«Τζον Φάντε», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Τζον Φάντε / Μικρό βιογραφικό

Γεννήθηκε στην πολιτεία Κολοράντο το 1909 έχοντας ιταλικές ρίζες. Παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και στο κολλέγιο της πόλης Λονγκ Μπητς της Καλιφόρνιας. Σε ηλικία είκοσι τριών ετών δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα στο μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικό The American Mercury. Ακολούθησαν πλήθος διηγημάτων. Το 1939 δημοσίευσε  το καλύτερο ίσως μυθιστόρημά του με τον τίτλο Ask the Dust [Ρώτα τον άνεμο]. Ακολούθησαν συλλογή διηγημάτων, μυθιστόρημα και  κινηματογραφικά σενάρια. Το 1955 προσεβλήθη από διαβήτη με σοβαρές επιπλοκές.  Πέθανε στις 8 Μαΐου του  1983 σε ηλικία 74 ετών. Υπήρξε ο αγαπημένος μυθιστοριογράφος του Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Αναλύοντας τον Φάντε – Συγγραφικό ισοζύγιο

Ένας oldfashioned αμερικάνος λογοτέχνης εκπρόσωπος του βρώμικου ρεαλισμού, που ανακάλυψε ο μέγιστος Κάρβερ και ανακήρυξε θεό ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι. Κατά την προσωπική μου άποψη η κοφτή του γραφή προσομοιάζει περισσότερο στου Κάρβερ, με μόνη διαφορά το ανοικτό τέλος που επιλέγει ο κορυφαίος διηγηματογράφος, ενώ ο Φάντε τηρεί την πεπατημένη του κανονικού δρόμου με κανονικό τέλος. Όσον αφορά τον Τσαρλς, ενώ απουσίαζε η υπερβολή από τα γραπτά του εν τούτοις στην εκφορά του λόγου του, ειδικά για συναδέλφους, την εξασκούσε είτε επρόκειτο για ευμενή είτε για δυσμενή γνώμη.

Πάμε να δούμε όμως τα βασικά γνωρίσματα αυτού του συγγραφέα. Καταρχάς ο Φάντε είναι πολύ ειλικρινής συγγραφέας, έχει αμεσότατη και καθαρή γραφή, μεγάλη συγγραφική ενέργεια και δημιουργεί εξαιρετική ατμόσφαιρα στα έργα του. Ειδικά το τελευταίο είναι πολύ έκδηλο στο εξαιρετικό μυθιστόρημα «Ρώτα τη σκόνη», όπου σχεδόν νιώθεις στο στόμα σου την άμμο από τις παραλίες του Λος Άντζελες, την αύρα της θάλασσας, το θρόισμα των φύλλων των φοινικόδεντρων, ενώ παράλληλα στραβώνεσαι από  τα φώτα που αναβοσβήνουν στα κλαμπ της πόλης.  Δεν κάνει εξυπνάδες ούτε πετάει πυροτεχνήματα στην αφήγηση, έχει όμως το χούι να κάνει σκαμπανεβάσματα, τα οποία πάντως δεν ενοχλούν την ανάγνωση.

Πρώτος από όλους εισάγει το alter ego του, τον Αρτούρο Μπαντίνι, για να ακολουθήσει ο Μπουκόφσκι με τον Χένρι Τσινάσκι. Ο ήρωάς του είναι εμμονικός, έχει και αυτός τεστοστερόνη, χαμηλό ορίζοντα και μικρές προσδοκίες στη ζωή, αλλά σου βγάζει μια τρυφερότητα και ευαισθησία. Ο Φάντε τον ξεγυμνώνει τελείως μπροστά στο αναγνωστικό κοινό, δεν έχει καμία διάθεση να τον προστατέψει και να κρύψει έστω κάποια από τα πολλά αρνητικά του στοιχεία. Όπως και με όλους τους ήρωες στα έργα του. Είναι καταθλιπτικοί, αρνητικοί. Απογοητευτικοί με μία λέξη. Είναι όμως και χαρακτήρες που προσπαθούν και ελπίζουν παρά τη μαυρίλα και την καταχνιά που τους περιβάλλει. Άτομα του περιθωρίου, που βλέπουν τους περισσότερους γύρω τους να κυνηγούν το αμερικανικό όνειρο. Αυτοί όμως μένουν πιστοί στο πλάνο (ή στο μη πλάνο) για λίγα φτηνά, αρκούντος ρομαντικά όμως κυνήγια. Όπως ο Μπαντίνι στο «Ρώτα τη σκόνη», που με ελάχιστα λεφτά στην τσέπη και μία γραφομηχανή θα παλέψει για το όνειρό του να γίνει συγγραφέας ή ο Χένρι Μολίσε του «Ο σκύλος μου ο ηλίθιος», που θέλει να τα παρατήσει όλα για να βρεθεί με μια μελαχρινή ύπαρξη στην Piazza Navona στη Ρώμη και να τρώει καρπούζια.

Είναι αλήθεια ότι ο Φάντε δεν προβαίνει σε καμία ενδελεχή ψυχολογική ανάλυση των ηρώων του, τους οποίους και  περιφέρει στους χώρους της πλοκής χωρίς ηθική πυξίδα και οργανωμένο σχέδιο. Έχουν ατυχήσει, δεν στεριώνουν πουθενά, κινούνται όμως στο όριο του ρεαλισμού, ωμού μεν, αλλά ρεαλισμού. Το στοιχείο δηλαδή που απουσιάζει από την Αμερική εκείνης της περιόδου, που έχει μπει σε ένα ανηλεές και ατέρμονο παιχνίδι υλισμού και επιδίωξης του περισσότερου και του καλύτερου μέχρι να τη χτυπήσει η μεγάλη οικονομική κρίση και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ενώ λοιπόν η πλειοψηφία των Αμερικανών τα βάζει με τους άλλους,  οι ήρωες του Φάντε τα βάζουν με τον εαυτό τους και  τους εσωτερικούς τους δαίμονες.

Μην ξεχάσω να αναφέρω και τις μοναδικές μεταφράσεις του  Γιάννη Λειβαδά, που αποτελεί τον βασικό ιστορικό της μπητ γενιάς και τον πιο διαβασμένο στα έργα των δημιουργών της. Γιατί ο Φάντε θεωρείται από τους πρόδρομους της μπητ λογοτεχνίας, αν και τα γραπτά του δεν έχουν πολλά από τα στοιχεία αυτής της τρελούτσικης παρέας (βλέπε Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ).

Χωρίς πολλά-πολλά, θετικό το πρόσημο για τον Φάντε. Αυτό φτάνει. Οι συγκρίσεις με Κάρβερ και Μπουκόφσκι κατά την άποψή μου είναι αδόκιμες, υπερβολικές, και περισσότερη αίγλη τού αφαιρούν παρά του προσδίδουν, από αυτή που σίγουρα έχει ως σχετικά πρωτοπόρος στην εποχή του.

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

 

ΡΩΤΑ ΤΗ ΣΚΟΝΗ

Το “Ρώτα τη σκόνη” κυκλοφόρησε το 1939, κατά τη διάρκεια δηλαδή της μεγάλης οικονομικής ύφεσης. Ο κεντρικός του ήρωας, Αρτούρο Μπαντίνι, alter ego του Τζον Φάντε, είναι ένας νεαρός Ιταλο-Αμερικανός από το Κολοράντο, που αγωνίζεται να τα καταφέρει ως συγγραφέας ζώντας στο Λος Άντζελες. Ο Αρτούρο Μπαντίνι, αδέκαρος, ταλαίπωρος και συμπλεγματικός, διανύει μια μάλλον ασυνήθιστη πορεία προς το δημιουργικό φως, με φόντο τις κοινωνικές και ψυχικές αντιθέσεις στην Πόλη Των Αγγέλων, όπου βασιλεύουν οι φρεναπάτες και οι παραλογισμοί ανάμεσα στον ναρκισσευόμενο πλούτο και την καταναγκαστική φτώχεια.
Ο Μπαντίνι ερωτεύεται μια νεαρή Μεξικάνα σερβιτόρα, και μέσω αυτής της σχέσης αναδεικνύονται ψυχολογικές και πολιτισμικές εντάσεις οι οποίες, όντας εμπρηστικές, οδηγούν την πλοκή σε έναν, διόλου συνηθισμένο για την εποχή, παρασυρμό, γεμάτο σαρκασμό και απόγνωση. Για τούτο ο Μπαντίνι καταφέρνει ως ήρωας να παραμείνει όρθιος και να είναι σημαντικός έως σήμερα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

Κάποτε είχε μεγάλες φιλοδοξίες από τον εαυτό του, αλλά τώρα, στα πενήντα πέντε του, ο Χένρι Μολίσε αισθάνεται ξοφλημένος. Τα βιβλία του δεν πουλάνε, τα σενάριά του απορρίπτονται, λεφτά δεν βγάζει. Η γυναίκα του κλείνεται με τις ώρες στο μπάνιο και δεν θέλει να του μιλήσει, ενώ τα τέσσερα αχάριστα βλαστάρια του, όχι μόνο τον περιφρονούν, μα κι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πατρική εστία. Ταλαντευόμενος μεταξύ κυνισμού και αυτοοικτιρμού, ο Χένρι Μολίσε θέλει να τα παρατήσει όλα και να πάει στη Ρώμη, στην Πιάτσα Ναβόνα, να τρώει καρπούζια, παρέα με μια μελαχροινούλα. Και τότε, αναπάντεχα, ένας τεράστιος, εκκεντρικός σκύλος εγκαθίσταται με το στανιό στο σπίτι και δεν λέει να ξεκουμπιστεί.
Μασκαρεμένη σαν μια βέβηλη κωμωδία, η νουβέλα αυτή είναι μια σπουδή στην ανδρική ψυχή – της διχασμένης της ανάγκης για επιβεβαίωση και αγάπη, μαζί με το φόβο της για την αποτυχία και τη μοναξιά.

“Το κακόμοιρο το πλασματάκι, παρέα ήθελε” είπε η Χάριετ. Τότε είδαμε το καρότο. Το είδαμε όλοι ταυτόχρονα, να φεγγοβολά σαν φλόγιστρο. Το είδε και ο Κολπ. Ο Κολπ έκανε να σηκωθεί. Αυτό δεν άρεσε του σκύλου, κι ακούστηκε ένα γρύλισμα, τα δόντια φάνηκαν, και το σκυλί ξαφνικά βρέθηκε από πάνω από τον Κολπ, πατώντας του την πλάτη, τα άγρια δόντια πάνω απ’ το λαιμό του νεαρού άνδρα, απειλητικά, δείχνοντάς του ότι έπρεπε να μείνει ακίνητος, να υποταχθεί ειρηνικά, όσο το καρότο χτυπιόταν πάνω στο τζιν του. Ζαπ ζαπ ζαπ! Ο Κολπ έμεινε ακίνητος, με το μεγάλο αφρισμένο στόμα του σκυλιού πάνω απ’ το πρόσωπό του.
Η Τίνα τσίριξε, η Χάριετ κάλυψε τα μάτια της και φώναξε “Ω Θεέ μου!”. Εγώ παρακολουθούσα το σκηνικό εκστασιασμένος. Κράτησε περίπου πέντε δευτερόλεπτα. Με το που ακούμπησε το καρότο τη σκληρή υφή του τζιν απογοητεύτηκε και γρήγορα υποχώρησε στο θηκάρι του. Ζοχαδιασμένος ο σκύλος κατέβηκε απ’ τον Κολπ κι άρχισε να περιφέρεται στην κουζίνα.” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

ΤΟ ΟΡΓΙΟ

Κολοράντο, μέσα της δεκαετίας του ’20. Ο Νικ Στεφανίνι ξεκίνησε απλός χτίστης, αλλά δούλεψε πολύ στη ζωή του κι έχει πια γίνει εργολάβος με δικό του συνεργείο. Είναι πατέρας τριών παιδιών, νοικοκύρης, προκομμένος. Ώσπου μια μέρα ένας εργάτης του, ο Φούριας, πιάνει την καλή στο χρηματιστήριο και κάνει ένα απίστευτο δώρο στον Νικ: ένα ανεκμετάλλευτο χρυσωρυχείο. Ο Νικ συνεταιρίζεται με τον Φρανκ Γκαλιάνο, που ξέρει από ορυχεία αλλά δεν πιστεύει στον Θεό, κι οι δυο μαζί αρχίζουν τη σκληρή δουλειά. Ω, πόσο θ’ αλλάξει η ζωή της οικογένειας Στεφανίνι! Θα ζήσουν σ’ έναν πύργο, θα έχουν υπηρέτριες, μπάτλερ και σοφέρ! Κανένας δεν είναι τόσο ενθουσιασμένος όσο ο αφηγητής μας, ο δεκάχρονος γιος του Νικ, που βιάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άντρας. Όταν όμως μια μέρα ανεβαίνει στο ορυχείο να δει την πρόοδο των εργασιών, τον περιμένει μια τρομερή έκπληξη… Μια κωμωδία γεμάτη ζωή για το οδυνηρό τέλος της παιδικής αθωότητας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

 

Και για το τέλος:

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

«Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στους ανθρώπους είναι η πικρία. Και όλοι γίνονται τόσο πικροί».

«Τι πρέπει να κάνω λοιπόν; Πρέπει μήπως να τεντώσω τα χείλη μου στον ουρανό με μια γλώσσα που θα κεκεδίζει και θα τραυλίζει από φόβο; Πρέπει μήπως να γυμνώσω το στήθος μου και να το βαράω σαν κανένα τύμπανο για να τραβήξω την προσοχή του Χριστού μου; Ή θα ’ταν καλύτερα και πιο λογικό να κάνω το κορόιδο και να προχωρήσω παρά πέρα;»

 


[ Πηγή φωτογραφίας: domabooks.gr]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη