«Τα αναλώσιμα κιτάπια, τερτίπια ζωής σαν στιγμές και νυχτοήμερες εμπειρίες επανέρχονται…», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Κάποιες  μνήμες της ζωής  σαν στιγμές έρωτα, που όπως και όλοι και όλες κατοικούμε πάνω στο χώμα της γης ετούτης και τις έχουμε ζήσει, μας έχουν γιατρέψει ή δεν μας έχουνε δοθεί  σε μια  αναμονή, σε ένα σκίρτημα, στο κενό, στη στροφή και στον ουρανό  της νοσταλγίας μου  πριν χαθούν για πάντα από προσώπου γης, με κοιτούν ξανά σαν έλεος και εξομολόγηση.  Να μην κάνω το τελευταίο βήμα, να μην τις πετάξω  στον κάλαθο των αχρήστων και των σκουπιδιών. Μιας και γνωρίζουν ότι ο χρόνος τους, ο κύκλος τους -όπως και ο δικός μου- τελειώνει, κλείνει και ό,τι ήταν να γίνει, να ειπωθεί, να φαγωθεί έγινε και δεν  γυρίζει πίσω η ζωή, δεν γυρίζει πίσω τίποτε στη ζωή αφού μαζί τα ζήσαμε και μαζί τα φάγαμε, παίζουν το τελευταίο τους χαρτί. Μα και καλά ήπιαμε και με ένα ψεκάστε – σκουπίστε – τελειώσατε, με αυτά τα ρήματα  μαζί και κατά μόνας καταναλωθήκαμε, αγχωθήκαμε, ερωτευτήκαμε, αναλωθήκαμε, τι άλλο να ζητούν τέτοια ώρα;  Κουβέντα πιάνουμε και από τα χείλη πιανόμαστε σαν πουλιά στην φάκα και στις τσόπνες. Η μνήμη του έρωτα, οι μικρο-εμπειρίες, οι μεγάλες συγκινήσεις των αισθήσεών τους, κρατούν το λυχναράκι τους σε δρόμους νυκτός και σε απίθανα μονοπάτια, ξέφωτα και χαράδρες με βγάζουν. Δεν ξέρω αν πάω γυρεύοντας, δεν ξέρω πόσο κουράγιο έχω ακόμη να κουβαλάω τα ληγμένα τους δρομολόγια και ταξίδια.

Είναι οι μνήμες  έρωτα μικρής και μεγάλης διαρκείας που αιθεροβατούν, ιχνηλατούν, ψυχανεμίζουν το είναι μου και από την αποθήκη, το σκουπιδομάνι του χρονοκράτορα  των εμπειριών και των βιωμάτων μου τα σημεία και τα σημαινόμενα τους τα προτάσσουν ξανά και ξανά. Μα και τα στήθη και τις αναπνοές τους εκεί που τις εκπνέουν, εκεί τους δίνουν και μια δεύτερη ευκαιρία.  Οι αναλώσιμες μνήμες μου κομμάτια ζωής.  Γεμίζουν και τον αέρα της νυχτιάς  με την πρωτόλειά τους μυρουδιά.  Με τα χέρια, τα πόδια, τις δαγκωματιές, με τα χάδια, τα φάρμακα και τα φαρμάκια τους  θωπεύουν το είναι μου.

Με αυτές τις μνήμες τις γυμνές, τις ιδρωμένες, τις λιωμένες σαν από κεριού φλόγες μα και σαν μαγικό κουμπί, που όταν το βρεις πάνω τους και το αγγίξεις και όλος ο κόσμος ανοίγει τις πόρτες του, σπιτώνομαι, ξεσπιτώνομαι και μια στο κρεββάτι τους που τρίζει, μια στην δαγκωμένη φράουλα τους που στάζει ακόμη χυμούς και οξυγόνο στο στόμα, μια στην όποια συνταγή που μαγειρεύει και όλα τα υλικά προσθέτονται με το μάτι της αλλά και στο χρώμα του πρωινού που μπαρκάρει και αναδύεται στον αφρό της κάθε μέρας,  της συνήθειας, της συγκατοίκησης ένα ακόμη καλό ταξίδι αγάπης και θαλπωρής τρέχει, στέκεται ο χρόνος μου μα κάπως δειλιάζει και χάνεται αφηρημένα στις σιωπές των ερώτων, βιωμάτων τούτων και δεν κάνει την τελευταία, την καίρια κίνηση. Την διαγραφή, την απόρριψη, το σβήσιμο της κιμωλίας των θεμάτων τους στο μαυροπίνακα της νύχτας μου.  Τι άλλο να θέλουν άραγε αυτές οι μνήμες; Επιβεβαίωση;

Αν και κρατούν πολύ  λίγο τα γινάτια τους, αν και τα υλικά που είναι πλασμένες -με το ίδιο υλικό τους είμαι και ‘γω- είναι τόσο ελαστικά, επιλεκτικά, λιώνουν, φθείρονται, ξεχνούν, μα πάντα, μα πάντα ένα τίποτε, ένα ψίχουλο, ένας κόκκος τους από όλα τα παραπάνω τους  σημεία λες και βγάζει όλη την εικόνα τους στην επιφάνεια των συναισθήσεων μου.  Και όλα τους τα κομματάκια, τα σπασμένα, τα ραγισμένα, τα τεντωμένα νεύρα, τα γιατί της χαρμολύπης τους  τα ζυμώνει ο χρόνος σαν ψωμιά. Μα όλα τα γλυκά του κουταλιού τους μέλι και αγάπη στάζουν. Τότε και όλα τα νεύματα των δαχτύλων τους μπροστά μου παίρνουν την παλέτα των χρωμάτων και τους τοίχους -τους όποιους τοίχους- τους βάφουν.  Ό,τι βρούνε βάφουν. Σαρώνουν και τους καθρέφτες της ψυχής, χορεύουν τις σκιές του έρωτα τους σε ένα νεφέλωμα μιας πίστας και σε ένα σεντόνι που γλιστράει σώμα με σώμα.  Στα αναλώσιμα κιτάπια της ζωής στιγμιαία και εξακολουθητικά ψάχνω και ψάχνομαι να βρω απαντήσεις ίσως και κάποια όνειρα τους.

Το άγγιγμα, το λίκνισμα, κάποια λέξη τους που πέρασε στο dna των στοχασμών μου. Μόνο με ερωτήματα και υποθέσεις, πιθανότητες λυρισμών τους που αταξίδευτα με ορίζουν και όλα γίνονται καπνός και στάχτη.

Πού να ταξιδεύει άραγε εκείνο το σεντόνι; Σε ποιο πέλαγος, σε ποια βουνοπλαγιά ή σε ποιο σχοινί στεγνώνει η μνήμη του; Και τα δάχτυλα που φτιάχνανε στις πλάτες μας τους χάρτες του σύμπαντος κόσμου, πού να βρίσκονται, σε ποια ράφια και κατώγια κρυμμένα; Ή τα πήρε το ποτάμι των καλών προθέσεων και στον ωκεανό της μνήμης τα πήγε;   Μια Ανακύκλωση, μια ανακεφαλαίωση των πεπραγμένων, ένα χάδι ζωής, μια χειραψία συμβόλαιο και όλα τους τα λόγια σαν εποχιακά και εδώδιμα προϊόντα επανέρχονται, ωραιοποιούν και ωραιοποιούνται τα λάθη, οι αθωότητες, ο σωστός χρόνος συναντήσεως, οι εμπειρίες, οι ωριμότητες. Λόγια, λόγια παχιά που δεν ρωτούν τις εποχές.

Βρέχει όμως μνήμες και ηλιοφέγγαρα ο χρόνος των ερώτων, των μικροπαθών, των μεγάλων αποφάσεών του.  Και τα νυχτοήμερα της ψυχής κρέμονται από τις κλωστές και τα νήματά τους. Και αν περνάνε από δίπλα μου όλες οι σταγόνες της εκδρομής σαν κύματα καλοκαιριού, νιώθουν όμως και τον αέρα τον απογευματινό στο είναι τους αλλά και αναπολούν τα μεγαλεία της βόλτας που λέγεται ζωή, στο όνειρο το ανέγγιχτο καταλήγουν οι δρόμοι του έρωτα.  Μα και εκ του μακρόθεν οι σιωπές και τα ψηλά γράμματα των λόγων του αν και λικνίζονται σαν χρώματα δειλινού  στο κάδρο των ημερομηνιών αν και φιλτράρονται τα βαρέα και ανθυγιεινά παράπονά  του  σαν τα  βακτηρίδια που λιμνάζουν στα ρηχά νερά της μνήμης του ή σαν τις αράχνες που στήνουν φωλιές στις γωνίες των ποιημάτων και κάπου ψάχνουν ένα καλό τέλος να βάλουν στις προτάσεις του, να μοιράσουν το δίκιο της απουσίας ή και να πουν τον πόνο τους, εντούτοις μοιραία καταλήγουν σε μια αιωνιότητα λήθης που η μπογιά τους  άφησε σημάδι στα ζαμάνια του χρόνου μα και στο μεδούλι και στα κόκκαλο των αναμνήσεών μου. Φαίνεται εκ των πραγμάτων ότι εκεί αλυχτούν ακόμη οι εικόνες και οι στιγμές του έρωτα.  Όλα αυτά γίνονται μιας και οι μνήμες, οι υποστάσεις οι δρόμοι – διαδρόμοι από όπου περνάει ο έρως, εφημερεύουν, διανυκτερεύουν  και παρατείνουν τις νύχτες και τις βουτιές των ονείρων του.  Δεν μπορώ να προτείνω, να βολευτώ με άλλη ερμηνεία. Μια μορφή εξάρτησής του  ή εξάρτημά του  γίνεται το εγώ μου στη μηχανή του και στην πορεία των βημάτων μα και στα αποτυπώματά του είμαι μια ανάμνηση από απόσταση και σε κοντινό πλάνο.  Μια πλάνη στην πλάτη και στο πρόσωπο της μυθοπλασίας της στιγμής.

Διπλός, πολλαπλός ο χρόνος θέασης της μνήμης και με μνήμη αναμετριέται η κάθε στιγμή. Στο μεταίχμιο, στη λεπτή γραμμή όπου όλα τα ανθρώπινα λόγια και έργα από έρωτα θέτουν ερωτήματα στην μνήμη.

Εκεί ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι, εκεί το αχ και το διότι, εκεί που φτάνουν τα λοιπόν του εδώ που οι σιωπές μας πιάνουν την γωνιά τους στον καναπέ. Και  μένουν στοιβαγμένες,  ο χρόνος  μας σε κάθε ράφι του, μένουν κυριολεκτικά στο ράφι και  τα δευτερόλεπτα της αναμονής, της υπομονής μας και ξεχνιούνται στα σκοτάδια μα και στα από τα σκοτάδια των εποχών μας τρέφεται  ή καλοδιατηρείται ό,τι αξίζει και ό,τι χρειάζεται.

Προσπαθούν δηλαδή τρόπο τινά να κρατηθούν από το γνωστό σαράκι του χρόνου, από τις ρωγμές και τα πάντα ρει του, μιας και ο χρόνος από παρελθόν, παραμονεύει για  το αύριο και από πολλά θα και να με ρήματα μας ημιτελή, του έρωτα, του πάθους και των στιγμών μας  αναμετριέται. Στην αρωγή και στην ευδοκίμηση των όποιων ρομαντικών στιγμών φευγαλέα ξεχνιόμαστε λες και αυτά τους τα τερτίπια θα συνδράμουν.  Πολύ αναλώσιμα τα γλυκόλογα αυτά. Ακόμη και οι τοίχοι της πυλωτής και του πάρκινγκ της αγοράς που τα φιλοξενεί, δεν μας συγκινεί και πολύ πια.

Τα μη χειρωνακτικά του επαγγέλματα, οι δυνατότητές του φαίνονται στο άγραφο και στο γραμμένο χαρτί της μνήμης, σε αγγίγματα του φανταστικού ντιβανιού, στις φρούδες ελπίδες, στο ντεκολτέ το βαθύ και στο δεκάποντο που τον κάρφωσε η μύτη του πόντο-πόντο. Είναι η φανταστική ιστορία που το μύθο των ιστοριών της κάθε οθόνης τον ζει ή φαντάζεται ότι είναι κομμάτι της ιστορίας της.

Ακόμη  και αν κάνουν μεροκάματο χωρίς πληρωμή και  αρχίζουν ξανά τα παραμύθια τους, τα βάσανα και τους καημούς που τα νυχτοήμερά τους δεν τους περάσανε απέναντι, στο γνωστό τοπίο του χρόνου και στου ήλιου του την μοίρα, έρχεται το φεγγάρι της αυριανής νυχτιάς και τους αλλάζει κυριολεκτικά τα φώτα των σκέψεών τους. Τα ειπωμένα και τα ανείπωτά τους λόγια και έργα ως χείλη και ως σώματα έχουν πιά μια άλλη λειτουργία και μια άλλη θέση παίρνουν στην νύχτα μου. Τα ληγμένα και τα διαρκείας τους υλικά σαν εισιτήρια ταξιδιού που τελείωσε ο ρόλος τους αλλάζουν την διαδρομή του χρόνου με εκπληκτικό τρόπο.  Μα δεν είναι ικανά από μόνα τους να μου αλλάξουν το τι νιώθω και πως να πορευτώ.

Έτσι τριτοπρόσωπα   και με εξημερωμένες πιά τις κραυγές μου σαν βρυχηθμοί λεονταριών ή σαν ταύρος εν υαλοπωλείο γυρνάω μαζί τους, περιφέρομαι σε χορό γύρω από τον ρυθμό τους και είναι θέμα χρόνου πότε τελικά θα πάνε και στο κάδο απορριμμάτων της μνήμης αλλά και στην διαγραφή τους από τις εφαρμογές των κοινωνικών δικτύων. Οι αναλώσιμες μνήμες έστω οι αναμνηστικές, οι επώδυνες, οι ανώδυνες από πρόσωπα και πράγματα μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι. Έτσι τις φαντάζομαι και έτσι τις κουβαλώ . Σε ένα τσουβάλι, σε μια σακούλα, σε σημειώματα δεξιά και αριστερά στων ημισφαιρίων μου τα θυμικά, άθυμα, άγευστα,  ρεαλιστικά και ρομαντικά στήνουν παράσταση. Και αν στους τοίχους μιας εσωστρέφειας νυκτός μου και αν χωρίς έξοδο κινδύνου, χωρίς μια υποψία λέξης στο στόμα τους γαργάρα κάνουνε τα περασμένα, τα ξεχασμένα χρόνια και τις στιγμές μου, ο πανδαμάτωρ χρόνος και το αειθαλές του μάτι, τους κόβει την φούρια.  Γιατί οι μνήμες αυτές δεν έχουν λόγια πιά στα χείλη τους. Δεν μπαίνουν ξανά στο τραπέζι, ούτε για κολατσιό μα ούτε και για χόρταση. Τα ξαναζεσταμένα φαγητά τους δεν κατεβαίνουν στο στομάχι, δεν πείθουν τις πείνες του είναι μου.

Μα και τα υφάδια και οι κλωστές του χρόνου, με τα χρόνια αλλάζουν και τα ρούχα και τη μόδα. Αυτό είναι η μια πλευρά της ούγιας τους. Μια λεπτομέρεια τους  που έφυγε με τα χρόνια και κάτι καινούργιο πιά που ντύνει και στολίζει το σώμα της ψυχής είναι σχεδόν σίγουρο τι θα επικρατήσει.

Προς συμπόρευση συμμόρφωσης, χωρίς την  αρωγή και την ευδοκίμηση καλών ονείρων δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν αλλά και να προτείνουν. Στέκουν πια ανήμπορες στο βάθος του θαλάμου της μνήμης, στις στροφές των δρόμων της πόλης και κάποια βλέμματα πάνω τους, τυχαία μου τις αναζωογονούν.  Μια παράταση στο παιγνίδι μας που γίνεται μονόλογος αν και κρατάει λίγο δεν θα αλλάξει το τώρα, την τροχιά του χρόνου.

Η ζωή κοιτάει μπροστά, οι άνθρωποι χάνονται όσο ρίχνουν άγκυρες στα λιμάνια και στις μνήμες του χθες. Προϊόντα μιας χρήσης οι μνήμες, νοτισμένες σκουριές και μαλάματα μένουν οι αγκαλιές του έρωτα ή ό,τι μοιάζει με έρωτας που ξεχάστηκε στους δρόμους της ζωής, στα πολυκαταστήματα που αγόρασε δυο βρακιά και ντύθηκε του φεγγαριού τη μελωδία, έτσι, για να το λέει.  Αν και οι αναλώσιμες μνήμες του που εκ των προτέρων κρίνουν τα αλλότρια των παραπόνων τους -που στην τελική τους ημιτονία δεν βγάζουν πουθενά οι παρατάσεις της- στρογγυλοκάθονται στον καναπέ, στο χαλάκι της κουζίνας ξυπόλητες γυρνάνε και στο πιθανό σκίρτημα της ακακίας του φράχτη ως ταξίδι που ζητάει μια επανάληψη υπερβάλουν, σηκώνουν τον πήχη και το καπάκι των συγκινήσεων ψηλά . Ξέρουν το παιγνίδι καλά, κρατούν και μικρό καλάθι, κρατούν σακούλες και χαρτοκιβώτια μνήμης στα χέρια τους, κρατούν όμως τον χρόνο μου στα χείλη τους.  Τα κλειδιά της κάθε μου πόρτας στα χέρια, τα αντικλείδια της ψυχής μου στον κόρφο τους τα παίζουν στα δάχτυλα. Τους δίνω όμως το δικαίωμα να το κάνουν, υπερβάλω και υποβάλλονται και στις όποιες λεπτομέρειες των ληγμένων λόγων-μηνυμάτων τους και χώρο τους δίνω στη ζωή μου. Πιάνω κυριολεκτικά τον εαυτό μου να γίνομαι πιόνι τους.  Όπως ακριβώς και οι έρωτες, που δεν ρωτούν πότε και πώς, θα ρίξουν τα βέλη τους, θα σκηνοθετήσουν πώς χτίζεται το αύριο τους -από τα γνωστά κεραμίδια που πέφτουν στο κεφάλι, από τις ματιές που κόβουν τις μιλιές στα χείλη των δυο υποστάσεων και ακαριαία γίνονται ένα σώμα μια ψυχή- και τις εποχές θα τις βαδίσουν δίπλα-δίπλα.

Φυλλοβόλες εκεί που ήταν οι φθορές τους -οι εκ των προτέρων γνώριμες διαδρομές της στεγνής γνώσης- βρήκανε τις καλά προετοιμασμένε, την φύση και την πορεία των εσώψυχων μου να τις ανακατέψουν.

Οι αστάθμητοι και οι στιβαροί, σίγουροι  πια παράγοντες της καθημερινότητάς μου έχουν το κύριο λόγο – ρόλο σε αυτή την κατάσταση των μονολόγων τους.  Αναλώσιμα προβλέψιμα στη γνωστή μονάδα μέτρησης των όποιων αποστάσεων βρέθηκα με τις μνήμες μου να κάνουμε το παιγνίδι ξανά. Σαν να κοιτάζουμε τα ληγμένα προϊόντα της τροφοθήκης της κουζίνας και να τους δίνουμε μια παράταση ζωής. Σαν να μοιράζουμε και  την τράπουλα των ημερομηνιών μας, με ένα θυμάσαι και με ένα  όλα τα βλέπω στα χαρτιά του, μια παράγραφός τους χλωμή γίναμε.

Ένα τσιγάρο δρόμος, στα δυο μέτρα, στο τσακ, στο μόλις και πρόλαβα το τρένο της μικρής και μεγάλης φυγής, στο παραλίγο να γίνει ή να μη γίνει το κακό ή το καλό των πραγμάτων, των αγγιγμάτων  βρέθηκα να μετρώ τα όριά μου, μέχρι που μπορούνε να με πάνε για να μην γίνει η άλωση της πολιορκία των στιγμών των πεπερασμένων, των ληγμένων και αναλώσιμων προθέσεων και επιθέσεων. Σε θέση άμυνας, από θέση εξέδρας έβλεπα τις μάχες τούτες να ξετυλίγουν το κουβάρι τους, έρωτα με έρωτα, σώμα με σώμα και με τον χρόνο μου να τελειώνει σαν μια ακόμη εμπειρία ωριμότητας, αποδόμησα το είναι τους. Με σιγουριά πια είδα τον εαυτό μου πιο σίγουρο, πιο ευαίσθητο και δυνατό και έτσι πήραν τον δρόμο προς το χώρο απορριμμάτων οριστικά. Προς διαγραφή αλλά και συμμόρφωση δεν γύρισα τα μάτια, τα χέρια μου για να τις αποχαιρετήσω στο καλό τους κατευόδιο, στον δικό τους χρόνο.

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη