«Τα σημειώματα», ένα διήγημα της Λιάνας Μιχελάκη

Έτρεχε με λαχτάρα στην πλαγιά του λόφου. Ήθελε, οπωσδήποτε, να προλάβει την ανατολή του ήλιου. Μια ίβιδα πέταξε από μία δαμασκηνιά του λόφου, σχίζοντας με τις φτερούγες της τον αιθέρα. Το θεώρησε καλό οιωνό το πέταγμα του πουλιού. Εκείνη ήθελε μόνο να προλάβει, προτού ο ήλιος στείλει το χρυσάφι του στη γη.

Τα κατάφερε. Έφτασε λαχανιασμένη στη χιονισμένη την κορφή. Χιόνι λευκό και καθάριο, σαν τις αξίες των προγόνων της, που εδώ και χρόνια κοιμούνται λησμονημένες στα έγκατα της γης. Εκείνη κάθισε, χωρίς κάποιον ενδοιασμό, πάνω στο λευκό μανδύα του χιονιού κι έβγαλε από την τσέπη της τρία σημειώματα. Ένα για  τη Σελήνη, ένα για τον ήλιο και ένα για τον εαυτό της.

Άρχισε να διαβάζει φωναχτά: «Σελήνη, δύναμη του σκότους, που εξουσιάζεις τις απόκρυφες δυνάμεις του νου, τις πιο μύχιες σκέψεις του ανθρώπου και απλώνεις το μαύρο πέπλο σου στην αγαθή καρδιά κάθε έμβιου όντος, άνοιξε την αγκαλιά σου και θάψε σε αυτήν τις δυνάμεις που ορίζουν το κακό».

Στη συνέχεια ξεδίπλωσε το δεύτερο σημείωμα, διαβάζοντας πάλι φωναχτά: «Ήλιε, Αυτοκράτορα της πλάσης,  Βασιλιά του φωτός, σκόρπισε το χρυσάφι σου στον κόσμο, μοίρασε σε κάθε πλάσμα μία χρυσή καρδιά, να φωτίζει αυτή τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων. Δώρισε το χρυσό σου το χαμόγελο στους ανθρώπους. Προίκισε με φτερούγες την κάθε σκέψη μας, ώστε κάθε φορά, που αυτή σκοτεινιάζει, να ανοίγει τα φτερά της και να σε συναντά. Δώσε μας όνειρα να κρατηθούμε γερά και να ταξιδέψουμε μαζί τους σε κάθε σημείο της γης. Ζέστανε το χώμα, που έθαψαν βαθιά οι πρόγονοι μας τις αξίες τους, ώστε να ανθίσουν τα λουλούδια της αγάπης, της ειρήνης και της αδελφοσύνης. Στρέψε το χρυσό σου βλέμμα προς τα εμάς…»

Έπειτα έβγαλε από το κεφάλι τη λευκή κορδέλα, που φορούσε και την πέταξε ψηλά. Ήθελε τα μαλλιά της ελεύθερα, ήθελε ελεύθερα να σκέφτεται, προτού διαβάσει το τρίτο σημείωμα. Το δικό της σημείωμα, που έγραψε με το μελάνι της καρδιάς της. Τα φύλλα της δαμασκηνιάς, στον κορμό της οποίας ακουμπούσε απ’ όταν έφτασε στο λόφο, άρχισαν να θροΐζουν… Είχε έρθει η ώρα…

Άρχισε να διαβάζει πάλι φωναχτά: «Αξίες των προγόνων μου, σαν σπόρος πολύτιμος στης γης τη ζεστή την αγκάλη κοιμάστε. Μέσα στο σπόρο αυτό κουρνιάζει εδώ και χρόνια το δέντρο της παρελθούσας ιστορίας μου. Ρίζες μπλεγμένες, το λαβύρινθο της ζωής μου σημαίνουν. Κλαδιά μακριά, σαν χέρια μαζεμένα και σφιχτοδεμένα, που μάταια αναζητούν να αγκαλιάσουν το αντικείμενο του πόθου. Πέρδικας τραγούδισμα κρατά σφαλιστά τα πέταλα των λουλουδιών σου. Καθάριο της βροχής νερό ξεπλένει τους ιστούς σου. Ανάσα του ήλιου, σαν κουβέρτα ζεστή, απλώνεται πάνω σου τις κρύες μέρες του χειμώνα. Βαθιά κοιμάσαι, χρόνια τώρα, στον κόρφο της γης. Εγώ σε προσμένω καρτερικά να ξεπροβάλλεις απ της γης το μανδύα και να αγκαλιάσω τον κορμό σου μες στη θαλπωρή των φύλλων σου. Δέντρο, μοναδικό, της ιστορίας μου κι αυτήν την άνοιξη θα σε προσμένω. Θα σε προσμένω με των χελιδονιών τον ερχομό. Εδώ θα είμαι, στο λόφο πάνω με τις ανθισμένες δαμασκηνιές, για να δω να ξεπροβάλλεις απ’ της γης το σκοτάδι, έξω στον γαλανό τον ουρανό. Κοιμήσου τώρα, έχεις καιρό μέχρι το έναυσμα του ήλιου».

Ξάφνου, το πέταγμα της ίβιδας διέκοψε τον ειρμό της σκέψης της. Γονάτισε προσεκτικά στο χώμα, έσκαψε βαθιά με τα χέρια κι απέθεσε εκεί το σημείωμα στον σπόρο, τον θεματοφύλακα των αξιών του γένους της. Έπειτα, σηκώθηκε προσεκτικά, στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και πέταξε ψηλά τα δύο σημειώματα, το ένα για τη σελήνη και το άλλο για τον ήλιο. Παρακάλεσε και την πρωινή ίβιδα, σαν τα βρει, να μην αδιαφορήσει, μα να τα παραδώσει η ίδια εκεί που πρέπει. Είχε χρόνο μέχρι τον ερχομό του ήλιου….

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη