“Στη γειτονιά της Κηφισιάς”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Στην ίδια γειτονιά μεγάλωναν μαζί δύο πανέμορφα αγόρια, ο Νίκος κι ο Ηλίας.

Ο Νίκος, γόνος της πιο εύπορης οικογένειας της  περιοχής μεγαλοαστός και ο Ηλίας μιας μέσης ελληνικής οικογένειας μικροαστός.

Φίλοι αγαπημένοι από τα γεννοφάσκια τους που λένε.

Παλιόπαιδο, κακομαθημένο ο Νίκος και μοναχογιός και το ακριβώς αντίθετο ο Ηλίας. Η μόνη ομοιότητα και σταθερή τους αξία ήταν η αγάπη τους, που ήταν ό,τι ωραιότερο είχε να επιδείξει η πλούσια γειτονιά της Κηφισιάς. Προκαλούσαν το θαυμασμό, το σεβασμό μα και την απορία όλων, πώς και αυτά τα ανόμοιου χαρακτήρα παιδιά ταίριαζαν τόσο.

Ο Νίκος όπως είπαμε, μοναχογιός, κακομαθημένος, ψευτάκος  και  μη πολλά υποσχόμενος σαν μαθητής, που τις τάξεις τις περνούσε όχι αυτός, μα τα λεφτά του daddy, ο οποίος είχε πια απαυδήσει με το γιο του. Στο καλύτερο μεν Σχολείο της Ελλάδας, αλλά σαν μαθητής ο χειρότερος από την ίδρυση του ονομαστού Σχολείου. Όχι ότι δεν ήταν έξυπνος, το IQ του πολύ πάνω του μέσου όρου, αλλά για μαθητής, χμ… είπαμε. Ο χειρότερος μακράν, όλων των εποχών. Βαριόταν ν’ ανοίξει σχολικό βιβλίο, ενώ θα λέγαμε, ότι στα λεγόμενα εξωσχολικά ήταν εξπέρ. Πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι που όμως μηδέ μία σχέση είχε με σχολείο. Λογοτεχνία, επιστημονικής φαντασίας κυρίως η αδυναμία του και δεν υπήρχε έκδοση παλιά ή καινούρια που να μην την έχει διαβάσει ξανά και ξανά.

Στις ξένες γλώσσες, άφθαστος και τούτο δεν οφείλονταν βέβαια στην φιλομάθεια του αλλά στο ότι για μεν τα αγγλικά είχε την μητέρα του, που ήταν αγγλίδα και που ουδέποτε είχε πει έστω και μία λέξη ελληνική στον  άντρα της ή στο παιδί της, ήταν λοιπόν επόμενο να τα μιλά σαν Λονδρέζος ο μικρός. Τα γαλλικά τώρα, τα έμαθε από μια μορφωμένη Γαλλίδα νταντά που παρέμεινε να τον… νταντεύει μέχρι και τώρα που μεγάλωσε. Συμπέρασμα: Τούβλο σαν μαθητής γενικώς, μα άσσος στη λεγόμενη Λογοτεχνία του Φανταστικού, ξενόγλωσσης  ή ντόπιας.

Σε απελπισία ο πατήρ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΣ. Και ποιος θα κληρονομούσε τη Βιομηχανία όταν ερχόταν το πλήρωμα του Χρόνου γι’ αυτόν; Ένας γιος ντουβάρι και ξύλο απελέκητο; Ή μήπως η κόρη του, που ήταν το εντελώς αντίθετο του αδερφού της; Μα πού ακούστηκε να διευθύνει γυναίκα μια τέτοια Βιομηχανική μονάδα;

Et pour quoi non?

Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή βρε παιδί μου! Για το γιο είπαμε. Η κόρη, άριστη μαθήτρια, με επαίνους και βραβεία και αρχηγικές τάσεις αφ’ ότου ήταν μικρή, επιμελήτρια, πρόεδρος του 15μελούς και με τρεις ξένες γλώσσες. Το είχε δε σκοπό, να τελειοποιήσει τα Πορτογαλικά της, που σημαίνει αυτόματα κι Βραζιλιάνικα και Ισπανικά. Ναι, μα ήταν κορίτσι πού να πάρει και η Βιομηχανία είχε ανάγκη από χέρια του λεγόμενου ισχυρού φύλου. Άρα, σε μαράζι η κεφαλή της οικογένειας…

Ο Ηλίας τώρα, καλός μαθητής στο Δημόσιο Σχολείο. Ούτε συζήτηση για κάτι καλύτερο. Ο πατέρας του υπάλληλος του Δημοσίου με χιλιοκουρεμένο μισθό, που δύσκολα  τα έβγαζε πέρα.

Τα τρία αυτά παιδιά, λοιπόν, έκαναν στενή παρέα και μιαν ημέρα ο Λιάκος βρέθηκε να είναι ερωτευμένος με τη Λήδα, την αδερφή του κολλητού του. Έγιναν ζευγάρι και η φιλία με τον αδερφό της Λήδας πήρε και… συγγενική χροιά, αφού δήλωναν σε όλους τους τόνους ότι μιαν ημέρα κοντινή ή μακρινή, δεν είχε σημασία, θα παντρευόντουσαν τα δύο παιδιά.

Και ο καιρός περνούσε όπως το συνηθίζει  γρήγορα, το Σχολείο τελείωσε και για τους τρεις και άρχισαν οι ετοιμασίες για μεταπτυχιακά στην Αγγλία για τα δύο αδέρφια. Άγγλοι υπήκοοι εκ μητρός, διάλεξαν φυσικά το καλύτερο Πανεπιστήμιο. Τούβλο-ξετούβλο ο Νικόλας ήξερε ότι στην Πατρίδα της μάνας του ίσως τα πράγματα να μην ήταν και τόσο ελαστικά, οπότε είχε δύο επιλογές. Είτε θα στρωνόταν στο διάβασμα και θα φοιτούσε πραγματικά, ή θα παρέμενε φοιτητής μόνον κατ’ όνομα και αυτό για περιορισμένο χρόνο, μιας κα στην αλλοδαπή δεν υπάρχουν οι λεγόμενοι αιώνιοι φοιτητές! Προτίμησε βέβαια την δεύτερη περίπτωση, πράγμα που κανέναν δεν εξέπληξε.

Του έλειπε φοβερά ο φίλος του και δεν θέλησε να συνάψει καμιά καινούρια φιλία.

Άρχισε να σκαρώνει μικρές ιστορίες, περισσότερο για να γεμίζει τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του.

Η αδερφή του τού συνέστησε να τις δείξει σε έναν γνωστό τους εκδότη, πατέρα ενός συμφοιτητή της και αυτός θα του έλεγε αν κάτι άξιζαν ή όχι.

Και ω ουρανοί, αυτό ήταν. Τις ανέλαβε ο επιμελητής του οίκου και οι ιστορίες χαρακτηρίστηκαν «φρέσκες», «δροσερές», «νεανικές», γεμάτες «μυστήριο» αλλά χωρίς αμοιβή για να εκδοθούν. Μικρό το κακό. Ο daddy είχε λεφτά να φαν κι οι κότες.

Έτσι ο Νίκος από τη μια μέρα στην άλλη χρίστηκε συγγραφέας και άσε τους πραγματικούς συγγραφείς να βολοδέρνουν χρόνια για μια έκδοση ενός και μόνον βιβλίου τους με άλλα είκοσι δικά τους να αναμένουν για ένα λογότυπο εκδοτικού έστω και μικρού και ένα ISBN. Γνωστά αυτά και χιλιοειπωμένα. Οπότε;

Οπότε daddy βιομήχανε, καιρός να το πάρεις οριστικά απόφαση ότι πρέπει να ξεχάσεις τον γιο σου σαν διάδοχό σου.

Ο Μεγαλοεκδότης συνέστησε στο Νίκο και μια Σχολή Δημιουργικής Γραφής,  την οποία ο νεαρός παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.

Είχε απρόσμενα βρει το δρόμο του. Όταν δε το χρήμα δεν στέκεται σαν εμπόδιο στο ξεδίπλωμα του ταλέντου σου, τότε «γίνεσαι» ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙΣ, πάει και τελείωσε. Σιγά-σιγά τα κείμενά του μεγάλωσαν, έγιναν διηγήματα, νουβέλες και με τη βοήθεια της Λήδας και τις πάμπολλες γνωριμίες της,  έγινε ο αγαπημένος συγγραφέας της νεολαίας. Βοήθησε βέβαια και η καταγωγή της μητρός, άλλο ένα τρανταχτό συν, στην όλη εξέλιξη του Νίκου. Επομένως:

Χρήματα+καταγωγή+ταλέντο+άστρο=ΕΠΙΤΥΧΙΑ. Μία εξίσωση χρυσή έως πλατινένια.

Εσύ Λήδα στρώσου στο διάβασμα. Η διεύθυνση της Βιομηχανίας σας, απαιτεί γνώσεις για να την κρατήσεις και να την εξελίξεις και μην ξεχνάς ότι έχεις να αντιπαλέψεις και με το τέρας του ρατσισμού του φύλου. Έχεις όμως κι εσύ ΑΣΤΡΟ και τσαγανό και σύντομα θα αποδείξεις ότι είσαι ίσως και η πρώτη γυναίκα βιομήχανος που έχει τη μόρφωση και τα κότσια να πάρει στα χέρια της τα ηνία ενός ‘’αλόγου’’ κούρσας, που θα βγαίνει πάντα γκανιάν στους ιππικούς αγώνες της εγχώριας και ξένης Αγοράς…

Λένε ότι η μάθηση αμείβεται.

Λένε ότι η Λογοτεχνία έχει αντίκρισμα.

Λένε ότι η τεμπελιά μήτηρ πάσης κακίας.

Λένε ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία.

Βλακείες.

Όλα αυτά, στρώνουν έναν δρόμο με ροδοπέταλα που τον διαβαίνεις ευχάριστα και κεφάτα.

Για δες τον Ηλία σου, Νίκο, τελείωσε το Λύκειο με άριστα, μπήκε στη Νομική από τους πρώτους, σε λίγο την τελειώνει και αυτήν. Θα γίνει άμισθος ασκούμενος δικηγόρος και ο πατερούλης θα του πληρώνει ως και τα ναύλα του λεωφορείου για να πάει στο γραφείο και από κει μετά στο σπίτι του. Θα φτύσει αίμα. Και άντε πάλι διάβασμα για να πάρει το βάφτισμα του δικηγόρου.

Θα κυνηγάει τον πελάτη με το τουφέκι, που λένε.

Ο Έλληνας, φύση δικομανής, μέχρι πρότινος έτρεχε στον δικηγόρο του με το παραμικρό, με του ψύλλου το πήδημα να πούμε. Τώρα με την κρίση, το έκοψε τούτο το hobby του και ο δικηγοράκος μπορεί και ποτέ να μην γίνει μεγαλοδικηγόρος με τρανταχτές υποθέσεις και πακτωλό χρημάτων. Αν δε λάβουμε υπ’ όψιν και το τίμιον του χαρακτήρα του, που ποτέ δεν θα θελήσει να συνηγορήσει στην αθώωση ενός κακούργου μόνο και μόνο για να τα τσεπώσει, τότε σίγουρα δεν θα γίνει ποτέ μεγάλος. Οπότε τι έχουμε; Βαδίζουμε έτσι όπως μας έταξε η ζωή κι όπου η ζωή μας βγάλει…

Στην ιστορία μας τώρα.

Και έρχεται η πολύ μεγάλη ώρα που όλοι μαζεύονται πάλι στη γειτονιά της Κηφισιάς και πιάνουν τις ιστορίες καθ’ ένας από κει που τις είχε αφήσει, με σημαντικές αλλαγές βέβαια.

Αλλαγή πρώτη:

Η Λήδα Γενική Διευθύντρια της Βιομηχανίας καθ’ ότι ο daddy εμφραγματίας και όφειλε να απέχει, κατόπιν διαταγής των ιατρών, αν ήθελε να ζήσει.

Ο Νίκος με αγγλικές περγαμηνές και με λεφτά, εύκολα βρίσκει πόρτες εκδοτικών ανοικτές και γράφει, γράφει, non stop.Έγινε κι αυτός σαν κάτι μεγάλους ζωγράφους, που και μια μουτζούρα να κάνουν για πλάκα, πουλάει ή και ‘’στολίζει’’ τις πινακοθήκες, δημόσιες ή ιδιωτικές.

Κι ο Ηλίας;

Α, ο Ηλίας μία από τα ίδια. Μεροδούλι-μεροφάι.

Μη ξεχνάμε όμως το σημαντικότερο. Είπαμε ότι τα τρία αυτά παιδιά είχαν ΑΣΤΡΟ. Δεν το είπαμε;

Η Βιομηχανία, όπως και όλες οι επιχειρήσεις,  χρειαζόταν έναν καλό δικηγόρο και καλύτερος από τον άντρα της Λήδας τον  Ηλία, (αφού το είχαν πει εδώ και χρόνια ότι αυτός ήταν ο σκοπός τους, ε, το πραγματοποίησαν) ποιος μπορούσε να είναι; Ο Ηλίας έπαψε λοιπόν να κυνηγά με το τουφέκι πελάτες και έγινε ο Διευθύνων Σύμβουλος, ή κάτι τέτοιο εν πάση περιπτώσει, της επιχείρησης. Και εδώ το παραμύθι τελειώνει, γιατί το τι συνέβη αφού πούμε ‘’και έζησαν αυτοί καλά και ‘μεις άστα να πάνε’’, είναι εύκολο να το μαντέψουμε και ως γνωστόν τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Τι ωραία που είναι, λίγα, ελάχιστα, τα παραμύθια της ζωής… Τα βλέπεις, τα ακούς, και λες: ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ;

Και απαντώ:

ΓΙΑΤΙ ΦΟΥΚΑΡΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΣΤΡΟ. Γι’ αυτό.

Τα παράπονά σου να τα κάνεις στο Μεγάλο Αφεντικό, τον Μεγάλο Αστέρα του Σύμπαντος.

Πού ξέρεις; Μπορεί να σ’ ακούσει κάποια στιγμή…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη