«Ταινία ‘Xenia’, του Πάνου Χ. Κούτρα», γράφει η Ρόρη Μάτη

Καλωσορίζω το 2017 με μια ελληνική ταινία που έχει γράψει βαθιά μέσα μου.

Εύχομαι σε όλους Καλή Χρονιά και με πολλές καλές ταινίες!

 

 


2014 / «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα

Με την καλύτερη και πιο ώριμη σκηνοθετικά ταινία της καριέρας του, ο Πάνος Χ. Κούτρας δεν περιορίζεται σε ένα καταγγελτικό, πολιτικό σινεμά, αλλά καταθέτει ένα τρυφερό, ουμανιστικό μανιφέστο. Προσφέροντας φιλοxenia, την ιστορική στιγμή που τη χρειαζόμαστε όσο ποτέ.

«Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ;» Η γεμάτη αγωνία κραυγή του Ody (Oδυσσέα) μοιάζει να δραπετεύει από τα μπαζωμένα παράθυρα του ξενοδοχείου «Xenia», εκεί που αυτός και ο μικρότερος αδελφός του Ντάνι έχουν βρει καταφύγιο για μια νύχτα. Στην πλοκή είναι μία ερώτηση πρακτική, αλλά όσα έχεις δει πριν, όσα έχεις μελαγχολικά αναγνωρίσει για τη σύγχρονη χώρα σου, σε κάνουν να τη φαντάζεσαι να αντιλαλεί από τις βουνοκορφές της βορειοδυτικής Ελλάδας, πίσω στις πεδιάδες με τα σκυλάδικα, τις πλατείες των μεγαλουπόλεων που πίνουν τους φραπέδες τους απροκάλυπτα μπάτσοι και φασίστες, τα παγκάκια με τους μετανάστες, τα χαρτόκουτα των άστεγων, τις ανοιχτές τηλεοράσεις των συνταξιούχων που εναλλάσσουν πρωινάδικα και Βουλή των Ελλήνων.

Να φτάνει μέχρι τον καναπέ σου αυτό το «Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ;». Κοίτα μέσα σου, κοίτα έξω. Κι αν μπορείς, απάντησε με ειλικρίνεια. Εσύ, ο θεατής. Εσύ, ο ξένος.

Ο Οdy δε θέλει να λέγεται πια έτσι. Χρησιμοποιεί το ελληνικό όνομά του ολόκληρο. Οδυσσέας. Ζει στην Αθήνα, δουλεύει σε τοστάδικο στο κέντρο, προσπαθεί να στρώσει τη ζωή του, να μην θυμίζει την αλβανική του καταγωγή, να μην προκαλεί. Σε λίγες μέρες θα κλείσει τα 18.

Ο Ντάνι, Ντάνιελ, είναι ο μικρότερος αδελφός του. Ένας 16χρονος έντονος, πληθωρικός γκέι έφηβος, που κρατάει την παιδικότητά του σφιχτά και τρυφερά, όπως και το λευκό του κατοικίδιο κουνέλι και πιπιλάει αυθάδικα τα γλειφιτζούρια του.  Μέχρι πρότινος ζούσε με την αλκοολική αυτοκαταστροφική μητέρα τους στα Χανιά. Αλβανίδα, που είκοσι χρόνια πριν είχε πακετάρει το πτυχίο της από το Ωδείο των Τιράνων, τα όνειρά της να γίνει τραγουδίστρια και την απόγνωση της χώρας της και είχε έρθει στη δική μας – την 90ς Γη της Επαγγελίας.

Μόνο που εκεί την υποδέχτηκε ένας Έλληνας νταβατζής, της έκανε δύο παιδιά, την πλάσαρε στα σκυλάδικα της επαρχίας και όταν τα αγόρια ήταν 2 και 6 ετών, βγήκε για τσιγάρα και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Ντάνι τώρα ήρθε στην Αθήνα και τον μεγάλο αδελφό του για να του ανακοινώσει ότι η μητέρα τους πέθανε. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της όμως του αποκάλυψε ότι ο «Ακατανόμαστος» ζει. Έχει αλλάξει το επίθετό του, βάζει υποψηφιότητα με την ακροδεξιά στη Θεσσαλονίκη, η πραγματική του ιδιότητα όμως είναι προστάτης σε νυχτερινά κέντρα. Ο Ντάνι έχει ένα σχέδιο. Να πάνε να τον βρουν. Να του ζητήσουν το λόγο για το παρελθόν. Να διεκδικήσουν όσα τους ανήκουν για το μέλλον. Και ταυτόχρονα ο Οδυσσέας, που έχει κληρονομήσει το ταλέντο και το χάρισμα, μπορεί να αναστήσει ξανά το όνειρό του και το όνειρο της μητέρας τους: να τραγουδήσει το αγαπημένο τους κομμάτι της Πάτι Πράβο στο διάσημο ελληνικό τηλεοπτικό reality, που αυτή την εποχή κάνει ακροάσεις στη συμπρωτεύουσα. Να γίνει Greek star. «Γιατί όχι; Έχεις κάθε δικαίωμα. Είμαστε μισοί Έλληνες».

Ο Πάνος Χ. Κούτρας ξεκινάει τη συμβολική Οδύσσεια των δύο αταίριαστων αδελφών από εκεί που πρέπει: το υπό πολιορκία θαρρείς κέντρο της σύγχρονης Αθήνας. Η κάμερά του περιπλανιέται με μελαγχολία στην κατάντια της. Καταγράφει αφαιρετικά όσο και αδέκαστα την κρίση της που, όχι, δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι μία κρίση ηθική και βαθιά ριζωμένη, που τώρα βρήκε αφορμή για να ξεράσει την τοξική χολή της – ξενοφοβία, ομοφοβία, οργή και απροκάλυπτη βία απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό.

Το βλέμμα του Κούτρα όμως δεν είναι απλά κι εύκολα καταγγελτικό. Ταυτόχρονα κοιτά ψηλά. Αναρριχάται με τρυφερότητα στις ταράτσες της, στους ανοιχτούς της ορίζοντες, στο ζεστό της ανοικονόμητο φως. Πόσο περίεργο: η Ακρόπολη να στέκεται ως σύμβολο παραπλανημένων φασιστών. Η Ακρόπολη να στέκεται ως ακλόνητο μνημείο καλλιμάρμαρης ομορφιάς. Και αντοχής, που μας ξεπερνά όλους.

Όχι, το «Xenia», το εμφανές λογοπαίγνιο για την αφιλόξενη χώρα μας απέναντι στους μετανάστες όσο και τους ίδιους τους πολίτες της, δεν θα έχει σκοπό να είναι μία πικρή, στρατευμένη παραβολή. Ο Κούτρας (και ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης που συνυπογράφει το σενάριο) δεν κοιτούν την Ελλάδα με αδιέξοδη απόγνωση από τα ρημαγμένα μπαλκόνια του εγκαταλειμμένου ομώνυμου ξενοδοχείου στην Κοζάνη. Ούτε κατηγορούν μονοδιάστατα τους Έλληνες, βγάζοντας λάδι τους ξένους. Το κακό δεν γνωρίζει ιθαγένεια. Ούτε όμως και το καλό.

Τα δύο αδέλφια ξεκινούν κυνηγημένοι, απόκληροι και τυχοδιώκτες ένα ταξίδι δρόμου που σε κάθε σταθμό του, ανάμεσα στα σκουπίδια και τη λαμογιά, θα αποκαλύπτει και τη χαμένη μας ανθρωπιά, το δαιμονισμένο χιούμορ που ξεπροβάλει παντού, το κουράγιο, την τρέλα μας. Τον ουμανισμό που κουβαλάμε μέσα μας, αχαρτογράφητα. Την αγάπη, τα όνειρα, την πραγματική μας ταυτότητα που δε χρειάζεται δαχτυλικό αποτύπωμα, διακήρυξη φρονημάτων, παντιέρα. «Εμείς θα είμαστε παντού ξένοι, έτσι; / «Όχι, εμείς θα νιώθουμε παντού σπίτι μας».

Οι δύο πρωταγωνιστές του «Xenia», οι πρωτοεμφανιζόμενοι Κώστας Νικούλι και Νίκος Γκέλια, είναι ένα τολμηρό κερδισμένο στοίχημα. Εχουν χημεία, ωμή ενέργεια, επικοινωνιακή ειλικρίνεια. Ο Γκέλια σ’ έναν ρόλο πιο προσγειωμένο και στιβαρό, βάζει πλάτες. Ο Νικούλι, σε κάτι που θα μπορούσε να έχει βγει καρικατούρα, δημιουργεί ένα πλάσμα που δεν μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς. Σε μικρότερους ρόλους οι Γιάννης Στάνκογλου και Μαρίσα Τριανταφυλλίδου γλιστρούν με αυταπάρνηση κάτω από το δέρμα του (έτσι κι αλλιώς) ένοχου, εγωιστή νεοέλληνα, παρέχοντας μία σαρκαστική χιουμοριστική κάθαρση (που ίσως ξενίσει  ένα κομμάτι θεατών). Κι ο Άγγελος Παπαδημητρίου είναι το απόσταγμα της μεγάλης, παράδοξης, φιλόξενης ελληνικής καρδιάς.

Ο Κούτρας, στην καλύτερη σκηνοθετικά στιγμή του, στήνει τα κάδρα του μεγαλόπρεπα, με απαράμιλλη αισθητική και ζεστασιά. Η στιβαρή διεύθυνση φωτογραφίας της Γαλλίδας Ελέν Λουβάρ και του Σίμου Σαρκετζή, πλημμυρίζει τον όγκο των πλάνων (ακόμα και στις πιο άγριες στιγμές της πλοκής) με μία υγρή γλύκα, σαν να θέλει το ελληνικό φως να σε καθησυχάσει: έρχονται καλύτερες μέρες.

Πάνω από όλα όμως η ταινία απογειώνεται από την μουσική – την camp λατρεία για τις μελό ιταλικές μπαλάντες των 70ς που σε απογειώνουν και τη glam ντίσκο που σε κάνει να χορεύεις με τα χέρια ανοιχτά στον ουρανό νιώθοντας ζωντανός, όταν η πραγματικότητα στη γη μπορεί να είναι ακίνητη, σαθρή. Κι όταν όλα τα άλλα εγκαταλείπουν, ο δημιουργός βγάζει από το καπέλο του… λαγούς. Αυτές τις τολμηρές σκηνές μαγικού ρεαλισμού, που σε όλη την καριέρα του ο Κούτρας χρησιμοποιεί συγκινητικά και καθησυχαστικά: σαν το λούτρινο παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων που δε θα πάψουμε ποτέ να αναζητούμε. Κι αν είμαστε τυχεροί, θα μας το παρέχει το σινεμά.

Κι εμείς που ζούμε στη σινεφίλ φούσκα μας  τρομάζοντας στη σκέψη της επιστροφής, της σύγκρουσης με το παρόν και το άγνωστο μέλλον μας. Μην ξέροντας πια τι είναι πατρίδα μας. Μην έχοντας απαραίτητα κοινή γλώσσα με τους ιθαγενείς της. Μη γνωρίζοντας αν πλέον χωράμε, αν ανήκουμε κάπου ιδεολογικά, πολιτικά, εθνικά.

Βλέποντας το Χenia νοιώθεις πολλές φορές να υγραίνονται τα μάτια σου.

Ταυτόχρονα έχεις την επίγνωση ότι όσο θα υπάρχουν ταινίες που θα επανανακαλύπτουν την ομορφιά της ζωής σε διαδρομές που μας επιστρέφουν μέσα μας, που  ανοίγουν τις αγκαλιές και τα μάτια μας στις εναλλακτικές μας οικογένειες και  μας στέλνουν προς το ηλιοβασίλεμα χαμένους, αλλά με ένα τραγούδι στα χείλη, τότε όλα θα πάνε καλά. Κι εμείς θα μείνουμε για πάντα παιδιά.

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη