«Ταινία ‘Morte a Venezia – Death in Venice – Θάνατος στη Βενετία’, του Λουκίνο Βισκόντι», γράφει η Ρόρη Μάτη

Το «Θάνατος στη Βενετία» είναι ένα μικρό αριστούργημα. Γράφτηκε το 1912 κι είναι ένα εκπληκτικής δεξιοτεχνίας χρονικό της παρακμής, της κάθε είδους παρακμής. Ο Τόμας Μαν αναλύει και καταγράφει με ακρίβεια τις τάσεις της εποχής του, τις αγωνίες της ωριμότητας, την άβυσσο του θανάτου, που περισσότερο από τον καθένα βιώνει και αισθάνεται ο καλλιτέχνης,  ο δημιουργός.
Ο Γκουστάφ φον Άσενμπαχ δεν θυμίζει απλά τον Τόμας Μαν. Είναι μια μορφή πλασμένη κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Είναι το είδωλο του συγγραφέα. Ο ίδιος μιλούσε γι’ αυτόν, «σαν να ‘τανε κάποιος παλιός φίλος, που έχει πια πεθάνει».
Ο Άσενμπαχ δεν διστάζει να βαδίσει προς την άβυσσο, προς το θάνατο, προκειμένου να ανιχνεύσει την αλήθεια και το ψέμα στη ζωή του. Κι ο καταλύτης, που θα τον οδηγήσει ν’ αντιστρέψει τις έννοιες του ψεύτικου και του αληθινού, έτσι όπως τις έχει γνωρίσει ως τότε, δεν είναι άλλος απ’ τον έρωτα. Το κάνει έξω απ’ το σκηνικό της καθημερινότητας του, μπροστά στην απέραντη θάλασσα.
“Γιατί η θάλασσα δεν είναι ένα τοπίο σαν όλα τα άλλα”, έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας λίγα χρόνια αργότερα. “Είναι το βίωμα της αιωνιότητας, του τίποτα και του θανάτου. Ένα μεταφυσικό όνειρο”.
Λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή της νουβέλας, ο ίδιος ο Τόμας Μαν έλεγε: “Γράφοντας το ‘Θάνατο στη Βενετία’, ήθελα να αποτυπώσω, να εκφράσω το πρόβλημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια ιστορία όμορφη κι επικίνδυνη μαζί, συγκλονιστική, απειλητική, φοβερή, που δεν θα ωραιοποιεί τίποτα, δεν θα αποκρύπτει τίποτα.”

*

Η στήλη μου στη “Λόγω Γραφής” έχει τίτλο “Έβδομη & άλλες τέχνες”. Σήμερα θα καταθέσω τις σκέψεις μου για μια αριστουργηματική ταινία που για να γίνει συνεργάστηκαν πολλές τέχνες.

Προσωπικά είναι η πιο αγαπημένη μου και στο εικαστικό της κομμάτι τη συγκρίνω μόνο με “Το χρώμα του ροδιού” του Σεργκέι Παρατζάνοφ.

Δεν θα γράψω λοιπόν μια απλή κριτική. Όσα καταφέρω να γράψω θα είναι ουσιαστικά μια κατάθεση ψυχής.

Ο Βισκόντι γύρισε αυτή την ταινία το 1971. Βασίστηκε στην εκπληκτική νουβέλα του Τόμας Μαν με τον ομώνυμο τίτλο. Τον κατατάσσω στους σκηνοθέτες που στους πρωταρχικούς του στόχους είχε την αισθητική τελειότητα των ταινιών. Αλλά σ’ αυτή την ταινία στην κυριολεξία δίνει τα πάντα.

Προσφεύγει στον μεγάλο Γκούσταβ Μάλλερ, που το adagietto του από την Πέμπτη Συμφωνία διατρέχει όλη την ταινία. Ακούγονται και αποσπάσματα από την τρίτη συμφωνία του. Μέχρι στιγμής έχουμε μια απόλυτα αρμονική συνεργασία τριών τεχνών. Μουσική, λογοτεχνία, σκηνοθεσία.

Πριν προχωρήσω στις ερμηνείες θα σταθώ σε μια ακόμα τέχνη που μεγαλουργεί στην ταινία. Η εικαστικότητα. Είναι σαν να βλέπεις συνεχώς ζωγραφικούς πίνακες. Η φωτογραφία του Πασκουαλίνο Ντε Σάντις ανεπανάληπτη! Χρωματική πανδαισία, ενδυματολογική τελειότητα, με φόντο ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με εκλεκτούς ή πολύ αξιοπρεπείς ενοίκους.

Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ο Ντεργκ Μπόγκαρντ, φτάνει στη Βενετία καταπονημένος σωματικά και ψυχικά. Για ξεκούραση, για να παλέψει με προσωπικά αδιέξοδα, για μια αποτίμηση όσων έχει δημιουργήσει στη ζωή του; Προσωπικά πιστεύω για όλα αυτά. Όμως από την πρώτη μέρα μαγεύεται από την εκπληκτική ομορφιά ενός παιδιού σε προεφηβική ηλικία. Ο νεαρός Μπιόν Άντερσεν είναι πράγματι η επιτομή της ομορφιάς και έχει απόλυτη γνώση αυτής της ομορφιάς.

Ο Τάτζιο της ταινίας είναι ο απόλυτος μικρός νάρκισσος, που αμέσως αντιλαμβάνεται το ενδιαφέρον του καθ’ όλα αξιοπρεπή Άσενμπαχ. Με κάθε ευκαιρία γυρίζει γύρω του υπομειδιώντας, στην τραπεζαρία, στα σαλόνια, στην παραλία. Το βλέμμα του καρφωμένο στο βλέμμα του καταπονημένου μεσήλικα.

Η Συλβάνα Μαγκάνο, στο ρόλο της μητέρας του, δεν εντοπίζει αυτό το παιχνιδάκι του γιού της. Είναι παρούσα παντού με ελεγχόμενη αυστηρότητα προς τις μικρές παιδικές αταξίες του γιού της. Ένα παιδί είναι και έτσι το αντιμετωπίζει. Καθόλου δεν καταλαβαίνει την αγωνία του Άσενμπαχ. Η στυλιστική και μόνο άψογη παρουσία της είναι επίσης ένα ακόμα ατού της ταινίας.

Η βασανιστική έλξη του Άσενμπαχ προς τον Τάτζιο δεν γίνεται ποτέ πράξη. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο του συγγραφέα και ο Βισκόντι ακολουθεί πιστά το πνεύμα του Τόμας Μαν και της νουβέλας του. Είναι η κατάθεση των κερδισμένων και χαμένων στη ζωή του κεντρικού ήρωα.

Είναι ίσως και η τελευταία του προσπάθεια απελευθέρωσης συναισθημάτων, που η παρουσία του Τάτζιο έφερε στην επιφάνεια. Ίσως και ο φόβος του θανάτου, μιας και φτάνει στη Βενετία σοβαρά άρρωστος. Ο Τάτζιο είναι η τελευταία αναλαμπή τού μέσα του σύμπαντος.

Η επιδημία πανώλης που ενσκήπτει στη Βενετία είναι ακόμα ένα εμπνευσμένο συγγραφικά εύρημα του Τόμας Μαν. Γιατί δρα σαν καταλύτης. Ακόμα και οι σκηνές πανικού στους μισοσκότεινους δρόμους της Βενετίας αποδίδονται από τον Βισκόντι με υποδειγματικό τρόπο. Η κλονισμένη υγεία του Άσενμπαχ πλήττεται οριστικά από την επιδημία.

Αλλά η μόνη του αγωνία δεν είναι το βιολογικό του τέλος που έρχεται. Δεν είναι ο θάνατος αλλά η συνέχιση της ζωής και της ομορφιάς. Γι’ αυτό το τελευταίο πράγμα που κάνει είναι να συμβουλεύσει τη μητέρα να εγκαταλείψει με τον Τάτζιο τη Βενετία το ταχύτερο.

Δεν υπάρχει σεκάνς που να είναι κάτι λιγότερο από αριστούργημα. Αλλά η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι υπόδειγμα κινηματογράφησης και ερμηνείας.

Υπάρχει στο διαδίκτυο όχι μόνο η συγκλονιστική τελευταία σκηνή αλλά και ολόκληρη η ταινία. Αλλά η μαγεία της δεν χωρά παρά μόνο στη μεγάλη οθόνη.

Σαν πληροφορία αναφέρω πως πριν κάποια χρόνια στο φεστιβάλ των Καννών η ταινία αναδείχθηκε ως η κορυφαία της τελευταίας 25ετίας.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη