«Στης νύχτας τη σιγαλιά», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Κατακαλόκαιρο και οι νύχτες καυτές. Τα παραθύρια ορθάνοιχτα, έστω και με το φόβο του κλέφτη. Μα καλύτερα αυτός παρά το αμπάρωμα στο σπίτι με την τεχνητή δροσιά του air condition. Ε, καλά τώρα, ας μη είμαστε και υπερβoλικοί και το πάρουν και τα κλεφτρόνια τοις μετρητοίς… Τρόπος  του λέγειν.

Τα παραθύρια λοιπόν ανοιχτά και πια ξέρουμε πότε και πώς η Πίτσα κάνει έρωτα. Αμάν πια κι αυτό το κορίτσι θαρρείς και το σφάζουν. Δεν μπορείς να ερμηνεύσεις τις  φωνές της βρε παιδί μου, από ηδονή φωνάζει ή από φόβο; Γιατί, άμα δεις το σύντροφό της, μπορείς και αυτό να το υποθέσεις.  Του τρόμου ένα πράμα ο Παναγής…

Από το πιο κοντινό μας παράθυρο ακούγεται ολοκάθαρα με όλους τους τόνους και τα ημιτόνιά του το ροχαλητό του κυρ Κώστα του ξυλέμπορου. Καλά, ε; Για να πάρετε μια ιδέα, αρχίζει από το βασικό ντο στη μέση του κλαβιέ ενός πιάνου και ολισθαίνει ρυθμικά και σταθερά όλο αριστερά, στις πιο μπάσες μέχρι το τελευταίο πλήκτρο. Και πάλι από την αρχή. Αυτό, κατά το πρώτο δίωρο του ύπνου. Μετά, τα ντεσιμπέλ περιέργως ανεβαίνουν ανεξέλεγκτα από το ντο και δεξιά άνω και το ρεσιτάλ… του απερίγραπτου. Αυτό δεν λογιέται ηχορύπανση. Είναι ο πόλεμος των άστρων. Μπορεί να συγκριθεί ίσως  μόνο με τα γερμανικά βομβαρδιστικά, που ρίχνοντας τις βόμβες τους έβγαζαν εκείνον τον τσιριχτό ήχο που σου έκοβε το αίμα και το  έκαναν γι’ αυτόν πράγματι το σκοπό. Να το ‘χε λέτε ξεσηκώσει από ‘κει;

Να σκεφτείτε, η δόλια η γυναίκα του δεν άντεξε η άμοιρη να μένει άυπνη όλη τη νύχτα, έδωσε μια, πήδηξε από το μπαλκόνι της και τώρα κοιμάται επιτέλους αναπαυμένη τον αιώνιο ύπνο της.

Η κυρία Σίσση από το απέναντι διαμέρισμα, άλλο χούι. Όλη τη νύχτα παραμιλάει και το κάνει με δυνατή φυσική φωνή, καθαρά και όχι με λόγια ακατάληπτα, σε σημείο να μην ξεχωρίζεις αν μιλάει ή αν παραμιλάει! Ιστορίες να ακούσουν τ’ αυτιά σου, από την καταστροφή της Σμύρνης μέχρι τον Εμφύλιο, καλύπτοντας όλο το φάσμα, να μην μείνει  παραπονεμένη καμιά πτυχή της Νεωτέρας Ιστορίας των Ελλήνων.

Και η μεγάλη πλάκα είναι ότι όταν της λες, τι την πιάνει νυχτιάτικα με αυτές τις αφηγήσεις, σου λέει κατάπληκτη: «Ποιος ΕΓΩ; Εγώ κοιμάμαι ήσυχη σαν το πουλάκι. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα το ήξερα;»

«Μα πώς θα το ήξερες κυρά μου αφού κοιμόσουνα;»

«Θα το καταλάβαινα, ήθελα να πω. Με κάποιαν άλλη γειτόνισσα με μπερδεύετε», λέει και κλείνει την κουβέντα ενοχλημένη…

Αμ ο κυρ Μήτσος ο εστιάτωρ; Όλη τη νύχτα βολοδέρνει με τα γατιά και τα δύο σκυλιά του. Δεν τ’ αφήνει τα έρμα να ησυχάσουν στα σπιτάκια τους στην μεγάλη του αυλή, παρά τους μιλάει, τους λέει τον πόνο του, τα κεσάτια της  δουλειάς του, τα βάσανά του γενικώς και άλλα τέτοια λυπητερά, μέχρι που η σκυλίτσα του βάζει τα κλάματα. Ένα υπόκωφο κλαψούρισμα, που να σου σηκώνεται η πέτσα. Από τη μουρτζούφλα πια, τους πιάνει η νύστα εκεί κατά τα ξημερώματα και θα μείνουν να κοιμούνται, ζωντανά και άνθρωπος, μέχρι το μεσημέρι, έχουν να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν;

Και, last but not least,ο Ζαφείρης… Α, ο Ζαφείρης, ο ποιητής μας, που γράφει και καπνίζει, καπνίζει και γράφει, μέχρι το πρωί. Και από το πολύ το πάφα-πούφα, τον πιάνει ακατάσχετος τσιγαρόβηχας που να τραντάζονται  οι μεσοτοιχίες.

«Πιες λίγο νεράκι Χριστιανέ μου μπας και καταλαγιάσει ο έρμος ο λάρυγγάς σου» του φωνάζει η διπλανή του η κυρία Νίνα, για να πάρει τούτην την απάντηση:

«Ενοχληθήκατε μαντάμ;»

«Α μπα, καθόλου. Συνέχισε ποιητή μου, μη σου φύγει και η Έμπνευση και μας πάρεις φαλάγγι Χριστός φυλάξει»…

«Σκασμός. Ησυχάστε όλοι, που ο διάβολος να σας πάρει».

Μα τι λέω κι εγώ; Ο διάβολος; Σιγά μην και αντέξει και αυτός να τους πάρει! Για χαζό τον περνάς;

Και ένα χάραμα  Κυριακής, που δεν ήταν βέβαια καθόλου συννεφιασμένη, καλοκαίρι αφού, τη σιγαλιά της Φύσης διακόπτει μια σειρήνα, (δεν ξέρω να σας πω, πυροσβεστικής; Του 100; Πρώτων βοηθειών; Δεν τις ξεχωρίζω) και τα ανοιχτά παράθυρα γέμισαν κεφάλια αγγουροξυπνημένων ανθρώπων.

«Το κέρατό μου μέσα, μιας Κυριακής το ξύπνημα ονειρεύομαι όλη την εβδομάδα, να ξυπνήσω μεσημέρι, χωρίς το γα@@@@@ το ξυπνητήρι να μου ταράζει τον εγκέφαλο από το χάραμα και αντ’ αυτού να έχω τώρα τη σειρήνα; Και ας μου πει κανείς ΓΙΑΤΙ τσιρίζει; Ποιον σκοπό εξυπηρετεί; Αν π.χ. είναι το 166 και τσιρίζει για να του αφήσουν ελεύθερο το δρόμο να μην καθυστερεί που έχει κυκλοφορία, να το καταλάβω, το ίδιο και αν είναι η πυροσβεστική, μα τέτοιαν μιαν ώρα, ποιος να εμποδίσει ποιον, με δρόμους άδειους; Και αν είναι το 100 και πάει να πιάσει το κλεφτρόνι τι σφυρίζει; Για να ειδοποιήσει ότι έρχεται και εκείνο να το σκάσει; Έχει λογική το πράγμα;»

Αμ δεν έχει. Και σε ποιον να διαμαρτυρηθείς; Στο Θεό; Σκασίλα του αν θες  εσύ να κοιμηθείς, αναίσθητε, που δεν σε νοιάζει τι συμβαίνει στην ίδια σου τη γειτονιά… Σκέψου πόσο θα σε νοιάζει και για τη ‘’γειτονιά’’ τού  Κόσμου, τι γίνεται δηλαδή, πάρα πέρα από τον μικρόκοσμό σου. Να σου πω κάτι; Ούτε εμένα με νοιάζει που έχασες τον Κυριακάτικο ύπνο σου, εαυτούλη, ε, εαυτούλη.

Λέγαμε λοιπόν για τις σειρήνες εκείνο το χάραμα.

Και ξαφνικά ακούμε φωνές διαμαρτυρίας, από ένα σπίτι λίγο πιο κάτω από την πόρτα  μας. Κάνα δυο συγκάτοικοί μας, θες από ανθρωπιά, θες από περιέργεια, βγήκαν και ροβόλησαν κατά ‘κει που συνέβαινε κάτι σοβαρό κατά πώς φαίνεται, γιατί το 100 που ήταν τελικά, δεν ήταν για κλεφτρόνι…

Και όταν γύρισαν και μας είπαν το πόσο σοβαρό ήταν, όχι δε γελάσαμε, ούτε  βέβαια κλάψαμε. Μόνο σκεφτήκαμε έντρομοι ότι σε δύο μέρες που θα είχαμε κύμα καύσωνα με τον Λίβα που καίει τα σπαρτά να έρχεται κατ΄ ευθείαν από την Αφρική μαζί με την κόκκινη άμμο που θα καλύψει την πόλη μας απ’ άκρου εις άκρον, πόσο θα επηρεαστούν οι εγκέφαλοί μας έτι περισσότερο και Κύριος οίδε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμη.

Που λέτε, της κυρίας Τούλας η γάτα ήταν, που είχε ανέβει στην  αποθηκούλα άνωθεν του ψυγείου και δεν μπορούσε να κατέβει γιατί φοβόταν είτε το ύψος είτε το μάλωμα της «μανούλας», που τόσες ώρες την παρακαλούσε να κατέβει μα δεν την άκουγε.

«ΕΛΑΤΕ σας παρακαλώ, το παιδί μου θα μου σκοτωθεί αν πέσει από το  βουνό».

«Ποιο βουνό μαντάμ, όνειρο βλέπετε πρωινιάτικα;» ρωτούσε ο εκατό.

«Ελάτε πριν να ‘ναι αργά, σας ικετεύω».

«Ηρεμήστε κυρία, θα έρθουμε. Πόσο  μικρό είναι το παιδάκι σας;»

«Εμ δεν θα ‘ναι τριών μηνών;»

«Τριών μηνών! Μάλιστα. Και πώς ανέβηκε στην αποθήκη πάνω από το ψυγείο; Πετώντας ή σκαρφαλώνοντας;»

«Πού να το ξέρω παλικάρι μου, μήπως το είδα;»

«Καλά, εσείς τα γεννήσατε και από ‘κει και ύστερα το αφήσατε να πορεύεται  μονάχο του;»

«Μπάτσε με ειρωνεύεσαι ή είναι η ιδέα μου; Σου το λέω. Αν μου πάθει το παιδί μου κάτι, θα αυτοκτονήσω» λέει και μπαμ, κλείνει  το  τηλέφωνο η κυρία Τούλα.

Να γιατί έτρεχαν με την σειρήνα στο φουλ τα όργανα της τάξης, να προλάβουν δύο θανάτους και από συνήθεια έβαλαν και τη σειρήνα να δίνει και ήχο στο περιστατικό, κάτι σαν μουσική επένδυση στο σενάριο που παιζόταν live.

Mα όταν έφτασαν και αντί για μωρό είδαν δυο μεγάλα πράσινα γατήσια μάτια να τους κοιτούν παιχνιδιάρικα, ναι μεν από μέσα τους γέλασαν, μα απ’ έξω τους έπρεπε να δείξουν αυστηρότητα και αυτές ήταν οι φωνές που ακούσαμε εκείνο το Κυριακάτικο χάραμα.

Σιγά και μην την ένοιαξαν οι φωνές των μπάτσων την κυρία Τούλα. Εκείνη κρατούσε στην αγκαλιά της τα παιδάκι της και το μάλωνε τρυφερά για την αταξία του «Δεν θα με ξανατρομάξεις έτσι; Ε, καλό μου εσύ;»…

ΤΩΡΑ ας μου πει κάποιος, ποιος από τους δυο θέλει σκότωμα, η κυρά ή το ‘’παιδί’’ της ή και οι δυο;

Κάποια κοντινο-μακρινή εποχή, τη σιγαλιά της νυχτιάς εκτός των αρνητικών που αναφέραμε, την διέκοπτε και μια καντάδα. Ο ερωτευμένος νεαρός, καθ’ ότι παράφωνος ίσως ο ίδιος ή και από ντροπαλοσύνη, ανέθετε στους ειδικούς του είδους κανταδόρους να τραγουδήσουν τραγούδια που ήξερε ότι  άρεσαν στη καλή του ή ακόμη για να της εκφράσει τραγουδιστά τα βαθιά του αισθήματα που με τον φυσιολογικό τρόπο ντρεπόταν να της τα εξομολογηθεί.

Μουσική να μεθά την ακοή και το νυχτολούλουδο με το αγιόκλημα να αναστατώνει την όσφρησή σου, στοιχεία απαραίτητα της εισαγωγής ενός εκκολαπτόμενου ειδυλλίου.

Οι όμορφες, μα και οι άσχημες γειτονοπούλες, διεκδικούσαν κάθε μια για πάρτυ της την καντάδα, αφού ο κεντρικός  κανταδόρος ερωτευμένος ήταν αδύνατον να γίνει ορατός μέσα στο έρεβος της νύχτας, ελλείψει και φανοστατών. Εκτός και αν τα τραγούδι απευθυνόταν σε καμιά Μαρία, Δημητρούλα, Πίτσα, Ρίτσα κ.τ.λ., οπότε καταλάβαιναν ποιος ήταν ο αποδέκτης  και οι  άλλες ελπίζουσες απλά έκλειναν απαξιωτικά τα παράθυρά τους, ενοχλημένες τάχα μου τάχα μου από την νυχτερινή μουσική…

Τώρα ποιος μπουγέλωνε τους κανταδόρους πέρα από τους γονείς των νεαρών υπάρξεων, είναι και ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί σαφώς με την πάροδο τόσων δεκαετιών. Κλίνουμε στην περίπτωση να ήταν άμουσοι γείτονες, που το μόνο που τους άρεσε να απολαμβάνουν τη νύχτα, ήταν ένα βαθύ πιάτο πατσά (παχύ το τσ) με μπόλικο σκορδοστούμπι!

Έχουν γραφτεί τραγούδια καντάδας που ακόμη και σήμερα τα ακούς  ευχάριστα από τους λίγους επαγγελματίες κανταδόρους σε κανένα κουτούκι, ή σε συνάξεις ανθρώπων της τρίτης ηλικίας. Μουσειακό πια είδος και αυτά. Εικόνα μιας Εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί.

Σήμερα, αν ο νεαρός θέλει να εξομολογηθεί το  έρωτά του και ντρέπεται να το κάνει, (πάντα θα υπάρχει και αυτό το είδος ερωτευμένου), καταφεύγει στην πλάγια οδό, λέγοντας χαριτωμένα:

«Έχω κότερο πάμε μια βόλτα;» Και να δεις, που δύσκολα θα βρεθεί κοριτσόπουλο που δεν θα πει «Ω, ΝΑΙΙΙΙ!»

 Τι καντάδες και αηδίες λέμε τώρα!!!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη