«Τζόναθαν Κόοου», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Τζόναθαν Κόοου / Μικρό βιογραφικό

Ο Jonathan Coe γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961. Σπούδασε φιλολογία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Γουόρικ (αντικείμενο της διατριβής του αποτέλεσε το έργο του Henry Fielding, “Tom Jones”). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ και εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός, συνθέτοντας τζαζ, και ως δημοσιογράφος, διατελώντας τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας “The Guardian” και κριτικός κινηματογράφου του “New Statesman”. Για το βιβλίο του “Μέση Αγγλία” τιμήθηκε με το Prix du Livre Europeen (2019).

Αναλύοντας τον Κόου – Συγγραφικό ισοζύγιο

Άλλος ένας εξαιρετικός εκπρόσωπος της  Βρετανικής σχολής που όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν οι συγγραφείς της προσηλώνονται περισσότερο στους χαρακτήρες και τα ψυχολογικά προφίλ αυτών, τοποθετώντας σε δεύτερο πλάνο την πλοκή και την εξέλιξή της. Ο Κόου είναι μοναδικός στο να αποτυπώνει στο χαρτί το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι στη Βρετανία,  με ένα σαρκασμό και ένα υποδόριο φλεγματικό χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα. Αφηγηματικά είναι λεπτολόγος με δικές του συμβάσεις και τεχνικές. Με περίσσεια αυτοπεποίθηση δημιουργεί ιστορίες ογκώδεις με πολλούς χαρακτήρες, δεν μαζεύει την πλοκή ούτε μαζεύεται ο ίδιος, πλατειάζει κάποιες φορές επικίνδυνα ώσπου καταφέρνει στο τέλος κατά ένα μαγικό τρόπο να μας παραδίδει έργα σφριγηλά και συμπαγή, κάνοντάς μας συμμέτοχους στη μυθιστορηματική του τρέλα.

Τα πολλά μπρος-πίσω στο χρόνο, οι εναλλαγές πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, η ανάπτυξη ενός Bildungsroman (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) ακολουθώντας στην τριλογία του από τη «Λέσχη των τιποτένιων» μια παρέα  εφήβων από το σχολείο έως και τα fifty τους με τη «Μέση Αγγλία» και το Brexit, είναι μερικά από τα συγγραφικά ακροβατικά του, που σχεδόν πάντα του βγαίνουν και δεν απογοητεύει. Έχουν και μουσική τα έργα του (Genesis, Yes κ.α.) καθότι και αυτός μουσικός και λάτρης της μουσικής.

Ο Κόου είναι ανήσυχος πολιτικά και κοινωνικά συγγραφέας. Αγωνιά να αποτυπώσει στο χαρτί ό,τι τον «τσιγκλάει» χωρίς πολλές φορές να περιμένει να κάτσει η σκόνη, χάνοντας πόντους, όπως για παράδειγμα το θέμα του Brexit στη Μέση Αγγλία, που το πιάνει αποσπασματικά, βάζοντας ως πρωταγωνιστές τους μεγαλωμένους έφηβους της Λέσχης των Τιποτένιων. Άλλες φορές, πάνω στο συγγραφικό του λαχάνιασμα να αφηγηθεί πολλά με πολλούς ήρωες, ξεχνάει και εξαφανίζει ως άλλος Μάικ Λαμάρ κάποιους, όπως ο Naheed στη Μέση Αγγλία.

Κάποιες άλλες ξεχνάει να βάλει τελεία, όπως στη «Λέσχη» κατέχοντας το ρεκόρ στη Βρετανική λογοτεχνία με τη μεγαλύτερη πρόταση 14.000 λέξεων (περίπου 50 σελίδων). Εκεί όμως που πραγματικά δεν έχεις λόγια και είσαι σαστισμένος είναι στο «Πλιάτσικο», έναν λογοτεχνικό «αχταρμά» με σάτιρα, αστυνομικό μυστήριο, τρόμο και μαύρο χιούμορ. Εκεί ο Κόου έχει στριμώξει κριτική για το Θατσερισμό, μιλάει για κινηματογράφο, ζωγραφική, την τρελή θεία Tabitha που προσλαμβάνει ένα βιογράφο, τον Σαντάμ Χουσείν και τον πόλεμο στον κόλπο, τον Γιούρι Γκαγκάριν, τη σοκολάτα Twirl, διατροφικά σκάνδαλα με την εκτροφή ζώων, έρωτα, σασπένς και ένα φινάλε που θέλεις να τον προπηλακίσεις από τα νεύρα σου (εξαιρετικό το επίμετρο της Σώτης σε αυτό το βιβλίο).

Τρελά τα σενάρια του Κόου, κάπως στημένα και χωρίς αφηγηματική ώθηση, με ανισόρροπη αρχιτεκτονική, οι ήρωες σχεδόν πάντα καρικατούρες, λόγος αλλού μαγικός αλλού βαρετός, συλλογή στερεοτύπων της Αγγλίας από το 1980 και μετά. Πανούργος, οξυδερκής, υφαίνει μεν περίεργα τον ιστό της αφήγησής του αλλά βρίσκει πάντα τον τρόπο να περνάει βαρυσήμαντα μηνύματα και οδυνηρές αλήθειες για το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα των κρατών της Δύσης (όχι μόνο της Βρετανίας).

Μαέστρος στην ανάδειξη των κοινωνικών αδιεξόδων, με βαρύ ιδεολογικό φορτίο όλα του τα έργα, με καταγγελτικό λόγο, με δικές του επινοήσεις και με τον «κακό του τον καιρό» σαν ατμόσφαιρα, μουντό και πολύ Βρετανικό.

Σας μπέρδεψα; Μπερδεύτηκα και εγώ. Χωρίς ισοζύγιο ο Κόου. Ούτε θετικό ούτε αρνητικό.

 

 

Υ.Γ.: Απρόσεκτες και κατώτερες του επιπέδου του συγγραφέα οι μεταφράσεις στα Ελληνικά, με σύγχυση -σε πολλά σημεία- στη σωστή ερμηνεία των αγγλικών ιδιωματισμών, με συνέπεια την αλλοίωση νοημάτων. Ολόκληρος ο τίτλος του “The Terrible Privacy of Maxwell Sim” μεταφράζεται σε «Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ»;!

Παραδείγματα και από το «Τι ωραίο πλιάτσικο»: Στο σκάκι Knight δεν λέμε τον ιππότη αλλά το άλογο. Το  «μετακίνησε τον ιππότη του»  έπρεπε να είναι «μετακίνησε το άλογό του». Επίσης η τηλεοπτική σειρά  Boobs at ten, παραπέμπει σε ταινία πορνό (ελεύθερη μετάφραση Βυζιά στις 10), που θα παίξει στις 10 το βράδυ. Η μεταφράστρια γράφει «Αποβλάκωση στις 10».

 

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

  

ΤΙ ΩΡΑΙΟ ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ

Τη Βρετανία που ανέδειξε τη Μάργκαρετ Θάτσερ ως σύμβολο ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα, περιγράφει ο Κόου. Το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» περιλαμβάνει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα – για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο: τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράζονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ’ ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο, […] όπου “κατεστημένο” είναι η αδυσώπητη οικονομική εξουσία.
Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από την Μύριελ Σπαρκ: “Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί…”. Αυτό υποστηρίζει ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι. (ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, από το επίμετρο της έκδοσης)

 

 

Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΤΙΠΟΤΕΝΙΩΝ

«Η λέσχη των τιποτένιων» είναι μια κεφάτη κωμωδία, για έφηβους μαθητές που περνάνε καλά και για ενήλικους που περνάνε χάλια. Ένα μυθιστόρημα στο οποίο το προσωπικό και το πολιτικό διασταυρώνονται ξαφνικά και αναπάντεχα. Η καταγραφή μιας εποχής στην οποία ο ρατσισμός και η πάλη των τάξεων αφορούσαν εξίσου ένα εργοστάσιο και μια σχολική αίθουσα. Έξυπνο, δηκτικό και παράξενα ρομαντικό, προσεγγίζει τη δεκαετία του 1970 με τον τρόπο που το κλασικό μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου «Τι ωραίο πλιάτσικο!» προσέγγιζε τη δεκαετία του 1980. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

ΜΕΣΗ ΑΓΓΛΙΑ

Η “Μέση Αγγλία” ξεκινά το 2010 στο Μπέρμιγχαμ -όπου το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο αλλάζει ραγδαία, καθώς τα άλλοτε ακμάζοντα εργοστάσια αυτοκινήτων έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μαζικά εμπορικά κέντρα-, περνάει από το Λονδίνο, όπου οι πολιτικές ταραχές παραδίδουν τη σκυτάλη στον πυρετό των Ολυμπιακών Αγώνων, και φτάνει έως το σήμερα. Συναντάμε τους νιόπαντρους, τον Ίαν και τη Σόφι, οι οποίοι διαφωνούν για το μέλλον της χώρας και, ενδεχομένως, για το μέλλον της ίδιας τους της σχέσης τον Νταγκ, τον πολιτικό σχολιαστή που γράφει παθιασμένα άρθρα για τη λιτότητα από την έπαυλή του στο Τσέλσι, και την επαναστάτρια έφηβη κόρη του που δεν είμαστε σίγουροι αν η στράτευσή της στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη οφείλεται στις πεποιθήσεις της ή σε μια αόριστη εξεγερσιακή διάθεση τον Μπέντζαμιν Τρότερ που, μεσήλικας πια, προσπαθεί επιτέλους να γράψει το μεγάλο μυθιστόρημα που τον κατατρύχει από τη νιότη του, και τον πατέρα του τον Κόλιν, που η τελευταία του επιθυμία πριν πεθάνει είναι να ψηφίσει στο δημοψήφισμα υπέρ του Brexit. Ένα δημοψήφισμα που έφερε στην επιφάνεια τον πολιτικό αμοραλισμό, τη μισαλλοδοξία και τις οξυμμένες κοινωνικές και φυλετικές εντάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με όνειρα που διαψεύστηκαν και ρομαντικές εμμονές που ξεθώριασαν, συμβιβασμένοι με πιο κοινότοπες επιλογές. Γάμοι διαλύονται, γονείς πεθαίνουν, παιδιά επαναστατούν, ενώ ο κόσμος, όπως δείχνει ο συγγραφέας, πάει κατά διαβόλου. Ο Jonathan Coe, παθιασμένος παρατηρητής, πότε συναισθηματικός, πότε σατιρικός και κυνικός, αναδεικνύει τα αδιέξοδα των ηρώων του και της κοινωνίας στην οποία ζουν, αφηγείται αριστοτεχνικά τις παράλληλες ιστορίες τους και προβληματίζεται, για μία ακόμα φορά, πάνω στην έννοια της «βρετανικότητας». Παρακολουθούμε την ιστορία της σύγχρονης Αγγλίας, μια ιστορία νοσταλγίας και αυταπάτης, σύγχυσης και ασυγκράτητης οργής, σε ένα μυθιστόρημα για τους νέους, παράδοξους και δύσκολους καιρούς μας. Στη “Μέση Αγγλία” βρίσκουμε ξανά τους ήρωες της “Λέσχης των τιποτένιων” και του “Κλειστού κύκλου”, αρκετά χρόνια μετά, παρακολουθώντας την εξέλιξή τους και τη συνάντησή τους με καινούργια πρόσωπα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

Η συγγραφή δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον βιοπορισμό. Για κάποιους από εμάς, τους πολύ τυχερούς, αυτό είναι απλά μια ευτυχής εξέλιξη. Το γράψιμο είναι σαν ψυχαναγκασμός για μένα, το κάνω από τότε που ήμουν περίπου οχτώ ετών. Για να το πω απλά, όταν δεν γράφω είμαι δυστυχής. Θα συνεχίσω λοιπόν να γράφω για όλη μου τη ζωή, είτε με διαβάζει κανείς είτε όχι.

 

Σίγουρα θα προτιμούσα τη ζωή του μουσικού. Η μουσική είναι πολύ πιο δυνατός και ευθύς τρόπος έκφρασης, γιατί βρίσκεται εκτός της γλώσσας που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε. Δυστυχώς δεν είχα ποτέ το απαραίτητο ταλέντο. 

 

Με συναρπάζει η αποτυχία. Μερικές φορές μοιάζει να είναι το μοναδικό θέμα αντάξιο ενός μυθιστοριογράφου.

 

Όταν δεν μπορείς να κοντρολάρεις ή να βελτιώσεις μια κατάσταση και θέλεις τουλάχιστον να την εμποδίσεις να γίνει αφόρητη, δεν έχεις άλλο τρόπο παρά να γελάς μ’ αυτήν.


[Πηγή φωτογραφίας: bookpress.gr]


[Τόλης Αναγνωστόπουλος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη