«Συγχώρεση ανάμεσα από χρώματα μωβ κυκλάμινου», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη    

Το χιόνι έπεφτε απαλά όλο το βράδυ. Σηκώθηκε πολλές φορές από το κρεβάτι και το κοίταζε πίσω από το παράθυρο. Της άρεσε πάντα να κοιμάται με τα παντζούρια ανοιχτά. Ξύπναγε κάποιες φορές το βράδυ και ήθελε να βλέπει έστω και αστραπιαία όλες τις φάσεις της νύχτας.

Απόψε ένοιωθε τις νιφάδες να πέφτουν απαλά στο περβάζι του παραθύρου της. Κάποια στιγμή, πίστεψε  πως έμπαιναν στo δωμάτιό της  και απλώνονταν σαν χιονάτη κουβέρτα πάνω στο κρεβάτι της. Ήταν όμως όνειρο, που την ξύπνησε, δημιουργώντας της μια παράξενη ανησυχία, μολονότι η λευκότητά του  ήταν καθησυχαστική. Τελευταία τα όνειρά της είχαν μια παράξενη χροιά. Της προκαλούσαν τριγμούς στη σκέψη. Ίσως και να την τρόμαζε το ταξίδι, που είχε σκεφθεί και σχεδιάσει.

Ένοιωθε παράξενα. Σαν κάποιος να είχε εμφυτεύσει στο μυαλό της την απόφαση   αυτή και όχι η ίδια. Ταξίδι  εξιλέωσης το ονόμαζε η ίδια, φωνάζοντας το δυνατά και ας μην έπαιρνε απάντηση από τον ίδιο τον εαυτό της.

Σηκώθηκε κακόκεφα από το κρεβάτι. Η βραδινή χιονόπτωση συνεχιζόταν, έχοντας  στολίσει  στα λευκά όλη την επιφάνεια της γης. Έφτιαξε καφέ και  άρχισε με αργούς ρυθμούς να συντονίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις της.

Εκείνο το τηλεφώνημα την περασμένη εβδομάδα την είχε αναστατώσει. Η ματιά της έπεσε στη μισογεμισμένη  βαλίτσα στο χολ και  μελαγχόλησε. Την έβλεπε μέρες και θλιβόταν. Δεν  ήξερε αν έπρεπε να την αδειάσει ή να την κλείσει. Δεν ήξερε επιπλέον αν θα έπαιρνε την απόφαση να κάνει αυτό, που είχε συμφωνήσει με την ψυχή και τη λογική της, ίσως και τα αισθήματά της, που τελευταία είχαν διαφοροποιηθεί από το παρελθόν και ας μην ήθελε και η ίδια να το παραδεχτεί.

Σαν κλεισμένος κάλυκας λουλουδιού ήταν η ζωή της, που μάταια προσπαθούσε να βγει στο φως της μέρας, να αποδεσμευτεί από τα ίδια τα δεσμά της, αλλά  δεν μπορούσε. Σκέφτηκε πως ίσως να το κατάφερνε με τις ανάλογες αποφάσεις, μολονότι είχε πολύ καθυστερήσει.

Στο αεροδρόμιο αργότερα, ένοιωθε λιγότερο ταραγμένη. Ίσως να βοηθούσε σε αυτό η σύντομη επαφή της  με μια  παράξενη  περίοδο του παρελθόντος  της. Την πήρε ο ύπνος στο αεροπλάνο και ονειρεύτηκε τον εαυτό της σε μικρή ηλικία και εκείνη να της τραγουδάει ένα παιδικό τραγούδι, που της άρεσε. Τα   χέρια της ήταν τυλιγμένα στο λαιμό της, εκείνης, που  όμως   δεν  κοίταζε  την ίδια, αλλά τον πατέρα. Εκείνος στεκόταν πίσω της, με  θλιμμένο χαμόγελο και σκοτεινά τα μεγάλα καστανά μάτια του.

«Μαμά» τη ρώτησε στο όνειρο «μ’ αγαπάς;»

Eκείνη, δεν  απάντησε, μόνο της χαμογέλασε, κοιτώντας πάντα τον πατέρα. Ξύπνησε ταραγμένη. Το απαλό άγγιγμα της αεροσυνοδού,  την ενημέρωνε για την προσγείωση. Ανάσανε βαθειά, η δύσκολη ώρα πλησίαζε.

Άνοιξε με συγκίνηση την εξώπορτα της παλιάς αρχοντικής μονοκατοικίας. Διέσχισε τη μικρή αλέα, που κάποτε ήταν γεμάτη από λουλούδια, κοίταξε αστραπιαία τον παραμελημένο κήπο και μπήκε ταραγμένη στο σπίτι. Τα πόδια της έτρεμαν. Ήταν ακριβώς, όπως το είχε αφήσει. Τα λουλουδένια καλύμματα στα έπιπλα, η παλιά εβένινη τραπεζαρία, υπέροχο κομψοτέχνημα, η βιβλιοθήκη και οι εταζέρες  με τα αμέτρητα βιβλία, που εκείνη με μετριοφροσύνη παραδεχόταν πως τα είχε διαβάσει από τα νιάτα της, τα άπειρα ενθύμια από ταξίδια, συγκεντρωμένα με μεγάλη τάξη σε γυάλινες προθήκες. Τόσο όμορφα, όλα στην εντέλεια τακτοποιημένα, που θα έλεγες ότι ο ιδιοκτήτης είναι παρών

Της φάνηκε πως η ατμόσφαιρα μύριζε το άρωμά της. Το ίδιο άρωμα, που ανέδιδε ο λαιμός της όταν μικρή την έκλεινε  στην αγκαλιά της και ή ίδια ανόρεχτα απομακρυνόταν. Δεν μπόρεσε ποτέ να αιτιολογήσει αυτή την άρνηση της, ούτε στον ίδιο τον εαυτό της, ακόμη και  όταν μεγάλωσε και έκανε μόνη της αναδρομές και συνειρμούς του παρελθόντος.

Όλα τα πράγματά της  άφηναν άρωμα αρχοντιάς και γούστου. Ναι, το γούστο της ήταν πάντα εκλεκτό,  το παραδεχόταν και η ίδια και ας μην της το ομολογούσε τότε. Όπως δεν παραδέχτηκε  ποτέ ότι κατά βάθος  θαύμαζε  τη σοφία της, σε συνδυασμό με τους καλούς της τρόπους, αλλά και την ακάματη διάθεση της για δημιουργία. Ο πατέρας την αγαπούσε και η ίδια ζήλευε. Κάποια φορά της  είπε με δόση κακίας και θυμού,   ότι τη μισούσε, γιατί  δεν ήταν η μητέρα  της. Σαν να έφταιγε εκείνη που η δική της μητέρα είχε γίνει Άγγελος, όπως της έλεγε παρηγορητικά ο πατέρας, όταν ήταν μικρή.  Εκείνη τότε δεν της είχε απαντήσει, αλλά διέκρινε  αργότερα ότι τα μάτια της ήταν κόκκινα. Σίγουρα είχε κλάψει. Μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της, αλλά συγνώμη δεν ζήτησε. Δεν παρέλειπε εξάλλου να την πληγώνει και να της τονίζει   την αδιαφορία της, σε περιπτώσεις, που η ίδια έκρινε πως έπρεπε να την τιμωρήσει πικραίνοντάς την, χωρίς να ξέρει κατά βάθος το λόγο.

Όταν ο πατέρας πέθανε, αποφάσισε να διακόψει  τη συμβίωσή τους και δέχτηκε  την πρόταση του Στέφανου να συζήσουν.

Εκείνη τότε,  πολύ τρυφερά, προσπάθησε να την αποτρέψει από το δεσμό αυτό, αιτιολογώντας με επιχειρήματα την άποψή της.

Η ίδια ούτε στιγμή δίστασε να υλοποιήσει την απόφασή της, μολονότι έβλεπε τις τεράστιες διαφορές της με το Στέφανο. Ήθελε μόνο να απομακρυνθεί το συντομότερο από κοντά της. Ένα απόγευμα, μάζεψε τα πράγματά της, μην παραλείποντας να  της πάρει  το φόρεμα, στο χρώμα  μωβ κυκλάμινου και που όταν εκείνη το φορούσε, ο πατέρας τής έλεγε πως του θυμίζει πρώιμη Άνοιξη. Α! Πόσο θύμωνε όταν τον άκουγε να της μιλάει τρυφερά.

Μπήκε στη συνέχεια στην ηλιόλουστη κουζίνα, κάθισε στην καρέκλα, που εκείνη καθόταν πάντα και έπινε  τον καφέ της, κοιτάζοντας αφηρημένα στο δρόμο. Εκεί καθόταν την ημέρα που η ίδια είχε φύγει για πάντα από το σπίτι. Πέρασε από δίπλα  της, τότε, χωρίς να τη χαιρετήσει.  Εκείνη είχε ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της, αλλά δεν τον έπινε. Κοίταζε μόνο το δρόμο σιωπηλή. Από βραδύς είχαν λογομαχήσει έντονα για λόγους που ή ίδια προκάλεσε.

Τα μάτια της τής είχαν φανεί πάλι  κλαμένα, αλλά δεν της είπε, ούτε έκανε τίποτε. Έφυγε, κλείνοντας πίσω της δυνατά την  πόρτα.

Συνέχισε να περιδιαβαίνει στους χώρους του σπιτιού. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο εκείνης. Άνοιξε την ντουλάπα της. Τα ρούχα στην εντέλεια κρεμασμένα. Ξεχώρισε ανάμεσα τους ένα φόρεμα σε φωτεινό χρώμα, στο χρώμα του μωβ κυκλάμινου. Το έβγαλε έξω, της θύμισε το  φόρεμα, που της είχε πάρει χωρίς να τη ρωτήσει χρόνια πριν, τότε,  που αποφάσισε να κόψει οριστικά τους δεσμούς μαζί της. Το  έβγαλε έξω και το άπλωσε στο κρεβάτι. Yπέροχο  πλισέ φόρεμα, με τρουακάρ μανίκια και κεντητό μπούστο. Δεν το είχε ξαναδεί. Ίσως εκείνη το είχε αγοράσει μετά τη δική της φυγή. Της έκανε όμως εντύπωση ότι ήταν περίπου το ίδιο χρώμα και σχέδιο με το πρώτο φόρεμα, που είχε φορεθεί και από τις δύο, σε σημαντικές περιόδους της ζωής τους  σαν να σηματοδοτούσε ανατρεπτικές καταστάσεις. Αναρωτήθηκε τι να συμβόλιζε αυτή η προτίμηση.

Ποτέ δεν ξεχνούσε πως εκείνη είχε πάντα εξαιρετικό γούστο. Ό,τι φορούσε, ήταν εξαίσιο πάνω της. Ήταν μια αρχόντισσα στην εμφάνιση και στους τρόπους. Ούτε αυτό της το είχε πει ποτέ. Αγκάλιασε το φόρεμα, μύριζε τόσο όμορφα, ήταν το άρωμα της εκείνο που την πλημμύριζε, όταν εκείνη την αγκάλιαζε με τρυφερότητα και λαχτάρα και η ίδια έμενε αδιάφορη στη γλυκύτητα αυτή.

Ξαφνικά ένοιωσε την ανάγκη να κλάψει. Το κλάμα έγινε λυγμός και γρήγορα  βοερός θρήνος, για τα λάθη της, τη σκληρότητα και την άρνηση της να παραδεχτεί τόσα χρόνια ότι είχε ευθύνη απέναντί της. Κοιμήθηκε με τα ρούχα στο κρεβάτι εκείνης,   αγκαλιά με το μωβ φόρεμά της.

Ξύπνησε, μετά από ένα βαθύ, πνιγηρό ύπνο. Την ονειρεύτηκε να την κοιτάζει θλιμμένα, ενώ η ίδια ήταν μικρούλα με  φιόγκους γαλάζιους στα καστανά  μαλλιά. Σηκώθηκε, νοιώθοντας δύσκαμπτο το σώμα της. Πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε τα ντουλάπια, βρήκε ό,τι χρειαζόταν για να φτιάξει καφέ. Θυμήθηκε ότι εκείνη φρόντιζε πάντα να  μη λείπει τίποτε για τη λειτουργία του σπιτιού. Την προσοχή της τράβηξε ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Ο πρώτος μήνας του χρόνου δεν είχε αφαιρεθεί και ας είχαν περάσει όλοι  σχεδόν οι μήνες. Την εντυπωσίασε η εικόνα του. Ένα τεράστιο μωβ κυκλάμινο.   Αναρωτήθηκε τι να συμβόλιζε άραγε για εκείνη, το συγκεκριμένο λουλούδι με την ξεχωριστή αυτή απαλή απόχρωση.

Χτύπησε το τηλέφωνό της. Της τηλεφωνούσαν από τον οίκο ευγηρίας. Ήταν η ίδια ευγενική φωνή, που μέρες πριν της  είχε ανακοινώσει ότι εκείνη είχε πεθάνει. Της υπενθύμισε το ραντεβού τους. Άρχισε να ετοιμάζεται και της ήλθε η επιθυμία να φορέσει το μωβ φόρεμα εκείνης, μολονότι είχε φέρει μαζί της το παλιό ίδιο φόρεμα, που για ανεξήγητους λόγους δεν είχε  ποτέ αποχωριστεί. Χτένισε τα μακριά μαλλιά της όπως τα χτένιζε τότε  εκείνη και  έβαλε  για πρώτη φορά  το υπέροχο άρωμά της, που το βρήκε σε κρυστάλλινο μπουκαλάκι πάνω στην τουαλέτα της.  Της ήλθε μια αδιόρατη ζαλάδα και ταραχή όταν κοιτάχθηκε στον καθρέπτη, νόμισε πως είδε το  είδωλό της.

Η συνάντηση με την υπεύθυνη του οίκου ευγηρίας  δεν κράτησε πολύ. Την ενημέρωσε για το  πόσο δυσκολεύτηκε να εντοπίσει τα ίχνη της, και για την απώλεια της μητέρας της, στη συνέχεια της παράδωσε  προσωπικά πράγματά της, φωτογραφίες που εκείνη διατηρούσε με ευλάβεια και ένα γράμμα της, που απευθυνόταν στην ίδια. Της είπε ότι εκείνη της έστελνε -καθημερινά σχεδόν- με το τηλέφωνο φωτογραφίες της, που τις συνόδευε με σύντομα μηνύματα και ότι μιλούσε σε όλους για την κόρη της, τη Ρωξάνη της, που θα ερχόταν σύντομα να τη δει.

Επέστρεψε σπίτι, νοιώθοντας ένα τεράστιο κενό. Όταν κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη τρόμαξε. Τεράστιοι κύκλοι έδεναν σκληρά με τη χλομάδα του προσώπου της, σε φοβερό συνδυασμό  με το κυρτό σώμα της, που  έδειχνε γερασμένο και αδύναμο.

Έβγαλε βιαστικά το μωβ φόρεμα, ακούμπησε κάπου πρόχειρα τα πράγματα, που είχε παραλάβει και έπεσε στο κρεβάτι, αδύναμη να σκεφτεί. Θυμήθηκε το γράμμα αλλά, δεν άντεξε να το διαβάσει, κρατώντας το μόνο κλειστό πάνω στο στήθος της. Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σε ένα βαθύ λήθαργο. Την ονειρεύτηκε πάλι. Ήταν οι δυο τους στην κουζίνα και κάθονταν αντικριστά. Εκείνη, στη συνηθισμένη θέση της να μιλάει ακατάπαυστα, αποκαλώντας την διαρκώς «Ρωξάνη της».

Α! Πόσο την εκνεύριζε  αυτή η φράση της,  από την παιδική ακόμη ηλικία, αλλά και αργότερα. Την προκαλούσε, λέγοντάς της ότι δεν ήταν «η Ρωξάνη της», μάταια όμως, γιατί δεν την πτοούσε. Εκείνη εξακολουθούσε να την αποκαλεί συχνά  «Ρωξάνη της»,  με μεγάλη τρυφερότητα και φυσικότητα.

Η  ίδια είχε καθίσει απέναντί της, δεν μιλούσε, μόνο την άκουγε  να της μιλάει σιγανά, με απαλή φωνή. Ξύπνησε μετά από ώρα ταραγμένη. Έφερε στο νου της  το όνειρο, δεν θυμόταν τα λόγια εκείνης και λυπήθηκε πολύ. Ένοιωσε ξαφνικά  μια παράξενη ηρεμία, πιστεύοντας  ότι την είχε επισκεφθεί στο όνειρό της. Θυμήθηκε το γράμμα, που είχε αφήσει κλειστό πάνω στο στήθος της, πριν κοιμηθεί.

Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, το άνοιξε και άρχισε με συγκίνηση να το διαβάζει. Το γράμμα από τις πρώτες γραμμές, που διάβασε, της έπεσε από τα χέρια. ,Ότι διάβαζε, της έφερε στη μνήμη τα λόγια εκείνης, που άκουσε στο όνειρό της. Ανατρίχιασε, θεωρώντας ότι το πνεύμα της, δεν μπορεί παρά να ήταν το πνεύμα της, που της επιβεβαίωσε όλα όσα ήθελε και φύλαγε  να της πει.  Και δεν ήταν παρά λόγια αγάπης.

Πέρασε ώρα καθισμένη στο κρεβάτι κρατώντας στα χέρια της σφικτά το γράμμα. Σηκώθηκε στη συνέχεια, έπλυνε το πρόσωπό της, έβγαλε από τη βαλίτσα το μωβ φόρεμα, που είχε φέρει  το δίπλωσε και έβαλε πάνω σε αυτό, το ίδιο φόρεμα που βρήκε  στην ντουλάπα εκείνης. Τύλιξε προσεκτικά τα δύο φορέματα σε ένα μικρό δέμα. Το έδεσε  με βυσσινιά  κορδέλα, που βρήκε σε ένα συρτάρι. Ήθελε να είναι προσεγμένο, όπως ήταν όλα σε εκείνη. Χαμογέλασε μελαγχολικά με  αυτό. Στη συνέχεια  πήγε στο βράχο, που εκείνη αγαπούσε και την έπαιρνε συχνά μαζί της για να μιλήσουνε από ψηλά στη θάλασσα, όπως της έλεγε τότε. Άφησε τη ματιά της να φθάσει μακριά στον ορίζοντα και έκαψε το δέμα, πετώντας  τη στάχτη στη θάλασσα.

Ξόρκισε  ίσως μια κακοδαιμονία, έτσι της φάνηκε εκείνη τη στιγμή και  φώναξε με όλη τη δύναμή της.

«Μαμά σε αγαπούσα… σε αγαπάω! Συγχώρεσέ με, μαμάαα…»

 O αντίλαλος της φωνής της λες κι έφθασε μέχρι το απέναντι βουνό, που το σκίαζε την ώρα εκείνη ένα τεράστιο ουράνιο τόξο σε χρώμα του μωβ κυκλάμινου.

Νόμισε τότε ξαφνικά πως  είδε τη μορφή εκείνης, μέσα από το  ουράνιο τόξο, να της χαμογελάει. Νόμισε ακόμη πως άκουσε να τη φωνάζει με το όνομα της «Ρωξάνη μου».

Ίσως μέσα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου στις αποχρώσεις του μωβ, να της είχε δοθεί η συγχώρεση.

Κάθισε τότε στο έδαφος και έκλαψε πολύ…

 


[Το διήγημα «Συγχώρεση ανάμεσα από χρώματα μωβ κυκλάμινου» αποτελεί  συνέχεια του διηγήματος της συγγραφέα «Μήνυμα αγάπης σε χρώμα μωβ κυκλάμινου», που δημοσιεύθηκε στη Λόγω Γραφής στις 22 Ιανουαρίου 2022.]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη