«Τα απομεινάρια ενός καλοκαιριού», ένα διήγημα της Αντωνίας Σκανδάλη

Ότι απέμεινε να θυμίζει το καλοκαίρι, μια θάλασσα. Δεν χάνει ποτέ το χρώμα της, αλλάζει αποχρώσεις ανάλογα με τις εποχές. Η διάθεση της άλλοτε ήρεμη, μέτρο δεν έχει η απεραντοσύνη της. Η χειμωνιάτικη παγωμένη όψη της είναι άγρια, κύματα αγκαλιάζουν με ορμή την άμμο. Μοιάζει θυμωμένη, ταραγμένη, πληγωμένη και μόνη. Κάνεις δεν τολμά να κολυμπήσει στην ταραχή της. Ο ουρανός η μόνη της συντροφιά στο χειμωνιάτικο ταξίδι της. Γκρίζα σύννεφα τον στολίζουν λες και πενθούν και αυτά τη μοναξιά της. Τα βουνά από την άλλη σκεπασμένα με δέντρα ντυμένα με φθινοπωρινά χρώματα, αλλά πορτοκαλί, αλλά σκούρο πράσινο, στέκουν αμίλητοι θεατές. Παρηγορητές μιας οργισμένης θάλασσας.

Στέκομαι εκεί, στη μέση, από τη μια πλευρά η θάλασσα και από την άλλη τα υπερυψωμένα βουνά. Από τη μια πλευρά οργή και από την άλλη μια αμίλητη βουβή ηρεμία. Κοιτάζω τη θάλασσα, με τρομάζει η όψη της, κρύβει τόσα μυστικά στα άδυτα της ψυχής της, πλάσματα αλλόκοτα την κατοικούν. Κοιτάζω απέναντι, αρχοντικά δέντρα απλώνονται με φθινοπωρινές φορεσιές, για να καλύψουν τη γύμνια του βουνού που τα φιλοξενεί.

Η ατμόσφαιρα δε θύμιζε σε τίποτα καλοκαίρι, παρατημένες ομπρέλες σκόρπιες σε μια άδεια παραλία, ξεχασμένα παιχνίδια από παιδιά που έφυγαν γρήγορα, λες και κάποιος τα κυνηγούσε. Κλειδαμπαρωμένα  σπίτια, με τα παραθυρόφυλλα ερμητικά κλειστά, δρόμοι έρημοι, μαγαζιά που άλλοτε έσφυζαν από κόσμο και φασαρία τώρα είναι κλειστά, λες και όλα περιμένουν να περάσει η φουρτούνα του χειμώνα και να ανοίξουν ξανά οι πύλες του καλοκαιριού.

Στα δικά μου καλοκαίρια όμως, η θάλασσα είχε την ίδια εικόνα, εκείνη του χειμώνα. Τα βουνά δεν ήταν πράσινα και ‘γω, ανάμεσα σε δύο τυραννικές αγάπες, αγκομαχούσα να διαλέξω πλευρά. Καμία δεν ήταν ικανή να με κρατήσει δίπλα της για πάντα. Τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη, η καθεμία είχε όμως τη γοητεία της. Βιώματα, στιγμές, αναμνήσεις τόσο αλλιώτικες, αλλά και οι δυο σκιές στη ζωή μου. Τρομακτικές, ερωτεύσιμες, μυστήριες και σαγηνευτικές και οι δυο παραμύθι δικό μου.

Η μυρωδιά της θάλασσας με τραβάει κοντά της, βγάζω τα παπούτσια και πλησιάζω δειλά το παγωμένο νερό, νιώθω μέρος της, ξέρει όλα μου τα μυστικά, διαβάζει το μυαλό μου και με τυλίγει στα λευκά της πέπλα. Ένα λάθος έτοιμο να με καταπιεί και όταν πλέον έχω χορτάσει από τη ταραχή της, πλησιάζω δειλά την ηρεμία της φύσης να αποθέσω τα απομεινάρια της ψυχής μου. Αφήνομαι στην αγκαλιά των δέντρων χωρίς να προβάλω καμία αντίσταση, πιστεύοντας πως η θαλπωρή τους θα θεραπεύσουν τις πληγές που άφησε η θάλασσα και με τα χρόνια η αλμύρα τις έκανε να ματώνουν. Κανένας παράδεισος δεν μπόρεσε να με κρατήσει δίπλα του. Το κορμί μου, σαν ένα φόρεμα παλιό, το μετέφερα μία στη θάλασσα μία στο δάσος και στο τέλος έμεινα μισή και κενή στη μέση του πουθενά, να κοιτάζω την απέραντη αμμουδιά που κάποτε είχε καλοκαίρι. Η θάλασσα έστεκε δίπλα της σαν μια ήρεμη συντροφιά και τα δέντρα στολίδια ολοκλήρωναν έναν πίνακα ζωγραφικής, γεμάτο χρώματα χαρούμενα και μυρωδιές καλοκαιριού.

Είμαι ζωντανή. Νιώθω, αισθάνομαι, ακούω το δίλημμα. Το σκοτάδι και το φως δεν μπορούν να ενωθούν και ‘γω στη μέση, βουβή θεατής μιας καλοκαιρινής ακρόασης με πρωταγωνιστές τη νυκτωδία της θάλασσας και τη γαλήνη της φύσης.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη