“Στράτα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

[Bαπτιστικό όνομα: Ευστρατία]

«Στράτα, στρατούλα…» Την κρατούσε ο πατέρας της τη Στράτα του απ’ τα μικρά της χεράκια, που μικρά μεν, μα για κείνον χωρούσαν όλον τον κόσμο, και της μάθαινε να περπατάει… Όχι μόνο! Τη φώναζε και με τ’ όνομά της, μια και την είχαν βαφτίσει Ευστρατία, Ευστρατούλα, τη φώναζαν όμως χαϊδευτικά «Στράτα». Ποιος να ‘ξερε πως οι στράτες και τα ρουμάνια, οι δρόμοι γενικώς, εναέριοι, υπερπόντιοι και οι  επίγειοι επίσης, θα καθόριζαν την ύπαρξή της…

Μεγάλωναν μέρα τη μέρα τα ξανθά μπουκλάκια στο κεφαλάκι της Στράτας και μέσα σε  μια μέρα  θαρρείς, γίνηκαν όμορφα, μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, που καθώς κουνούσε το κεφάλι της, έβλεπες μπροστά σου να ανεμίζουν στάχυα στο απαλό καλοκαιρινό αεράκι, κι ανάμεσό τους να πεταρίζουν βουίζοντας ανέμελα, στο ανθρώπινό μας μάτι, μελισσούλες, πεταλούδες, κι όνειρα και σπαρμένες νότες από ένα τραγούδι που μιλούσε για τη ζωή, τη χαρά και τα νιάτα. Στα μεγάλα, πρασινογάλαζα μάτια της, έδιναν αμέτρητα καλοκαίρια υποσχέσεις τιμής, ότι θα δικαιολογήσουν στο έπακρο την ύπαρξή τους. Ύστερα, αυτό δεν οφείλουν τα καλοκαίρια;

Είχε μεγαλώσει στα μετάξια και τα πούπουλα. Δεν προλάβαινε να υποψιαστεί μια σκέψη, και την έβλεπε πραγματοποιημένη. Ένα τραπέζι γεμάτο καλούδια η ζωή, παινέματα, αρώματα, φρου-φρου, ιδίως μπόλικα απ’ αυτά, καθώς άρεσαν πολύ στη μαμά της. Έλα όμως που στη Στρατούλα φώλιαζε μια μπαρουτοκαπνισμένη επανάσταση! Και μια ωραία πρωία, πήρε μια σακούλα σκουπιδιών και μέσα της παράχωσε όλο το λουλουδικό και το φρου-φρού, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς ούτε μια τόση δα μικρή τύψη για τα όνειρα της μάνας της, ότι θα τα φοράει η κόρη της και θα παινεύουν όλοι την αναμφισβήτητη ομορφιά της, εμμέσως πλην σαφώς και το γούστο της αγοράστριας…

«Μάνα, πάρε τα ρούχα αυτά να τα δώσεις όπου νομίζεις. Εγώ αποφάσισα να μην γεμίζει η ντουλάπα μου με ρούχα άχρηστα που δεν θα φορέσω ποτέ μου. Αυτά που χρειάζομαι και που θέλω, τα κράτησα, μην ανησυχείς. Εντάξει;»

Πήγε να πεθάνει η κυρά-Μαρίτσα. Ολόκληρη περιουσία είχε ξοδέψει για να της τα αγοράζει, μαζεύοντας όσα πιο πολλά μπορούσε από τα χρήματα που της έδινε ο Κυρ- Μανώλης για να αγοράζει τα χρειαζούμενα για φαγητό κάθε βδομάδα. Να μην επεκταθούμε και στο συναισθηματικό της κόσμο, που θρυμματίστηκε μονομιάς. Ετούτη η εκκαθάριση δεν σήμαινε μόνο «δεν μου αρέσουν τα σχέδια και τα χρώματα». Σήμαινε κάτι ακόμα σπουδαιότερο:  «Μάνα, μεγάλωσα!». Ετούτο, πώς να το κουλαντρίσει, που μια μάνα πάντα το παιδί της, μωρό της το βλέπει. Μια αγκαλιά γεμάτη αγάπη για μια ολόκληρη ζωή, χωρίς κανένα όριο. Η αγκαλιά θεόρατη και το μωρό της βυζανιάρικο, κι ας ήταν, ήδη, είκοσι ενός.

Η κυρά- Μαρίτσα την είχε μυριστεί την επανάσταση, αλλά ησύχαζε την αγωνία της έτσι όπως οι ρομαντικοί την αλήθεια. Αναβάλλουν την αγορά γυαλιών για τη βελτίωση της όρασης, απλά γιατί ότι είναι να δουν το βλέπουν ήδη. Τι, να το δούνε γρηγορότερα και πιο καθαρά; Με το που πέρασε στο πανεπιστήμιο, ξετσούμισε κιόλας. Τη διπλάρωσε και μια «φίλη» από τα χρόνια του δημοτικού, κι η Στρατούλα, πολύ δεν ήθελε. Είχε φάει μία ήττα από φιλίες που πίστευε και δεν βγήκαν αληθινές, είχε κι ανάγκη  να μιλά και να μοιράζεται, ξεκίνησε το κακό. Η Γιωτούλα, τσουρδί από τα λίγα. Καλοκαιράκι, ζέστη αφόρητη.

«Δεν πάμε να βρέξουμε τα κορμιά μας, να δροσιστούμε μια στάλα;» ρώτησε την κολλητή της.

«Ρε, δεν έχω ούτε ένα ευρουδάκι.»

«Έλα, ρε Στράτα! Αν θέλεις, πάμε στην πισίνα. Εκεί και θα κολυμπήσουμε και το μόνο που θα πληρώσουμε είναι ότι πάρουμε απ’ το μπαράκι. Μπορεί και να μας κεράσει κανείς, δεν ξέρεις…»

Δεν ήξερε η Στράτα. Αμ, δεν ρώταγε κιόλας! Σίγουρα θα τις κερνούσαν αφού στην πισίνα σύχναζαν κάτι μεσόκοποι και άνω που ζητούσαν λιγουλάκι παρέα. Είναι κακό πράμα η παρέα; Απαπαπαπαπά!

Σε όλα τα δύσκολα, σημασία έχει να πάρεις το βάπτισμα του πυρός με τον σωστό δάσκαλο. Αλλιώς πώς να εγγυηθεί κανείς τη σωστή εκμάθηση και την τελική επίτευξη του σκοπού; Ποιος ήταν ο σκοπός: Εξαρτάται από την πλευρά που το έβλεπε ο καθένας. Για τον μπάρμαν, ας πούμε, ήταν να ετοιμάζει γρήγορα και νόστιμα, ό,τι ζητούσαν οι πελάτες. Για τα παλικαράκια ήταν το «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο». Εδώ κολλούσε κι ο μπάρμαν!  Για τα κορίτσια ήταν να δροσιστούν όσο πιο ανέξοδα μπορούσαν. Για το δε νερό της πισίνας, να είναι στη σωστή θερμοκρασία, ώστε να ευχαριστηθούν οι καψωμένοι. Για τις καθαρίστριες, να διατηρούν τα δωμάτια του ξενοδοχείου καθαρά, και τα σεντόνια καλο-τεντωμένα ώστε να ικανοποιούν κάθε απαιτητικό πελάτη. Ειδικά τους κολλημένους με την τάξη!  Κι επειδή το καλοκαίρι εκείνο τις είχε τις ζέστες του κι η Στράτα τις αφραγκίες της, η δε Γιωτούλα ασταμάτητες «…αύλες», οι επισκέψεις στην πισίνα έδιναν κι έπαιρναν. Άσοι στο κολύμπι γίνανε κι οι δυο τους. Κι επειδή, κολύμπι στο κολύμπι, το καλοκαίρι είχε φτάσει στο τέλος του, η Γιωτούλα «έριξε στο τραπέζι» ένα καινούριο μετερίζι.

«Στράτα, σίγουρο χαρτζιλίκι λέμε. Και ξεκούραστο. Μας πληρώνουν τα εισιτήρια για Ντουμπάι. Είσαι; Θα ταξιδέψουμε πρώτη θέση, ξενοδοχείο και διαμονή όλα πληρωμένα. Το μόνο που θα κάνουμε θα είναι να κρατήσουμε συντροφιά σε δύο Άραβες. Πλούσιοι, δεν ξέρουν τι έχουν! Μπορεί να γυρίσουμε και με κανένα ρολεξάκι. Τρελαίνονται όταν βλέπουν καστανόξανθες με γαλανά μάτια. Βλέπεις, εκεί όλο μελαχρινές και μαυρομάτες έχουν. Ποιος δεν θα βαριόταν; Σκέπτεσαι να πρέπει να τρως καθημερινά τα ίδια; Δυστυχία. Τη θέλεις μια αλλαγή, δεν τη θες; Ας πούμε σου αρέσουν οι σοκολατίνες, δεν θα δοκιμάσεις και καμιά αμυγδάλου, έτσι για δοκιμή ρε παιδί μου. Να ξέρεις τι σου αρέσει. Να μη σου λένε πως δεν δοκίμασες και κάτι άλλο.» Και γέλασε, αφήνοντας να φανεί φανερά το υπονοούμενο.

Η Στράτα δεν έφερε αντίρρηση. Της άρεσε που είχε, επιτέλους, μια κολλητή. Στο σχολείο είχε προσπαθήσει πολλές φορές να κάνει μια φιλία που θα κρατούσε. Εκείνη έβαζε πάντα τον εαυτό της πίσω απ’ τους άλλους. Τους έβλεπε όλους σπουδαίους. Να τα καταφέρνουν εύκολα. Να μην έχουν δεύτερες σκέψεις. Στο τέλος κατέληγε με τη μοναξιά της αγκαλιά. Είχε κουραστεί να είναι το καλομαθημένο παιδάκι που από συστολή και μοναξιά είχε μπουχτίσει. Ήταν αυτή η εσώτερη φωνή μέσα της που πάντα έμοιαζε με τη φωνή της μάνας της. Όλο «πρέπει» να ακολουθεί  την πρόσταζε. Βαρέθηκε τα πρέπει. Τα έτοιμα από τους δικούς  της. Τώρα, είχε κι εκείνη μια συντροφιά.  Να τα λένε όλα μεταξύ τους και να χτυπάνε το κατεστημένο στη ρίζα του. Και να έχουν καταφέρει να ορίζουν τη ζωή τους. Το τι πουλούσαν, καμιά τους δεν το λογάριαζε. Ύστερα, οι πρώτες που το όρισαν ήταν; Η Ασπασία, η γνωστή ντε, η του Περικλή, κολλούσε μπρίκια; Ή ύφαινε, σαν άλλη Πηνελόπη, τα σώβρακα του ηγέτη της δημοκρατίας; Εκείνες έφτιαξαν τον κόσμο; Εκείνες απλά έπαιζαν με τους όρους του παιχνιδιού  της.

Η πληρωμή τους, πέρα από τα συμφωνηθέντα με τη Γιωτούλα, ήταν κι από ένα Rado, επίχρυσο. Όταν ρώτησε η κυρά-Μαρίτσα πού το βρήκε το ρολογάκι η πριγκιποπούλα της, η απάντηση ήρθε άμεσα. «Το κέρδισα σε ένα διαγωνισμό, ρε μάνα, τι θες τώρα;»

Η τρίχα της μάνας, συρματόπλεγμα και λίγα λέω. Για την ψυχή της, ούτε λέξη! Πώς να περιγράψει κανείς την απελπισία; Αυτό το κρυφό «γνωρίζω αλλά δεν το βαστά η ψυχή να παραδεχτώ;» Ύστερα, ήταν κι η ατάκα του κυρ- Μανώλη. Την έλεγε χωρίς φόβο και πάθος σε φίλους του που είχαν αγόρια. « Ρε, προσοχή στα αγόρια σας. Να σας βγούνε ομοφυλόφιλοι, μέγας ο πόνος! Τα κορίτσια και να σου βγουν πουτάνες, μέσα στη φύση τους είναι, καλά δεν λέω;»

Δεν έτρωγε σκατά καλύτερα! Άδικο; Έτσι του είπε η συμβία του αργότερα, που κάθισαν αντίκρυ στο τραπέζι της κουζίνας και έφτιαξαν την αλήθεια λέξεις. Ευτυχώς που δεν κάθονταν στο σαλόνι. Θα έσπαγαν καθρέφτες και  τζάμια μαζί,  προς ένδειξη συμπαράστασης. Στη κουζίνα σπάσανε μόνο οι μέσα τους καθρέπτες. Κι  άντε να μαζέψεις τα σπασμένα με σκούπες και φαράσια εξαφανισμένα!

«Πού σφάλλαμε; Εμείς απλόχερα και χωρίς δεύτερη σκέψη, μόνο αγάπη δίναμε.  Σφάλλει κανείς με την αγάπη;» αναρωτιόταν στα φωναχτά η κυρά-Μαρίτσα. Ο κυρ-Μανώλης, κρατούσε το κεφάλι μόνο, λες κι ο καινούριος κόσμος που του αποκαλυπτόταν ήταν ασήκωτος, έτσι αδυσώπητος, τόσο βρωμερός, τόσο τρισάθλιος που αποδεικνυόταν να είναι. Η πριγκηπέσα του, πόρνη πολυτελείας! Ε, δεν ήταν και μεγάλη διαφορά! Και τα δυο από π άρχιζαν. Ύστερα, μέσα στη φύση της  ήταν, δεν ήταν κυρ-Μανώλη;

Στα είκοσι-δύο της , η Στράτα προέβη σε ανακοινώσεις.

  1. Θα έφευγε απ’ το σπίτι. Ήταν καιρός της πια. Αν είχε περάσει, δηλαδή, στην επαρχία, δεν θα έμενε μακριά τους;
  2. Θα παρατούσε το πανεπιστήμιο. Γιατί, καθώς τους απέδειξε με αδιάσειστα επιχειρήματα, η ξαδέλφη της που πέρασε Ιατρική, είκοσι-επτά χρονών και χρειαζόταν άλλα έξι για την ειδίκευση. Ζήσε Μάη μου, να φας τριφύλλι! Η λύση δεν είναι τα πτυχία στο πανεπιστήμιο! Οι δουλειές part-time ήταν, εξ ορισμού, μια σκέτη κοροϊδία.  Ύστερα εκείνη ποτέ και σε κανέναν δεν είχε υποσχεθεί πως θα σώσει τον κόσμο! Αν ήταν να σωθεί, το έκανε και από μόνος του!
  3. Είχε βρει μια αποδοτική εργασία, την καθιστούσε ικανή να πληρώνει μόνη της τα πάντα που την αφορούσαν, οπότε από δω και στο εξής δεν ήταν ανάγκη να σκέπτονται την επιβίωσή της.

«Οικονομικά ανεξάρτητη, πάει να πει ρίχνω πίσω φτυσιά κι όπου φύγει-φύγει;» έτσι σκέφτηκε η μάνα της, αλλά δεν ακούστηκε η σκέψη! Ευτυχώς, γιατί φορές δεν βάσταγε και μιλούσε από μόνη της. Στο δρόμο ειδικά. Και για άσχετα πράγματα. Για τα λουλούδια. Για τον καιρό. Για όνειρα, χελιδόνια, φρου-φρου. Για πολλά μιλούσε η έρμη. Και την άκουγαν οι δρόμοι.

Όχι οι ίδιοι με αυτούς που πορευόταν η μοναχοκόρη της. Τα βράδια εκείνη, πριν να κλείσει τα μάτια της, ψέλλιζε «πού έφταιξα, πού έκανα λάθος;»

Η Στράτα πάλι, δεν ένιωθε πως έσφαλε κάπου. Μία επιλογή είχε κάνει. Το μότο της ήταν «Απελευθέρωση ΤΩΡΑ!».  Από τα ήθη, τα γιατί, τα πρέπει, τις φρούδες ελπίδες, τις ψεύτικες φιλίες, την καθημερινή αγωνία για επιβίωση. Σε «παίζω» ζωή με τους όρους του δρόμου.

«Στο όνομα σφάλατε, μάνα!»

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Ιουλιεττα
    20 Μαρτίου 2018 at 04:34

    Δυνατο κομματι Μαριαννα..Μπραβο..

    • Μαριάννα Γληνού
      21 Μαρτίου 2018 at 22:39

      Σε ευχαριστώ πολύ, Λέττα μου.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη