«Τέλος», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

Όταν ακούστηκε ο ήχος των κλειδιών στην πόρτα, πάγωσαν κι οι τρεις τους. Τα μάτια της Μαργαρίτας χάιδεψαν τα παιδιά τρυφερά, για να τα καθησυχάσουν. Ο μικρός με μια κίνηση παράτησε το πιάτο του και μαζεύτηκε κοντά της.

-Μαμά… φοβάμαι… ψιθύρισε μουδιασμένα και την αγκάλιασε από τη μέση.

-Μη φοβάσαι ψυχή μου, ο μπαμπάς μας αγαπάει… προσπάθησε εκείνη να τον εμψυχώσει ψιθυριστά για να μην τους πάρει χαμπάρι εκείνος.

-Και σένα; Τη ρώτησε στον ίδιο τόνο το παιδί, καρφώνοντας με το βλέμμα του την ύποπτη μελανιά που στόλιζε γι’ άλλη μια φορά το μέτωπό της.

-Και μένα βέβαια… του τόνισε σιγανά και τον έσπρωξε μαλακά ξανά στη θέση του.

Σε λίγο, άκουσαν το αργό, συρτό βήμα του να ζυγώνει στην κουζίνα. Κάποτε, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή η γυναίκα, τα παιδιά πετάγονταν από τις καρέκλες από τη χαρά τους σαν ελατήρια, για να τρέξουν ως την είσοδο να υποδεχτούν τον πατέρα τους. Τότε, που τον περίμεναν κι οι τρεις τους για να φάνε όλοι μαζί. Τότε, που τα παιδιά δεν τον φοβούνταν, αλλά τον αγαπούσαν.

Ο άντρας πλησίασε στο τραπέζι κι έριξε μια ματιά στο φαγητό, χωρίς να τους χαιρετήσει. ‘’Πάλι φασόλια…’’ σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του με απέχθεια και κάθισε στη θέση του. ‘’Ας μας έφερνες εσύ μπριζόλες…’’ ήθελε να του φωνάξει εκείνη, αλλά δεν το ‘κανε, όπως δεν το τόλμησε ποτέ, εδώ και κάποια χρόνια. Απεναντίας, έκανε υπομονή. Από πού την αντλούσε τόση υπομονή; Αναρωτιόταν συχνά, κάθε φορά που έφτανε στα όριά της.  Ο φόβος της να μην χειροτερέψει τα πράγματα αν εκείνη αντιδράσει και στρέψει την οργή του μετά στα παιδιά, ήταν σίγουρα αυτός, που τη φόρτιζε να υπομένει αυτή την κατάσταση. Και τα υγρά μάτια των παιδιών της, κατέληγε με σιγουριά αμέσως μετά, επιβραβεύοντας σιωπηλά τον εαυτό της για το κουράγιο της.

Η ανάσα του μύριζε από μακριά αλκοόλ. Τα παιδιά σταμάτησαν να τρώνε και κοιτούσαν σιωπηλά τα πιάτα τους. Η Μαργαρίτα σηκώθηκε γρήγορα να του σερβίρει και τους έκανε για άλλη μια φορά νόημα με τα μάτια να συνεχίσουν. Τελευταία, όταν ήταν εκείνος μπροστά, με τα μάτια μιλούσαν μεταξύ τους. Τα παιδιά υπάκουσαν κι άρχισαν ξανά να τρώνε σιωπηλά.

-Τι κρεμασμένα μούτρα είναι αυτά που έχετε ρε λεβέντες; Έτσι σας έμαθε η μάνα σας να υποδέχεστε τον πατέρα σας; τους φώναξε θυμωμένος.

Ο μικρός κοκάλωσε στη θέση του κι άφησε πάλι το κουτάλι κάτω από τον φόβο του.

-Γεια σου μπαμπά, ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή.

Η Μαργαρίτα του σέρβιρε τη μερίδα του κι έκοψε ακόμα δυο φέτες ψωμί. Κάθισε ξανά δίπλα στα παιδιά κι συνέχισε ανόρεχτα να τρώει. Εκείνος την παρακολουθούσε με το εξαγριωμένο βλέμμα του.

-Και το ψωμί χθεσινό! Ούρλιαξε ξαφνικά πετώντας τη φέτα απ’ τα χέρια του. Τι γίνεται εδώ μέσα, μου λες; Μας τρέλανες στα όσπρια μια βδομάδα τώρα! Βαριέσαι να μαγειρέψεις; Το κέρατό μου μέσα! Πάρτο από δω, δεν πεινάω… συνέχισε φωνάζοντας κι έσπρωξε το πιάτο του με δύναμη μακριά.

Τα παιδιά σηκώθηκαν και τα δυο απ’ τις καρέκλες. Ο μικρός άρχισε να σιγοκλαίει και να καρφώνει τη μάνα του με το βλέμμα ζητώντας οδηγίες. Ο μεγάλος με βουρκωμένα μάτια και τα χείλη του να τρέμουν, μουρμούρισε σιγανά…

-Μαμά, εμείς φάγαμε. Μπορούμε να πάμε στο δωμάτιο;

Η Μαργαρίτα τους ένευσε καταφατικά με το κεφάλι κι άρχισε να συμμαζεύει το τραπέζι.

-Δε θα πάτε πουθενά! Εμένα δε με ρώτησε κανείς… Τι ρόλο παίζω εγώ εδώ μέσα; Καθίστε κάτω κι οι δυο. Εγώ είμαι ο αφέντης… ούρλιαξε ξανά ο άντρας μανιωμένος.

Τα παιδιά υπάκουσαν από φόβο και κούρνιασαν σαν σπουργίτια ξανά στη θέση τους.

-Ασε τα παιδιά να φύγουν, τον παρακάλεσε με βραχνή φωνή, που δεν αναγνώρισε για δικιά της.

Ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα, που ήταν σίγουρη πως την άκουγαν κι οι υπόλοιποι. Ένιωθε τα μάτια της να την τσούζουν από τα δάκρυα του θυμού που ξεπηδούσε γι’ άλλη μια φορά από μέσα της και γύρευε διέξοδο απεγνωσμένα. Ένιωθε τα μάτια των παιδιών της, να κεντάνε στην καρδιά της τον τρόμο που τους προκαλούσε ο ίδιος τους ο πατέρας. Καρφωμένα πάνω της, να γυρεύουν απελπισμένα μια απάντηση που δεν ήταν σε θέση να τους δώσει. Πνιγόταν από οργή, θυμό, κούραση, παράπονο, αγανάκτηση. Ένιωθε υπεύθυνη γι’ αυτό το δράμα που παιζόταν εδώ και καιρό στο σπίτι της με πρωταγωνιστή εκείνον. Για τον φόβο, που φώλιαζε στα μάτια των παιδιών της. Για το λαβωμένο τους βλέμμα, που κρεμόταν πάνω του η θλίψη, κάθε φορά που την κοιτούσαν.

Προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Ακούστηκε σαν ήχος ποτηριού που θρυμματίζεται στο πάτωμα.  Ο μικρός άρχισε να κλαίει δυνατά και να την κρατάει από τη μέση κι ο μεγάλος μπήκε ανάμεσά τους για να τον αποτρέψει. Αισθάνθηκε τα κορμάκια τους σαν ασπίδα να την προστατεύουν από την οργή του. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα της απόγνωσης. Τι να κάνει; Πώς ν’ αντιδράσει μπροστά στα παιδιά; Πώς να φερθεί για να μην τα πληγώσει κι άλλο; Μονάχα αυτά σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή. Μονάχα την καρδούλα τους που είχε φύγει από τη θέση της και χτυπούσε σαν καμπάνα λυπητερή μέσα στ’ αυτιά της.

Εκείνος συνέχισε να ουρλιάζει θυμωμένος και να πετάει απ’ το τραπέζι ότι έβρισκε μπροστά του. Ο ήχος από τα πιάτα που έσκαγαν στο πάτωμα, έκανε τα παιδιά να τινάζονται λες κι αυτό το κάτι που έσπαγε, γινόταν μέσα τους, στην ψυχή τους. Γύρισε και τους κοίταξε έτσι όπως είχαν στριμωχτεί αγκαλιασμένοι σε μια γωνιά κι οι τρεις τους.

-Δεν έχουν να πάνε πουθενά. Εδώ θα μείνουν. Δεν κατάλαβα; Τρομάζεις τα παιδιά; Τα στρέφεις εναντίον μου; Να φοβούνται τον πατέρα τους, σκύλα; Τώρα θα σου δείξω εγώ… ούρλιαξε πηγαίνοντας προς το μέρος της.

Ο μεγάλος της γιος συνέχισε να την υπερασπίζεται με το κορμάκι του. Στεκόταν μπροστά της σαν βράχος, σαν ασπίδα για να την προστατέψει απ’ τη μανία του. Εκείνος μάνιωσε περισσότερο από την αντίδραση του παιδιού. Το άρπαξε ξαφνικά απ’ την μπλούζα και το έσπρωξε με όλη του τη δύναμη μακριά απ’ τη μάνα του. Το παιδί παραπάτησε προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του κι έχασε την ισορροπία του. Χτύπησε με δύναμη πάνω στο μάρμαρο της κουζίνας κι έπεσε στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Η Μαργαρίτα τρελάθηκε απ’ την αγωνία της. Κοιτούσε συγκλονισμένη με γουρλωμένα μάτια όλη τη σκηνή, ενώ κρατούσε σφιχτά το μικρό αγόρι στην αγκαλιά της, που παραληρούσε πια απ’ το κλάμα. Το αγόρι έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα ακίνητο στο πάτωμα κι ύστερα έριξε μια βουρκωμένη ματιά στη μάνα του για να την καθησυχάσει.

 -Δεν χτύπησε, δεν χτύπησε! Παναγιά μου σ’ ευχαριστώ που είσαι δίπλα μας… μουρμούριζε εκείνη σαν χαμένη αδιαφορώντας για την παρουσία του. Μα τι κάνει; Τι κάνει; Αν δεν έβαζε η Παναγιά το χεράκι της… Αν δεν τους λυπόταν εκείνη… Άκουγε μια οργισμένη φωνή μέσα της να ουρλιάζει απελπισμένα.

Άπλωσε το χέρι της κι άρπαξε απ’ τον πάγκο ένα παρατημένο πιάτο. Πριν προλάβει εκείνος ν’ αντιδράσει, του το πέταξε με δύναμη στο πρόσωπο κι ύστερα έσπρωξε και τα δυο παιδιά πίσω της, ορθώνοντας το σώμα της μπροστά τους σαν οχυρό. Το πιάτο έσκασε με δύναμη πάνω στην επιφάνεια του ψυγείου κι εκείνος παρέμεινε άναυδος να την κοιτάει σαν χαμένος. Η Μαργαρίτα γνώριζε καλά τι θα επακολουθούσε. Μάντευε πια κάθε του κίνηση, κάθε του σκέψη. Σήμερα, όμως, δεν θα του έδινε κανένα περιθώριο ν’ αντιδράσει όπως τις άλλες φορές. Λέαινα θα γινόταν, για να προστατέψει τα παιδιά της με κάθε τρόπο κι εκείνος το κατάλαβε, αμέσως μετά την οργισμένη αντίδρασή της. Η απρόσμενη επίθεσή της μπροστά στα παιδιά, τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Αντιλήφθηκε ξαφνικά τις προθέσεις της κι αποφάσισε να παραιτηθεί. Σήκωσε το θολωμένο βλέμμα του πάνω τους κι ύστερα γύρισε την πλάτη του και πήρε τον δρόμο για την έξοδο. Έφυγε. Ανάσαναν κι οι τρεις τους όταν άκουσαν την πόρτα να κλείνει με δύναμη πίσω του.

Τα παιδιά κούρνιασαν στην αγκαλιά της αποκαμωμένα από την ένταση. Η Μαργαρίτα  τα έσφιγγε με δύναμη στην αγκαλιά της κι έψαχνε απεγνωσμένα λέξεις τρυφερές να τα καθησυχάσει. ‘’Τελευταία φορά… σας το υπόσχομαι… Ποτέ ξανά…’’ τους ψιθύριζε συνέχεια για να ηρεμήσουν. Ο φόβος βάραινε αφόρητα μέσα στο δωμάτιο. Οι ακανόνιστες ανάσες των παιδιών της, που πάσχιζαν να βρουν τον ρυθμό τους, συνόδευαν το μουρμουρητό της. Το χλωμό νυσταγμένο φως του κομοδίνου φώτιζε αχνά τα πρόσωπά τους. Δυο ώρες πέρασαν από τη στιγμή που εκείνος έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του. Δυο ώρες κι η καρδιά της ακόμα να πάει στη θέση της. Έχασε για τα καλά κι αυτή τον ρυθμό της. Οι σκηνές περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια της, ξυπνώντας μέσα της την αγανάκτηση. Απόψε το πήρε απόφαση. Ποτέ ξανά. Σε λίγες μέρες πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και τα παιδιά της τα τελευταία χρόνια δεν τα γιόρτασαν όπως θα άρμοζε στην παιδική ψυχούλα τους. Τα λαβωμένα μάτια τους την ξύπνησαν για τα καλά από τον λήθαργο της απόγνωσης που είχε βυθιστεί τα τελευταία χρόνια.

‘’Τελευταία φορά μαμά…’’ ψέλλισε ο μικρός μες στα αναφιλητά του με παράπονο, όπως τον έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά της απ’ την κούραση.

‘’Τελευταία, μωρό μου, ησύχασε…’’ τον βεβαίωσε τρυφερά η Μαργαρίτα με περίσσιο σθένος. ‘’Τέλος.‘’ σιγούρεψε μετά βουβά τον εαυτό της βάζοντας τελεία για πάντα σ’ αυτή την άρρωστη σχέση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη