήρχε τότε, με τις δραχμές και μάλιστα εκείνες που είχαν μια κάποια αξία…

Κάθε πρωί που ξυπνάω, λέω στον καθρέφτη μου: «Σήμερα είναι η μέρα σου. Σήμερα οφείλεις να βρεις αυτόν που θα σε ταξιδέψει στο υπερπέραν..» Και κάθε βράδυ, πάλι στον καθρέφτη μου: «Τζίφος και σήμερα…»

Έχω αρχίσει και τον μισώ τούτο τον καθρέφτη. Δε φτάνει που δε βοηθάει, έχει αρχίσει και μου δείχνει τελευταία και κάτι ρυτίδες, εκεί, στις κόγχες των ματιών… και όχι μόνο…

«Ρυτίδες έκφρασης λέγονται…» παρηγοριέμαι. «Κι αυτές οι άσπρες τρίχες;» αναρωτιέμαι σε λίγο… «Μπα, είναι κληρονομικό. Και οι δύο γονείς σου άσπρισαν από νωρίς… Κι ύστερα, υπάρχουν κι οι βαφές… Γιατί χαλιέσαι;»

Ό,τι και να λέω στον καθρέφτη μου, εκείνος έχει έτοιμη την απάντηση. Μάλλον το αντίθετο, ε; Ό,τι μου λέει ο καθρέφτης, εγώ έχω έτοιμη την απάντηση…

Βρε, τι έχω πάθει… Οι ορμόνες έχουν τρελαθεί. Η έλλειψη του επιβήτορα έχει χτυπήσει κόκκινο, σήμα κινδύνου και μ’ έχει χτυπήσει κι εμένα κατακέφαλα. Γιατί, αλήθεια, δεν έχω στεριώσει με κανένα; Γιατί δεν έχω γίνει απαραίτητη σε κανένα; Τι φταίει και τις πταίει κι ευθύνεται;

 Σιγά μην αναλωθώ σε τέτοιες ερωταπαντήσεις… Και τι έγινε, δηλαδή; Δε θα κάνω παιδί. So what, που λένε και οι φίλοι μας; Κουτσάθηκε ο γάιδαρος απ’ τ’ αφτί; που λέγαν οι δικοί μας παλιά… Ή «έχασ’ η Βενετιά βελόνι»…

Να κι οι παροιμίες, για να μου φτιάξουν τη διάθεση… Και υπάρχουν μπόλικες από δαύτες… Έχω και μπορώ ν’ απαριθμήσω ουκ ολίγες…

Ε, λοιπόν, βλέπω το μέλλον πολύ χαμογελαστό. Ναι, ναι, χαμογελαστό. Αρχικά, θ’ αποφύγω όλες αυτές τις αδιαθεσίες μιας εγκυμοσύνης. Ύστερα, δε θα γίνω σα βαρελάκι και δε θα χαλάσει το σώμα μου. Δε θα πονέσω κιόλας… Αυτό πού το πας; Τρίτον, δε θα έχω τις στενοχώριες, τις αϋπνίες, τα ξενύχτια, τις σκοτούρες, τα προβλήματα και τα έξοδα που κουβαλάει ένα παιδί από την ώρα της σύλληψης, μέχρι και την ώρα που θα κλείσω εγώ τα δικά μου μάτια και θα οδεύσω εις τόπον χλοερόν… Και το άλλο; Επιπλέον, δε θα διαιωνίσω το είδος μου… Άλλωστε, πάντα δε λέω πως ο Θεός, μετά που έφτιαξε εμένα, έσπασε το καλούπι; Να, λοιπόν, κι η απάντηση.

«Μα δεν θα έχεις κάποιον στην ανάγκη σου, στα γεράματά σου, να σου προσφέρει ένα ποτήρι νερό, βρε αδερφέ…»

«Χα χα! Για σκέψου! Για δες γύρω σου πόσα γερόντια βρίσκονται ολομόναχα κι ας έχουν δυο και τρία παιδιά; Για κάνε μια βόλτα στα νοσοκομεία, στα γηροκομεία, ακόμη-ακόμη και στα νεκροταφεία… Να δεις μοναξιές, να χαρεί το μάτι σου… Άσε με, λοιπόν, με τις αμπελοφιλοσοφίες. Άλλωστε, μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας πεθαίνουμε… Αυτό, δα, μας έλειπε, να παίρνουμε και τους άλλους μαζί μας…»

Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ…

«Βρε, δε με παρατάς κι εσύ; Τι χτυπάς; Κοίτα μη σε χαλάσω και σε πετάξω στα σκουπίδια. Τικ-τακ και στα μούτρα σου. Σταμάτα πια να χτυπάς. Όσο και να τρελαίνεσαι, τον εγωισμό σου δεν πρόκειται να σου τον τροφοδοτήσω και να τον ικανοποιήσω. Κατάλαβες; Χτύπα όσο θέλεις. Θα κλείσω τα αφτιά μου κι εγώ, σαν τον Οδυσσέα με τις σειρήνες και δε θα σε ακούω. Και να σου πω και κάτι; Αμάν πια. Τι πρέπει να σου πω, για να καταλάβεις πως πέταξε το πουλί, πέρα, στην πλευρά την αντικρινή, που λέει και το άσμα; Κι ύστερα, ξέρεις πόσα παιδιά παρατημένα, ορφανά, που τα έχουν εγκαταλείψει απαξάπαντες, υπάρχουν στον κόσμο; Αυτά είναι που έχουν περισσότερο την ανάγκη της αγάπης και της στοργής. Αυτά θέλουν μια αγκαλιά για να κουρνιάσουν, να νοιώσουν ασφάλεια, να νοιώσουν ότι κάπου ανήκουν, πως κάποιος νοιάζεται και για κείνα… Σταμάτα, λοιπόν, να χτυπάς, γιατί δεν θα σου δώσω σημασία. Συνεννοηθήκαμε; Μέχρι εδώ ήταν τα ψωμιά σου, που λέγαν κι οι παλιοί, οι δικοί μας παλιοί. Άντε, μπράβο…»

 «Τικ – τακ, τικ… τακ, τακ…, τακ…, τακ…………»

Ίσως σας αρέσει και

5 Σχόλια

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    28 Ιανουαρίου 2017 at 22:47

    Βιολογικό ρολόι – πόσο είναι τάχα αληθινό;

    • Αθηνά Μαραβέγια
      29 Ιανουαρίου 2017 at 18:17

      Καλησπέρα κι ευχαριστώ!!!!!!!!!
      Δεν είναι αληθινό;;; Και ειδικά, όταν φτάνουμε στα πρώτα -άντα……….
      Καλή συνέχεια και καλή βδομάδα!!!!!!!!!!!

  • Λένα Μαυρουδή Μούλιου
    28 Ιανουαρίου 2017 at 22:53

    ΈΝΑ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ κείμεν ο όπως όλα άλλστε της Αθηνάς Μαραβέγια με πικρές αλήθειες και γραμμένο με φρεσκάδα και χιούμορ

    • Αθηνά Μαραβέγια
      29 Ιανουαρίου 2017 at 18:19

      Λένα μου, ευχαριστώ σε, όχι μόνο για τα καλά σου λόγια, μα και για πολλά άλλα, που ξέρεις ΕΣΥ!!!!!!!
      Φιλιά κι από δω και καλή μας βδομάδα!!!!!!!!!!!!!

  • Μαριάννα Γληνού
    29 Ιανουαρίου 2017 at 19:05

    Ε, Αθηνά! Καλύτερα “φταίει” ή πταίει”, παρά φτύνει! Μην ακούς τα ρολόγια! άστα τα τρελαμένα! Ο χρόνος σχετικός! Είσαι νινί ακόμα!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη