«Τα κύματα του Δούναβη (Α’ ΜΕΡΟΣ)», γράφει η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη   

Α’ ΜΕΡΟΣ

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Σήμερα έχω τις μαύρες μου. Άμα με πιάσεις απ’ τη μύτη θα σκάσω. Μου χάλασε τη διάθεση απ’ το πρωί αυτή η παλαβή η Ρουμάνα, που της θυμήθηκε να βάλει σκούπα και να καθαρίσει το σπίτι απ’ τα χαράματα. Σηκώθηκα με νεύρα και ντύθηκα βιαστικά κι ύστερα πήρα τους δρόμους για να μην τη βλέπω. Με τσατίζει πολύ. Όλο κόντρα μου πάει. Έχω και τη στενοχώρια του πατέρα που χειροτερεύει συνεχώς κι είμαι πλανταγμένος. Νομίζω πως βρίσκεται πια σε άλλον κόσμο. Καμία επαφή με το περιβάλλον.

Α, να μην ξεχαστώ γιατρέ… Αυτή τη συνεδρία μας θέλω να τη μαγνητοφωνήσεις. Δεν ξέρω αν το έκανες και με τις προηγούμενες, αλλά τη σημερινή πρέπει να την καταγράψεις. Θα μας χρειαστεί σαν πειστήριο. Έχω πολλά σημαντικά πράγματα να σου εκμυστηρευτώ σήμερα. Θα καταλάβεις στην πορεία τι εννοώ.

Βγήκα που λες για να ξεσκάσω και, στον γυρισμό για το σπίτι, έπεσα πάνω σ’ έναν ξινό γείτονα. Σμίξαμε τυχαία στον πεζόδρομο και με σταμάτησε για να μου κάνει παρατήρηση, επειδή με άκουσε, λέει, να φωνάζω τις προάλλες. Ούτε καλημέρα ούτε τίποτα. Μου είπε να μη βρίζω την αδερφή μου γιατί δεν κάνει, επειδή είναι αίμα μου και τέτοιες παπαριές. Αλλά αυτός δεν ξέρει τι περνάω, γι’ αυτό τα λέει αυτά. Μετά του είπα κι εγώ, να μη βγάζει εύκολα συμπεράσματα και πως αυτή μου είπε πρώτη να ψοφήσω και να πάω να βρω τη μάνα μου, δηλαδή να πεθάνω, κι ότι μου κακοφάνηκε πολύ, γι’ αυτό τη βρίζω. «Δεν ξέρεις εσύ, του είπα, ότι θέλουν να μου πάρουν τα λεφτά και το σπίτι και να με πετάξουν στον δρόμο. Δεν ξέρεις πως μου κάνουν πόλεμο. Τίποτα δεν ξέρεις, γι’ αυτό τα λες.»

Στο τέλος παραλίγο ν’ αρπαχτούμε. «Εσύ να κοιτάς καλύτερα τη δουλειά σου και να μην ανακατεύεσαι εκεί που δε σε σπέρνουν», του πέταξα πάλι εκνευρισμένος μόλις πήγε να στρίψει στην ανηφόρα μουρμουρίζοντας. «Βρε άντε από κει», μου φωνάζει από μακριά κουνώντας τα χέρια του, «εγώ φταίω που κάθισα κι ασχολήθηκα μαζί σου. Σου έχει σαλέψει τελείως; Βλαμμένε, ε βλαμμένε!» Όπως τ’ ακούς. Με είπε βλαμμένο φωνάζοντας στην ίδια μου τη γειτονιά. Και συνέχιζε σ’ όλη την ανηφόρα να με βρίζει δυνατά. «Άντε να σε κοιτάξει κάνας ψυχίατρος μπας και συνέρθεις», συνέχιζε να φωνάζει ανεβαίνοντας κι άλλα που δεν τα θυμάμαι τώρα.. «Τώρα να φτάσω σπίτι και θα πάρω την αστυνομία να  ’ρθει να σε κλείσει μέσα. Να δούμε, θα συνεχίζεις να βρίζεις και να σκορπάς φοβέρες, σαλεμένε, ε σαλεμένε!»

Τι με ήθελες εμένα! Καλύτερα ν’  άνοιγε η γη να με καταπιεί παρά αυτό το ρεζίλι που έγινα μπροστά σε τόσο κόσμο. Σκύβω κι αρπάζω μια πέτρα, που σκόνταψα πάνω της απ’ τη σύγχυση, και κάνω έτσι να του την πετάξω. «Τώρα θα δεις! Τώρα θα δεις!» του φωνάζω έξαλλος μόλις με απείλησε με την αστυνομία. Στο τέλος την άφησα κάτω. Δεν την πέταξα. Έχω και μάρτυρες, αλήθεια σου λέω. Είχαν σταθεί στον δρόμο και μας κοιτούσαν καμιά δεκαριά περαστικοί.

Εκείνη τη στιγμή, μάλιστα, που μου είπε για τον ψυχίατρο, πώς δεν προδόθηκα από μόνος μου. Ήθελα να του φωνάξω πως εγώ δεν έχω ανάγκη από ψυχίατρο,γιατί με παρακολουθεί χρόνια, εσύ να πας να κοιταχτείς γιατί σίγουρα θα σε κλείσουν σε κάνα τρελοκομείο, έτσι όπως πας. Ευτυχώς, συγκράτησα τα νεύρα μου και κατάφερα κι έδωσα τόπο στην οργή, έτσι όπως μου έχεις συστήσει να κάνω σε ανάλογες περιπτώσεις. Καλά δεν έκανα; Άντε Τασούλη, είπα στον εαυτό μου, σύνελθε και μη χολοσκάς με τους ανισόρροπους που θέλουν να σου δώσουν και συμβουλές. Έχεις τόσα προβλήματα στην καμπούρα σου, μην προσθέτεις κι άλλα.

Μόλις γύρισα σπίτι ήπια τρία ποτήρια γεμάτα νερό από τη σύγχυση και δεύτερο ζανάξ καλού κακού για να ηρεμήσω. Ευτυχώς είχε τελειώσει με τις δουλειές κι αυτή η ανισόρροπη η Ρουμάνα κι είχε κλειστεί στο δωμάτιο του πατέρα. Με πείραξε κι ο ήλιος. Όταν πιάσουν για τα καλά οι ζέστες δε θα μπορώ να βγαίνω. Με πειράζει η ζέστα πολύ και η υγρασία. Χειροτερεύει το άσθμα μου και δεν μπορώ ν’ ανασάνω καλά. Όλο με τα εισπνεόμενα είμαι, χειμώνα καλοκαίρι. Όταν χτυπήσει το θερμόμετρο σαραντάρια θα βγαίνω μόνο στη βεράντα. Δεν έχω άλλη επιλογή. Τι να κάνω;

Πρέπει να προσέχω τον εαυτό μου, γιατί τώρα είμαι μόνος μου, ο πατέρας μου βλέπεις δε λογαριάζεται για άνθρωπος, ένα φυτό είναι από τότε που έπαθε το εγκεφαλικό. Ούτε μιλάει ούτε λαλάει. Μονάχα τρώει. Αν δεν ήταν ο πατέρας, θα είχε πάρει πόδι η μαλάκω η Ρουμάνα από εκεί μέσα. Θα έβρισκα μια γυναίκα της αρεσκείας μου να με φροντίζει και δε θα είχα ανάγκη κανέναν. Η ίδια μου η αδερφή δε δίνει δεκάρα για μένα. Και ανακατεύεται σε όλα. Ακόμα και στο τι θα φάω, τάχα μου πως νοιάζεται να μην πάθω τίποτα απ’ το φαΐ. Έχει συνεννοηθεί μ’ αυτή τη σκρόφα, που τάχα μας φροντίζει, να ακολουθεί τις δικές της οδηγίες. Αφού να φανταστείς είχα επιθυμήσει τόσο πολύ μια μακαρονάδα και δε μου έφτιαχνε η άχρηστη, γιατί λέει δεν κάνει. Ούτε κρέας κάνει, ούτε παγωτό, ούτε γλυκό. Μ’ είχε λυσσάξει στην πείνα. Άμα της ζητούσα τίποτα να μου φτιάξει και βαριόταν, μου έλεγε πως το απαγορεύει ο γιατρός. «Ποιος γιατρός ρε καριόλα τα είπε αυτά κι εγώ δεν τ’ άκουσα, ε;»Τη ρώτησα μια μέρα που μου είχε θυμηθεί ένα παγωτό. Έβλεπα ένα πιτσιρίκι στον δρόμο που το έγλειφε και μου τρέχανε τα σάλια. «Ντεν ξέρω, μου λέει, η αντερφή σας έντωσε εντολή να μη σας αφήνω να τρώτε παγκωτό. Κάνει κακό παγκωτό στην υγεία…» Κατάλαβες γιατρέ; Θα μας πει η Ρουμάνα που ήρθε απ’ το πουθενά, τι μας κάνει καλό και τι όχι!

Ήμουνα σίγουρος, όμως, πως η αδερφή μου είχε χώσει την ουρά της κι εκεί. Αυτή τα κάνει όλα πίσω απ’ την πλάτη μου, έχει τα λεφτά μου και κάνει ό,τι θέλει. Κάνει κουμάντο στα δικά μου τα λεφτά. Ο άντρας της ο Βολιώτης τη βάζει στα λόγια. Αυτός θέλει να πεθάνω, θέλει να με ξεπαστρέψει μια ώρα αρχύτερα. Πρέπει να συναντηθώ με τον δικηγόρο μου να με κατατοπίσει, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Θα τους κάνω μήνυση. Τι λες κι εσύ; Θέλω τα λεφτά μου πίσω, θα τους πω. Να υπογράψεις κι εσύ γιατρέ ένα πιστοποιητικό πως είμαι καλά να του το δώσω, γιατί δεν ξέρω, μπορεί αυτή να χρησιμοποιούν τις επισκέψεις μου εδώ εις βάρος μου. Αλλιώς πώς κάνουν κουμάντο στα δικά μου λεφτά; Έγινα ζητιάνος στα λεφτά μου, κατάλαβες πώς με καταντήσανε; Δεν ξέρεις μέχρι πού φτάνει το άρρωστο μυαλό τους. Μπορεί να ισχυρίζονται, να δεις, πως δεν έχω σώας τας φρένας επειδή με παρακολουθεί ψυχίατρος εδώ και χρόνια. Δεν τους έχεις ικανούς;  Όλο αυτά σκέφτομαι συνέχεια και στο τέλος θα μ’ αποτρελάνουν στ’ αλήθεια. Έχω και την έννοια της αστυνομίας τώρα, συν τοις άλλοις. Εκεί που έλεγα να την καλέσω εγώ, με φοβέρισε πως θα τη στείλει ο γείτονας για να μου κάνει σύσταση.

Αν δεν είχα και σένα γιατρέ να μοιράζομαι τον πόνο μου, ήδη θα μου είχε στρίψει στ’ αλήθεια. Εσύ με ξέρεις καλά τόσα χρόνια τώρα. Κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, που λένε. Μ’ έχεις ικανό να κάνω κακό σε κανέναν; Πες μου στ’ αλήθεια, μ’ έχεις; Δε λέω, μ’ αρέσει να φοβερίζω, είναι η άμυνά μου αυτή. Τι να κάνω δηλαδή όταν με προσβάλλουν ή όταν με βρίζουν οι άλλοι πρώτοι; «Τώρα θα δεις», τους λέω. Στη γειτονιά μού έχουν κολλήσει τη στάμπα του σαλεμένου. Είμαι σίγουρος πως η ρουφιάνα η Ρουμάνα τα διαδίδει αυτά. Δικές της κακοήθειες είναι. Η αδερφή μου την έχει βάλει. Εντάξει, δε λέω, καμιά φορά μου ξεφεύγουν και λόγια βαριά, πετάω βρισιές ξεγυρισμένες, ακόμα και κατάρες. Αλλά όχι χωρίς λόγο, ποτέ χωρίς λόγο. Αν δε με προγκήξει ο άλλος, δεν έχω λόγο να τον βρίσω. Δεν είμαι κάνας ανισόρροπος, ούτε σαλεμένος να μην ξέρω τι μου γίνεται.


Ακούστε το τραγούδι «Τα κύματα του Δούναβη»


Πάντως, σου δίνω τον λόγο μου γιατρέ, πως ποτέ δεν έχω σκεφτεί να κάνω κακό σε άλλον άνθρωπο. Ούτε σ’ αυτούς που γυρεύουν να μου φάνε την περιουσία, που σκέφτονται τα χειρότερα για μένα, που θέλουν να με ξεπαστρέψουν. Προτιμώ να βλάψω τον εαυτό μου παρά να πειράξω άλλον άνθρωπο, όσο κι αν μ’ έχει πονέσει με τη συμπεριφορά του. Αλήθεια σου λέω.

Βέβαια, δεν το αρνούμαι -μονάχα σε σένα όμως εξομολογούμαι αυτή τη σκέψη μου, να το ξέρεις- κάνω μερικές φορές κάποιες άσχημες σκέψεις για τον πατέρα μου. Καταλαβαίνεις τι εννοώ… Από συμπόνια, όμως. Θεωρώ πως δεν είναι ζωή πια αυτή που κάνει, πως βασανίζεται στην ουσία και τον λυπάμαι. Λέω, πως αν ήταν στα καλά του, κι αν ήταν σε θέση να μιλήσει, είμαι σίγουρος πως θα μου ζητούσε να δώσω ένα τέλος στο μαρτύριό του. Το βλέπω και στο ικετευτικό βλέμμα του καμιά φορά. Με κοιτάει βαθιά στα μάτια με μεγάλη λύπη και νιώθω πως μου ζητάει να δώσω ένα τέλος στα βάσανά του.

Τελευταία, μου λείπει η μάνα μου πολύ. Νοσταλγώ τα χρόνια που πέρασα κοντά της. Μου λείπει η ασφάλεια που ένιωθα με την παρουσία της. Τότε θυμάμαι δεν είχα έννοια για τίποτα. Ό,τι ήθελα το έβρισκα μες στο ψυγείο κι η μάνα μου ποτέ δε με κακοκάρδιζε στο φαγητό, ό,τι της ζητούσα μου το έφτιαχνε στο πι και φι. Ποτέ δε βαριόταν κι ας ήταν μεγάλη γυναίκα. Όχι σαν τη Ρουμάνα, τη Νίνα, που συνεχώς μου βγάζει μια γλώσσα να κι όλη τη μέρα το… Άντε να μην πω!

Το κέρατό μου, όλοι με κάνουν να βρίζω. Κι ύστερα λένε πως είμαι σαλεμένος και με κοιτάνε στη γειτονιά και στον δρόμο με μισό μάτι. Αφού δεν ξέρουν;

Τώρα που έφυγε η μάνα κι είναι κι ο πατέρας στον κόσμο του, κατάλαβα πως η μοναξιά είναι μεγάλο πράγμα. Είναι ασήκωτη η μοναξιά. Δεν την αντέχω. Όλη την ώρα μιλάω μόνος μου γιατί φοβάμαι πολύ τη σιωπή. Θέλω να ακούω δυνατά τη φωνή μου και παρασύρομαι ακόμα και στον δρόμο και το κάνω. Λες απ’ αυτό να μου βγήκε το όνομα; Μπα, αμφιβάλλω. Αν ήταν έτσι, όλους όσους κυκλοφορούν στους δρόμους και μιλάνε μονάχοι τους με τ’ ακουστικά του τηλεφώνου στο αυτί, δε θα τους βάφτιζαν τρελούς; Ξέρεις πόσες φορές έχω μπερδευτεί με ανθρώπους που το κάνουν αυτό και περπατάνε δίπλα μου; Νόμιζα πως μιλάνε σε μένα και τους απαντούσα… Ε, μετά μια δυο το αντιλήφθηκα, αφού με στολίσανε με κάνα δυο βρισιές ο καθένας τους. Τι τρέλα κι αυτή με τα κινητά; Ακόμα και οδηγούς σε μηχανάκι έχω δει να μιλάνε ή να στέλνουν μήνυμα με το κινητό τους! Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί σκοτώνεται τόσος κόσμος!

Η αδερφή μου, να το ξέρεις, σε ζηλεύει. Δε θέλει να έχω φίλους. Φοβάται.  Ακόμα κι εσένα φοβάται γιατί ξέρει πως τα πάμε καλά οι δυο μας. Σε φοβάται μη μου φας τα λεφτά. Μονάχα αυτά την καίνε. Έχει κόρες λέει και θέλει να τις παντρέψει. «Και τι νομίζεις, της είπα μια μέρα, εγώ δε θα παντρευτώ; Επειδή έμεινα εργένης τόσα χρόνια δε σημαίνει πως δε θα μου καπνίσει μια μέρα να παντρευτώ.» Κι άρχισε να γελάει. Γέλαγε! Με τον ίδιο της τον αδερφό!  Και της λέω… «Δεν ντρέπεσαι ξετσίπωτη να γελάς εις βάρος μου; Τώρα θα δεις! Τώρα θα δεις!» Της το είπα δυο φορές για να δώσω έμφαση. «Θα σε κανονίσω καλά εγώ…» Όχι πως είχα τίποτα εκείνη την ώρα στο μυαλό μου. Για να τη φοβερίσω το είπα.

Κατάλαβες γιατρέ; Άρχισε να γελάει η κυρία, γιατί το θεωρεί αδύνατο ή γελοίο. Και σε ρωτάω τώρα. Γιατί της φάνηκε αστείο, μου λες; Ούτε κουτσός ούτε στραβός είμαι. Κι ας φοράω γυαλιά. Αν τα βγάλω και βάλω φακούς επαφής ξέρεις πώς θα μου πάνε; Με πλήγωσε η ρουφιάνα μ’ αυτό το γέλιο της, με πλήγωσε επειδή με θεωρεί ανίκανο να βρω γυναίκα. Καλύτερα να μ’ έβριζε, παρά αυτό το γέλιο της το ειρωνικό. Και στο τέλος, της τόνισα, πως  ακόμα κι αν δεν παντρευτώ, αυτή κι οι κόρες της δεν έχουν να λάβουν δεκάρα τσακιστή από μένα. Το σπίτι, τα διαμερίσματα και το εξοχικό στο Λουτράκι που είναι στο όνομά μου, όλα στο γιατρό μου θα τ’ αφήσω που είναι και φίλος μου, όλα!  Και της έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα. Έτσι τη φοβέρισα και μούτρωσε μετά, έκανε μια βδομάδα να με πάρει ξανά τηλέφωνο.

Θα τον κανονίσω, όμως, εγώ αύριο τον παλιοβολιώτη. Θα γίνει αύριο, το έλα να δεις! Είμαι αποφασισμένος να το τραβήξω το σκοινί μέχρι να σπάσει. Θα μιλήσω στον δικηγόρο μου να με συμβουλέψει. Ό,τι μου πει θα κάνω. Θα κινήσω γη και ουρανό αλλά θα τη βρω την άκρη. Έχω το πείσμα της μάνας μου εγώ, δεν έμοιασα απ’ τον πατέρα μου που ήτανε άβουλος. Αυτή του έμοιασε, η αδερφή μου, γι’ αυτό την κάνει ό,τι θέλει ο άχρηστος. Και τον σπόρο της καχυποψίας, η μάνα μου μού τον καλλιέργησε μέσα μου από παιδί, ο πατέρας μου ήταν αρνάκι του Θεού, αφελής και καλοπροαίρετος με όλους μια ζωή.

Πού πήγε και τον βρήκε η χριστιανή αυτόν τον ανισόρροπο; Ούτε οι γονείς μου τον ήθελαν επειδή κατάλαβαν απ’ την αρχή πως ήταν κακός άνθρωπος. Γι’ αυτό κι η αδερφή μου κλέφτηκε μαζί του. Ξέρεις τι μου είπε η μανούλα μου προτού ξεψυχήσει; «Να προσέχεις τον Βολιώτη, να μην του έχεις εμπιστοσύνη σε τίποτα παιδί μου. Να προσέχεις να μη σου φάνε το σπίτι και τα λεφτά και σε πετάξουνε στον δρόμο.»

Αφού να φανταστείς όταν πέθανε, ίσα που προλάβανε την κηδεία της οι άχρηστοι! Εγώ έτρεξα για τα πάντα με έναν θείο μου, αδερφό της μάνας μου, που με βοήθησε για να τα βγάλω πέρα. Αλλιώς δε θα τα κατάφερνα. Μου είχε αδυναμία ο θείος Χρήστος. Μου συμπαραστάθηκε πολύ. Ερχόταν και μου έκανε παρέα και με πήγαινε βόλτες με το αυτοκίνητο για να ξεσκάσω. Περνούσαμε καλά οι δυο μας. Τώρα τον έχασα κι αυτόν. Έφυγε πριν δυο χρόνια από ανακοπή. Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του!  Δεν μου απόμεινε κανένας να με νοιάζεται. Κι αυτοί που λες, ένα βράδυ μείνανε στο σπίτι μας και μετά, μην τους είδατε! Την κάνανε με ελαφρά πηδηματάκια. Ούτε στα τριήμερα δεν κάθισαν να προσευχηθούν για την ψυχούλα της. Τ’ ακούς; Όπως στα λέω! Και του πατέρα τού κακοφάνηκε πολύ τότε η συμπεριφορά τους. Μια βδομάδα μετά έπαθε το εγκεφαλικό απ’ τη στενοχώρια του. Σου το είχα ξαναπεί νομίζω αυτά, έτσι δεν είναι; Τέλος πάντων δεν έχει σημασία αυτό.

Από τότε που έφυγε η μάνα, βαλθήκανε κι οι δυο να μου πάρουν την περιουσία, επειδή λέει δεν έχω οικογένεια. Πού θα τ’ αφήσω;  Να πάνε να πνιγούνε όλοι τους. Τίποτα δε θα μου πάρουν. Όλα είναι δικά μου, όλα. Αυτοί θα ψοφήσουν πρώτοι. Κι άμα παθαίνω κρίσεις, δεν πάει να πει πως θα πεθάνω κιόλας. Σάμπως τις παθαίνω από καλού μου; Αυτοί ευθύνονται γι’ αυτό. Κι η μοναξιά. Που μου ’ρχεται να σκάσω όταν μένω μόνος μου.  Αυτός φταίει για όλα. Αυτός κινεί τα νήματα κι η άλλη, τρομάρα της, που τον ακολουθεί. Μωρέ χαρά στην επιλογή που έκανε! Τι λες! Ψωνίσαμε από σβέρκο! Που έλεγε κι η συγχωρεμένη η μανούλα μου. Ρε ούουυυυυ!

Μου λείπει κι ο θείος μου πολύ. Αυτός με συμβούλευε για όλα. Μου λείπει η παρέα του κι οι βολτούλες μας με το αυτοκίνητο. Σου έχω πει πως η μάνα μου δεν μ’ άφησε να πάρω κι εγώ ένα δίπλωμα να μάθω να οδηγώ, ε; Εντάξει από φόβο το έκανε, δε λέω, δεν το έκανε για κακό. Φοβόταν να μη με πιάσει καμιά κρίση πάνω στο τιμόνι, η αλήθεια είναι, αλλά αν είχα τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο σήμερα, ξέρεις πού θα έφτανα; Στην άκρη της γης! Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια και τα έχω στερηθεί ο δόλιος με τούτα και με κείνα.

Αν μπορούσα, δηλαδή αν ήμουνα τελείως καλά και δεν πάθαινα κάθε τρεις και λίγο αυτές τις κρίσεις, όλο ταξίδια θα έκανα. Χθες βράδυ είδα ένα ωραίο ντοκιμαντέρ για τη Ρωσία. Εκεί θα πήγαινα. Θα ξεκινούσα απ’ την Τουβά που είναι μια μικρή επαρχία της Ρωσίας. Στη γλώσσα τους, λένε, η λέξη Τουβά σημαίνει ‘’κόκκινο’’. Εκεί οι κάτοικοι ζούνε σε νομάδες. Σε ένα μικρό χωριό, δε θυμάμαι πώς το λέγανε, έχουν μεγάλο πρόβλημα με τον αλκοολισμό, λόγω της φτώχειας. Είναι όλοι τους πότες, γερά ποτήρια. Κάθε οικογένεια έχει κι έναν αλκοολικό. Περπατάνε στους δρόμους σάτρα πάτρα… Ωραίο ε; Πλάκα δεν έχει;

Εκεί που τραγουδάνε με το λαρύγγι τους, αν έχεις ακουστά. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας, επειδή, λένε, χρειάζονταν οι φωνές τους να ταξιδεύουν μακριά για να επικοινωνούν μεταξύ τους, επινόησαν αυτόν τον τρόπο να καλύπτουν τη μέγιστη δυνατή απόσταση. Επίσης, τραγουδώντας  χρησιμοποιούν τις φωνές τους για να συμβολίσουν τις δυνάμεις της φύσης, τους ανέμους, το νερό και τα ζώα που ζουν στην άγρια χώρα τους. Έχουν φοβερό ταλέντο, όλοι τους θαυμάζουν! Εκεί θα πήγαινα, να τους ακούσω.

Μετά θα πήγαινα στους Σαμάνους να με γιατρέψουν. Είναι βουδιστές και ασκούν τον σαμανισμό, μια αρχαία θεραπευτική παράδοση. Ο Σαμάνος, λένε, χρησιμοποιεί ένα πόδι αρκούδας και θεραπεύει τους πάντες. Αλκοολικούς, ναρκομανείς, άρρωστους. Σου κάνει κάτι μαγικά με το πόδι της αρκούδας και σου παίρνει το κακό από πάνω σου κι ύστερα πάει στο παράθυρο και το πετάει έξω, το κακό δηλαδή. Αλήθεια σου λέω, μη γελάς. Στο τέλος σε βάζει να μιλάς στο αυτί της αρκούδας και να της ζητάς να σε κάνει καλά. Ακόμα και τη μοίρα σου, ισχυρίζονται πως μπορούνε να σου πούνε.

Κι εκεί πρέπει να πάω, στους Σαμάνους, να μου πάρουν το κακό από πάνω μου κι ύστερα να προβλέψουν το μέλλον μου και να με συμβουλέψουν τι πρέπει να κάνω μ’ αυτούς τους αχάριστους, που δε μ’ αφήνουν στην ησυχία μου. Θα πάω να μου πούνε πώς θα ασφαλίσω την περιουσία μου. Μόλις τακτοποιήσω τα πράγματα μ’ αυτούς, και φύγει μια μέρα κι ο πατέρας, θα σηκωθώ να φύγω. Θα κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου ένα ταξίδι. Δεν έχω το δικαίωμα; Τόσα λεφτά έχω, τι να τα κάνω αν γεράσω; Εντάξει, θα κρατήσω το κατιτίς μου, για να μπορώ να πληρώνω μια γυναίκα να με φροντίζει και να πληρώνω τα έξοδά μου. Μου φτάνουν και μου περισσεύουν για ένα και δυο ταξίδια. Θα σε πάρω κι εσένα γιατρέ, να ξεσκάσεις μια στάλα. Ζωή είναι αυτή που κάνεις κι εσύ; Όλη τη μέρα κλεισμένος εδώ μέσα, ν’ ακούς τα βάσανα των άλλων; Θα σου σαλέψει στο τέλος. Θα σε πάρω μαζί μου, στο υπόσχομαι. Όλα τα έξοδα πληρωμένα από μένα. Σε θέλω για παρέα, είσαι ο μοναδικός μου φίλος. Τι λες κι εσύ;

[Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του διηγήματος την επόμενη Κυριακή.]

 


[Το παρόν διήγημα της Νίκης Μπλούτη Καράτζαλη τιμήθηκε με έπαινο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της ΕΤΕΠΚ* 2019  και παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

*Εταιρία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου.]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη