«Τα κύματα του Δούναβη (Β’ ΜΕΡΟΣ)», γράφει η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη   

Β’ ΜΕΡΟΣ

Τι ώρα πήγε γιατρέ; Είπα πολλά σήμερα, μου φαίνεται. Θα σε κούρασα κι εσένα. Αλλά με είχανε συγχύσει βλέπεις απ’ το πρωί. Πήγε η μέρα μου στράφι, αν εξαιρέσουμε την επίσκεψή μου εδώ.

Απόψε έχει πάλι το δεύτερο μέρος ενός ντοκιμαντέρ για τον Δούναβη. Δεν πρέπει να το χάσω. Να κοίτα, το έχω σημειώσει κι εδώ για να μην το ξεχάσω. Ό,τι με ενδιαφέρει το σημειώνω σ’ αυτό το μπλοκάκι. Τι να κάνω γιατρέ; Ξεφεύγει το μυαλό μου μ’ αυτόν τον τρόπο. Μ’ αρέσει να ταξιδεύω, έστω κι έτσι. Ξέρεις πόσα όμορφα μέρη υπάρχουν στον κόσμο; Πόσοι πολιτισμοί; Πόσες θρησκείες; Μαθαίνω πράγματα, ενημερώνομαι.

Έχω, όμως ακόμα, να σου εμπιστευτώ κάτι πολύ σημαντικό. Βλέπεις αν δεν έβγαζα το μπλοκάκι μου σίγουρα θα το ξεχνούσα. Θέλω να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη γιατρέ. Δε σου κρύβω πως το ενδεχόμενο του θανάτου με απασχολεί πολύ τελευταία. Τον φοβάμαι τον θάνατο. Θα μου πεις, ποιος δεν τον φοβάται; Αλλά εγώ έχω έναν λόγο παραπάνω. Φοβάμαι πως αυτή η μαλάκω η Ρουμάνα μπορεί να μας κάνει κακό ανά πάσα στιγμή. Έχει καμιά βδομάδα τώρα που έχει αλλάξει συμπεριφορά απέναντί μου κι αυτό με κάνει να υποπτεύομαι πολλά. Με ρωτάει τι καλό θέλω να μου ετοιμάσει, μου έφτιαξε κέικ με σοκολάτα, κρέμα καραμελέ κι αγόρασε και παγωτό, το έβαλε στην κατάψυξη για να μου το δίνει αυτή, λέει, κάθε απόγευμα. Παγωτό! Τ’ ακούς γιατρέ; Δε σου φαίνονται περίεργα εσένα όλα αυτά; Τις προάλλες πήγαμε να σκοτωθούμε για ένα παγωτό που της ζήτησα και τώρα μου αγόρασε ένα κιλό με διάφορες γεύσεις;

Μπορεί, σκέφτομαι, να της έχουν προτείνει οι άλλοι να μας ξεπαστρέψει. Και μένα και τον πατέρα. Μπορεί να σηκωθεί ένα ωραίο πρωί κι εκεί που θα μας ψήνει τον καφέ, να μας ρίξει μέσα και λίγο δηλητήριο για να μας στείλει κοντά στη μάνα μου μια ώρα αρχύτερα. Το θεωρείς απίθανο; Δε θυμάσαι εκείνη τη μουρλή πριν χρόνια, τη Φαρμακούλα, που έριξε στο τηγανόψωμο παραθείο κι εξολόθρευσε δυο οικογένειες; Το είχε μοιράσει στη γειτονιά για εκδίκηση και ισχυρίστηκε, μάλιστα, πως το μπέρδεψε με το αλάτι! Έτσι κι η δικιά μας. Θα την πληρώσουν για να το κάνει. Θα τη δελεάσουν με τα λεφτά τους και θα το κάνει. Και στο τέλος, θα ισχυριστεί κι αυτή πως το μπέρδεψε με τη ζάχαρη, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εμείς, στο μεταξύ, θα έχουμε αποδημήσει εις Κύριον. Και ποιος θα νοιαστεί μετά για μας, αναρωτιέμαι, για να εξιχνιάσει το έγκλημά της;

Σε μένα θα τα φορτώσουν όλα. Θα πούνε όλοι τους, πως αυτός ο παλαβός  δηλητηρίασε τον πατέρα του κι ύστερα αυτοκτόνησε. Σκευωρία ολόκληρη! Κατάλαβες γιατρέ; Γι’ αυτό διαδίδουν κι αυτές τις κακοήθειες εις βάρος μου. Για να μπορούν εύκολα μετά να δικαιολογήσουν το αποτρόπαιο έγκλημά τους. Εσύ, όμως, που ξέρεις όλη την αλήθεια, θέλω να επέμβεις. Να πας αμέσως στην αστυνομία και να τους βάλεις να ψάξουνε για πειστήρια. Να τους πεις, πως το κίνητρό τους ήταν να μου φάνε την περιουσία. Να τους κλείσουν στη φυλακή για όλο το υπόλοιπο της ζωής τους. Να ηρεμήσει κι εμένα η συγχωρεμένη η ψυχούλα μου. Κι ύστερα, όλη μου η περιουσία θα περάσει στα χέρια σου. Στο υπογράφω αυτό. Έχω σκοπό να ενημερώσω τον δικηγόρο μου σχετικά και να τ’ αφήσω όλα σε σένα, αν -ο μη γένοιτο- μου συμβεί κάτι κακό.

Αλλά, πρώτα, θέλω να μου υποσχεθείς πως θα μου κάνεις μια μεγάλη χάρη. Θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Είδα ένα ντοκιμαντέρ τις προάλλες για την αποτέφρωση των νεκρών και μου γυρίσανε τα μυαλά. Μετά μπήκα στο ίντερνετ για να ενημερωθώ σχετικά. Στη Γαλλία η αποτέφρωση νεκρών, λέει, επιτράπηκε με διάταγμα από το 1887! Το 2007 εκτιμάται ότι τα ποσοστά αποτέφρωσης στη Βρετανία, στην Ελβετία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία, στην Ισπανία, στη Νορβηγία και στη Δανία ξεπερνούν το 50%. Στην Ιαπωνία, μάλιστα, φτάνει το 99%! Το διανοείσαι; Στην Ελλάδα επιτράπηκε, λέει, το 2006 με την ψήφιση σχετικού νόμου η αποτέφρωση σε όσους το επιτρέπουν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Εντούτοις, δεν έχει προχωρήσει η υλοποίηση αυτής της νομικής πρόβλεψης, καθώς παραμένει σε εκκρεμότητα το ζήτημα της χωροθέτησης. Άκουσον άκουσον! Φαντάσου πόσα χρόνια πίσω είμαστε!

Κατάλαβες γιατρέ; Σε όλα πίσω εμείς οι φτωχοί οι Έλληνες. Κοίταξε τώρα δίλημμα που μας βάζουν. Σε όσους το επιτρέπουν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, λέει. Κι εγώ τι να κάνω τώρα, ρε φίλε, που πιστεύω στον Θεό κι η θρησκεία μας απαγορεύει την καύση; Να κάτσω να με φάνε τα σκουλήκια; Είναι απ’ τους χειρότερους εφιάλτες μου αυτός. Δεν ξέρεις πόσο με βασανίζει αυτή η σκέψη. Αλλά, αφού υπάρχει λύση, το αποφάσισα.

Χιλιάδες κόσμου, σου λέει, φεύγουν για τη Βουλγαρία κάθε χρόνο για να μπορέσουν να αποτεφρώσουν τους νεκρούς τους. Το κόστος της καύσης ενός νεκρού στη Βουλγαρία ξεκινά από τα 1500 ευρώ και φτάνει στα 2.500, ενώ αν γινόταν στη χώρα μας θα στοίχιζε τουλάχιστον τα μισά! Ταλαιπωρούν τον κοσμάκη! Τέλος πάντων, να μη σε ζαλίζω… Εμένα τα λεφτά μου μού φτάνουν άνετα και για τη Βουλγαρία. Αλλά κάποιος πρέπει να το διευθετήσει αυτό το θέμα, όπως καταλαβαίνεις, κι εγώ δεν έχω άλλον άνθρωπο από σένα. Εντάξει γιατρέ;

Μην ανησυχείς, θα σου εξηγήσω αναλυτικά τι πρέπει να κάνεις. Αν -ο μη γένοιτο- λοιπόν, μου συμβεί κάτι κακό, θέλω να μεταφέρεις τη σορό μου στη Βουλγαρία για αποτέφρωση. Κι ύστερα να σκορπίσεις τη στάχτη μου στον Δούναβη. Ο ποταμός αυτός διασχίζει δέκα χώρες! Θα ταξιδέψει τουλάχιστον η ψυχή μου… Τι λες; Θα ταλαιπωρηθείς λίγο, βέβαια, μιας και βρίσκεται ψηλά στα σύνορα της χώρας με τη Ρουμανία, αλλά μην ξεχνάς πως θα αποζημιωθείς αδρά για όλα αυτά.


Ακούστε το τραγούδι «Τα κύματα του Δούναβη»


Από τότε που είδα την ταινία του Αγγελόπουλου ‘’Το βλέμμα του Οδυσσέα’’ τον ερωτεύτηκα αυτόν τον ποταμό. Την έχεις δει; Με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ και τον Βέγγο. Έπαιζε κι ο ηθοποιός Τζιαν Μαρία Βολοντέ ο οποίος, μάλιστα, πέθανε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αντικαταστάθηκε μετά από κάποιον άλλον. Σπουδαία ταινία! Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία το 1995. Ο κεντρικός ήρωας, θέλοντας να ταξιδέψει λαθραία ως τη Γερμανία, επιβιβάζεται σε μια φορτηγίδα όπου βρίσκεται κομματιασμένο ένα τεράστιο άγαλμα του Λένιν. Το πλοίο ανεβαίνει τον Δούναβη και το συγκεκριμένο πλάνο παραπέμπει έντονα σε κηδεία, καθώς οι άνθρωποι από τις όχθες του ποταμού το κοιτούν και κάνουν τον σταυρό τους. Απ’ αυτή τη σκηνή με μάγεψε ο Δούναβης! Αλήθεια σου λέω.

Την άλλη μέρα πήγα αγόρασα και τo σιντί ‘’Τα κύματα του Δουνάβεως’’, το ωραιότερο βαλς που γράφτηκε ποτέ, τού αυστριακού συνθέτη Γιόχαν Στράους, τον επονομαζόμενο και Βασιλιά των βαλς.

Στην επόμενη συνεδρία θα το φέρω μαζί μου να το ακούσουμε και θα στο χαρίσω κιόλας. Τι διάολο; Εσύ θα κάνεις τόσα για μένα κι εγώ να μη σου χαρίσω ένα σιντί να με θυμάσαι;

Επίσης, να μην το ξεχάσω, θέλω να φροντίσεις να  κάνεις μια ωραία κηδεία στον πατέρα μου και να τον θάψεις δίπλα στη μανούλα μου, να έχει συντροφιά ο ένας τον άλλον.

Μήπως, σκέφτομαι, πρέπει να απευθυνθώ και στην αστυνομία και να τους πω όλη την αλήθεια για όσα υποπτεύομαι πως σχεδιάζουνε; Αλλά δεν έχω αποδείξεις για όλα αυτά. Πού θα στηρίξω τις υποψίες μου; Κι ύστερα, φοβάμαι μη με πάρουν κι αυτοί για τρελό. Εσύ τι λες; Τι μου συστήνεις να κάνω; Ξέρεις πως μετράει πολύ η γνώμη σου για μένα. Δικηγόρο ή αστυνομία;

Δέκα μέρες αργότερα με ειδοποίησε τηλεφωνικά ο δικηγόρος του Αναστάση για τον αναπάντεχο θάνατό τους. Τους βρήκε, μου είπε, η Ρουμάνα το πρωί νεκρούς, αυτόν και τον πατέρα του. Ταράχτηκα πολύ. Το πρώτο μέλημά μου  ήταν να περάσω απ’ την αστυνομία να καταθέσω όσα γνώριζα για την υπόθεση και να παραδώσω τη μαγνητοφωνημένη συνεδρία μας, όπως μου είχε ζητήσει να κάνω ο ίδιος. Στο τέλος ζήτησα να μου δώσουν και την άδεια να τακτοποιήσω το θέμα της αποτέφρωσης, καθώς ήταν η τελευταία του επιθυμία.

Τρεις μέρες μετά,  με ειδοποίησαν από την αστυνομία να περάσω να πάρω την άδεια που τους ζήτησα για να μεταφέρω τη σορό του ασθενή μου στον τόπο που επιθυμούσε. Την επομένη ταξίδευα με το αυτοκίνητό μου με προορισμό τη Βουλγαρία. Μπροστά εγώ, πίσω μου ο Αναστάσης. Είχα πάρει μαζί μου και το σιντί με το βαλς που του άρεσε. Πήγα και το αγόρασα την άλλη μέρα. Το άκουγα δυνατά σε όλο τον δρόμο για να τον νιώθω κοντά μου.  Θα μου λείψει πολύ. Με ταξίδευε κι εμένα στις συνεδρίες μας.

Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουνα την κατάθεση που έδωσα στην αστυνομία. Μου ζήτησαν να σκιαγραφήσω το προφίλ του, επειδή ήμουν ο προσωπικός του γιατρός. Τον παρακολουθούσα, σχεδόν είκοσι χρόνια. Ανέλυσα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του όσο πιο γλαφυρά μπορούσα για να τους βοηθήσω στην εξιχνίαση της υπόθεσης.

«Ήταν ένας άνθρωπος ευχάριστος αλλά παραγκωνισμένος απ’ όλους. Απ’ αυτούς που τους βαφτίζει η κοινωνία ως ‘’σαλεμένους’’ και κλείνονται στο καβούκι τους. Δεν είχε κανενός είδους σχιζοφρένεια. Η κλινική ψυχιατρική εκτίμηση της πάθησής του, ήταν διπολική κατάθλιψη, γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη, είναι μία χρόνια ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από αλλαγές διάθεσης ανάμεσα στην κατάθλιψη και τη μανία. Η κατάθλιψη είναι, συνήθως, μία πιο αναγνωρίσιμη κατάσταση. Η μανία, από την άλλη, χαρακτηρίζεται από ευερεθιστότητα, θυμό, συναισθήματα ευφορίας, υπερβολική ενέργεια. Είχε σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες και για χρόνια δούλευε στο Υπουργείο. Ώσπου άρχισαν οι επιληπτικές κρίσεις και άλλαξαν άρδην τους ρυθμούς της ζωής του. Τον παρακολουθούσε νευρολόγος γι’ αυτό κι έπαιρνε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.  Μετά από λίγα χρόνια βγήκε σε αναπηρική σύνταξη και κλείστηκε στο σπίτι και στον εαυτό του. Απομακρύνθηκε απ’ τους φίλους του και ζούσε με τους γονείς του. Δεν ήταν κακός. Δε θα μπορούσε να κάνει κακό σε κανέναν, γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Όσο για τον εαυτό του, δεν ξέρω, δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Όσο καλά κι αν ισχυρίζεται ένας γιατρός πως γνωρίζει τον ασθενή του, ποτέ δεν αποκλείεται να πέσει έξω. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική είναι ακαθόριστη. Ακόμα και το μυαλό ενός υγιούς ανθρώπου, μια κλωστή απέχει απ’ την τρέλα. Εκείνος, πάντως, ήταν πάντα συνεπής με τη φαρμακευτική του αγωγή. Οι συνεδρίες μας ήταν δυο φορές το μήνα και δεν έλειψε ούτε μια μέρα. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Λάτρευε τη μουσική και τα ντοκιμαντέρ. Επηρεαζόταν κι από τα δυο πολύ ο ψυχισμός του. Στις συνεδρίες μας, τα πρώτα χρόνια, όλο γι’ αυτές τις δυο αδυναμίες του μου μιλούσε. Τα τελευταία χρόνια, σαν έχασε τη μητέρα του άρχισαν τα παρατράγουδα με τους συγγενείς του. Έτρεφε ένα άσβεστο μένος για τον γαμπρό του και την αδερφή του. Είχε μια φοβερή εμμονή πως θέλουν να του φάνε την περιουσία.Του την είχε καλλιεργήσει η μητέρα του.»

Στη συνέχεια ο ανακριτής μου ζήτησε να εστιάσω στην τελευταία μας συνεδρία. Του εξήγησα πως το πρώτο μέρος της συνεδρίας μας, ήταν μια επανάληψη των προηγούμενων. «Πάντα άρχιζε με το πώς πέρασε τη μέρα του, με πληροφορίες για τη Ρουμάνα και τη συμπεριφορά της και την υγεία του πατέρα του. Συνήθιζε να απειλεί και να βρίζει, ήταν ένας τρόπος να βγάζει το άχτι του. Στην πορεία, μου ανέλυε κάθε ντοκιμαντέρ που έβλεπε και τον συγκινούσε. Την προηγούμενη φορά, είχε κολλήσει με την Αλάσκα. Ήθελε, μου είπε, να ταξιδέψει ως εκεί και σχεδίαζε, μάλιστα, με το μυαλό του πάντα, να παντρευτεί μια πενηντάρα που επιβίωνε μονάχα της σε πολικές θερμοκρασίες, κυνηγούσε αρκούδες, τάρανδους και ψάρευε αγριόπαπιες στις παγωμένες λίμνες… Μετά συνέχισε με μουσικά κομμάτια που ανακάλυπτε στο you tube και τον μάγευαν, όπως το βαλς του Δούναβη.»

Αμέσως μετά, ο ανακριτής μου ζήτησε να αναφερθώ στο  δεύτερο μέρος της συνεδρίας μας, που αφορούσε τους φόβους του για τον θάνατο. «Πώς και δε σας κίνησε υποψίες η χάρη που σας ζήτησε σχετικά με την αποτέφρωση της σορού του; Σ’ αυτή την περίπτωση δε θεωρείτε πως θα έπρεπε να μας ενημερώσετε;» Με ρώτησε, κάπως καχύποπτα.

Του εξήγησα πως δεν το θεώρησα κάτι σημαντικό, επειδή κι αυτό ήταν κάτι που του είχε κινήσει το ενδιαφέρον μετά από ένα ντοκιμαντέρ που είχε παρακολουθήσει τελευταία. «Πάντα τον επηρέαζαν συναισθηματικά κι ύστερα καθόταν κι έψαχνε πληροφορίες στο ίντερνετ. Η εμμονή του πως θέλουν να τον ‘’ξεπαστρέψουν’’, όπως έλεγε, άρχισε από τότε που πέθανε η μάνα του. Σε κάθε συνεδρία μας ανέφερε πως υποπτευόταν πως θα του κάνουν κακό, δεν ήταν η πρώτη φορά. Από φοβίες, κύριε ανακριτά, πάσχει ο μισός πληθυσμός της γης. Κι η κατάθλιψη επίσης, τα τελευταία χρόνια της κρίσης, ειδικά, έχει καταβάλλει τουλάχιστον ένα άτομο μέσα σε κάθε οικογένεια, σας βεβαιώνω γι’ αυτό σαν γιατρός. Άλλωστε, αυτά ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά της διπολικής διαταραχής. Τη μια στιγμή ο ασθενής είναι αισιόδοξος και σχεδιάζει ταξίδια και την άλλη πέφτει σε κατάθλιψη κι έχει φοβίες σχετικά με τον θάνατο. Τώρα, όσο αφορά τη δεύτερη ερώτησή σας, σας ενημερώνω πως ο θεραπευτής, μπορεί να δώσει πληροφορίες που αφορούν τον θεραπευόμενο, μόνον όταν και όπου ο νόμος το επιβάλλει και όταν κινδυνεύει άμεσα η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα του θεραπευόμενου. Στην περίπτωση αυτή, δεν είχα καμία απτή απόδειξη πως ο ασθενής μου κινδύνευε. Στη διάρκεια της πολυετούς μου άσκησης της Ψυχιατρικής,μάλιστα, δε χρειάστηκε ποτέ να καταφύγω στην αστυνομία», κατέληξα με στόμφο.

«Στην ερώτηση του ασθενή σας για το πού είναι καλύτερα ν’ απευθυνθεί, σε δικηγόρο ή αστυνομία, ποια ήταν η δική σας συμβουλή;» Με ρώτησε στη συνέχεια, χωρίς να με κοιτάζει, καθώς ήταν  προσηλωμένος στα χαρτιά του, όπου κρατούσε σημειώσεις  με  τις απαντήσεις μου.

Του ανέφερα, πως μετά από τη λήξη της συνεδρίας μας, μίλησα στον ασθενή για ένα μισάωρο περίπου, προσπαθώντας με τον τρόπο μου να κατευνάσω για άλλη μια φορά τις ανησυχίες του.

«Δεν μπορούσα να του συστήσω, βέβαια, να καταφύγει σ’ εσάς για να σας εκφράσει τις φοβίες του, σας εξήγησα ακριβώς τον λόγο στην προηγούμενη ερώτηση.Δεν υπήρχε καμία  απόδειξη που να επιβεβαίωνε τις υποψίες του. Το ανέφερε άλλωστε κι ο ίδιος στο τέλος, αν θυμάστε. Όσο για τον δικηγόρο του, δεν είχα κανένα λόγο να τον αποτρέψω να συναντηθεί μαζί του. Δε στάθηκα καθόλου σ’ αυτό το γεγονός. Τα όπλα του ψυχαναλυτή είναι οι ερμηνείες και η ανάλυση του ψυχικού υλικού του ασθενούς, που αναδύεται προοδευτικά μέσα στις συνεδρίες. Ο δικός μου ρόλος ήταν να εστιάσω στην ψυχική του αναστάτωση και να τον βοηθήσω να διαχειριστεί το άγχος του, ώστε ν’ ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία…»

«Εσείς γιατρέ, ποιο θεωρείτε το πιο πιθανό σενάριο στην υπόθεση;  Δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν… Αυτοκτονία ή έγκλημα;» Ήταν η επόμενη ερώτησή του.

«Δεν μπορώ να αποφανθώ με σιγουριά για καμία απ’ τις δυο εκδοχές. Δε θέλω να πάρω καμία ανθρώπινη ζωή στον λαιμό μου, κάνοντας εικασίες. Το πόρισμα του ιατροδικαστή, είμαι σίγουρος πως, θα σας κατατοπίσει περισσότερο από τη δική μου άποψη και θα σας οδηγήσει σίγουρα σε κάποια ορθά συμπεράσματα…» του απάντησα με ειλικρίνεια. 

Στην τελευταία ερώτησή του, μου φάνηκε πως διέκρινα στο βλέμμα του ένα ψίχος δυσπιστίας απέναντί μου. «Κύριε Π, γνωρίζετε  –μέσω του δικηγόρου εννοώ—πως ο μακαρίτης σύνταξε τη διαθήκη του δυο μέρες πριν το θάνατό του και άφησε όλη του την περιουσία σε σας; Δε συμφωνείτε κι εσείς πως το χρήμα είναι η κινητήριος δύναμη για τα περισσότερα δεινά που κατακλύζουν τον κόσμο; Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;»

Έμεινα ενεός να τον κοιτάζω με αποσβολωμένο βλέμμα. Ο έκδηλος υπαινιγμός τού ανακριτή εις βάρος μου, δε μου άρεσε καθόλου. Και βέβαια μου είχε μιλήσει ο Αναστάσης γι’ αυτό, μα ούτε στιγμή δε μου απασχόλησε το μυαλό απ’ την ώρα που έμαθα για τον θάνατό του. Πλάκα έχει να θεωρηθείς και ύποπτος τώρα, ψιθύρισε μια φωνή μέσα μου κι ανατρίχιασα σύγκορμος. Πλάκα έχει να υποθέτουν πως η διαθήκη τού ασθενή μου  ήταν ένα κίνητρο για μένα!

«Όχι, δε γνωρίζω τίποτα σχετικό, επειδή δεν μου έχει μιλήσει ο δικηγόρος, του απάντησα ψυχρά. Βρίσκομαι εδώ με τη θέλησή μου κι είμαι διατεθειμένος να σας βοηθήσω, όπως και όσο μπορώ, για την εξιχνίαση της υπόθεσης. Σας έφερα, μάλιστα, τη μαγνητοφωνημένη συνεδρία μας, επίσης με τη θέλησή μου, κάτι που δεν ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω. Κύριε ανακριτά, σας γνωστοποιώ πως σύμφωνα με τις αρχές της Ηθικής και της Δεοντολογίας στην Ψυχοθεραπεία, ο ψυχίατρος οφείλει να σέβεται και να διασφαλίζει αυστηρά την εχεμύθεια και το απόρρητο του θεραπευτικού διαλόγου και του όποιου υλικού έχει στη διάθεσή του. Το θεραπευτικό υλικό και οι εμπιστευτικές πληροφορίες παραμένουν για πάντα απόρρητες. Δικαιούμαστε να καταστρέψουμε τα σχετικά στοιχεία και αρχεία, μετα το πέρας της ψυχοθεραπείας. Θα μπορούσα ήδη να το είχα κάνει αλλά δεν το έκανα, επειδή σεβάστηκα την επιθυμία τού ασθενή μου, που ήταν να φτάσει στα χέρια σας αυτό το υλικό.  Διαφορετικά, δε θα είχατε τίποτα ως πειστήριο στα χέρια σας αυτή τη στιγμή. Αντιλαμβάνομαι πως το καθήκον σας και η φύση της δουλειάς σας είναι να υποψιάζεστε τον οποιοδήποτε είχε σχέσεις με τον νεκρό και γι’ αυτό τον λόγο σάς συγχωρώ για το δύσπιστο ύφος σας, ακόμα κι αν με προσβάλλει ταμάλα η εικασία σας. Δώστε μου παρακαλώ την άδεια που χρειάζομαι να φροντίσω να εκπληρώσω την τελευταία επιθυμία του εκλιπόντος, αφού τελειώσει η νεκροψία, και συνεχίστε τις ανακρίσεις σας μέχρι να βρείτε την πολυπόθητη άκρη. Θα χαρώ πολύ να μάθω πως τα καταφέρατε να εξιχνιάσετε την υπόθεση, θα είναι σίγουρα και μια δικαίωση για τη μνήμη του νεκρού.»

Σ’ αυτό το σημείο έλαβε τέλος η ανάκριση. Ο ανακριτής με αποχαιρέτησε με μια  χειραψία, αφού πρώτα μου είπε με ύφος, κάπως, μεταμελημένο… «Κύριε Π σας ευχαριστούμε για την αγαστή συνεργασία και την πολύτιμη βοήθεια που μας προσφέρατε με την κατάθεσή σας. Να μας συγχωρείτε αν αυτή η κατάθεση έλαβε σε κάποια σημεία τη μορφή ανάκρισης, αλλά όπως αναφέρατε κι εσείς, είναι στη φύση της δουλειάς μας να υποπτευόμαστε και να εξετάζουμε κάθε άτομο που εμπλέκεται στην υπόθεση.Θα σας ειδοποιήσουμε σύντομα, να περάσετε να πάρετε την άδεια που χρειάζεστε για να φέρετε σε πέρας την επιθυμία του ασθενή σας…»

Η ενημέρωση του ανακριτή για τη διαθήκη, μου προκάλεσε μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Το γεγονός ότι ο Αναστάσης με θεωρούσε το πιο δικό του άτομο, το αποδείκνυε τρανά για άλλη μια φορά με τη διαθήκη του. Ήμουνα ο μοναδικός έμπιστος φίλος του για πολλά χρόνια κι αυτό με συγκίνησε αφάνταστα. Εύχομαι η αστυνομία να κλείσει αυτή την υπόθεση όσο πιο σύντομα γίνεται. Να ηρεμήσει έτσι κι η ψυχή του φίλου μου αλλά και η δική μου.

Μόλις φτάσαμε στα σύνορα με τη Βουλγαρία, οι υπεύθυνοι με σταματήσανε και  ζήτησαν να ελέγξουν τα χαρτιά μου. Τους εξήγησα τον λόγο για τον οποίο ταξίδευα και κουνήσανε με συγκατάβαση το κεφάλι. Ένας απ’ αυτούς με ρώτησε στο τέλος, «τι σας ήταν ο νεκρός;» Με μια κίνηση κατέβασα τα γυαλιά μου για να κρύψω δυο δάκρυα που ανάβλυσαν στα μάτια μου απ’ τη συγκίνηση. «Ένας καλός φίλος…», ψιθύρισα και γύρισα τη μίζα στο αυτοκίνητο για να συνεχίσω το ταξίδι μας.

 

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2014

Οι διαδικασίες της αποτέφρωσης δεν κράτησαν πολύ. Έφτασα στη Νικόπολη,μια πόλη βόρεια της Βουλγαρίας, χτισμένη στη δεξιά όχθη του Δούναβη, νωρίς το μεσημέρι, με την τεφροδόχο του Αναστάση στη θέση του συνοδηγού. Κατέβηκα στις όχθες του ποταμού παρκάροντας το αυτοκίνητο λίγα μέτρα μακριά μου. Άφησα την πόρτα ανοιχτή και άνοιξα τέρμα την ένταση του ραδιοφώνου, ώστε να φτάνει ως εκεί η μελωδία του. Σήκωσα με ευλάβεια στα χέρια μου την τεφροδόχο και πλησίασα τον μεγαλόπρεπο ποταμό. Σκόρπισα τη στάχτη του φίλου μου με ένα ρίγος συγκίνησης να συνοδεύει την κάθε μου κίνηση. Το μόνο που απασχολεί αυτή την ώρα το μυαλό μου, είναι να ταξιδέψει η ψυχή του φίλου μου στα νερά του αγαπημένου του ποταμού με τη συνοδεία της υπέροχης μουσικής που λάτρευε, ‘’Τα κύματα του Δούναβη’’.

‘’Λυπάμαι, Αναστάση… αλλά δεν έπρεπε να μου εμπιστευτείς τόσα… Καλό ταξίδι!’’ Ψιθύρισα συγκινημένος και γύρισα με αργά  βήματα κι ανάλαφρη καρδιά στο αυτοκίνητο, αφού είχα εκπληρώσει το χρέος μου απέναντί του. Την τελευταία επιθυμία του.

Το χρήμα, δυστυχώς, όπως ανέφερε κι ο ανακριτής, είναι η κινητήριος δύναμη για τα περισσότερα δεινά στον κόσμο και παρόλο που ο Αναστάσης το γνώριζε καλά αυτό, έκανε το λάθος να μου εμπιστευτεί  πως θα με χρίσει κληρονόμο του. 


[Το παρόν διήγημα της Νίκης Μπλούτη Καράτζαλη τιμήθηκε με έπαινο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της ΕΤΕΠΚ* 2019  και παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

*Εταιρία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη