«Στα εξωτερικά ιατρεία», ένα διήγημα της Λιάνας Μιχελάκη

«Ξημέρωσε και πάλι», σκέφθηκε, όλο απογοήτευση, καθώς έβλεπε τις αχτίδες του ήλιου να διαπερνούν τις γρίλιες των παραθύρων της και να την καλημερίζουν για ένα ακόμη νέο ξεκίνημα.

-Ποιος το ζητούσε άλλωστε αυτό; Απευθύνθηκε τότε στον εαυτό της.

Ο σκύλος του διπλανού διαμερίσματος γαύγιζε ασταμάτητα, συνήθιζε άλλωστε να το κάνει πολλές φορές στη διάρκεια της ημέρας, γεγονός που την κούραζε και την εκνεύριζε αρκετά. Έπρεπε άλλωστε να ταΐσει και το γάτο της, που εδώ και αρκετή ώρα την παρακαλούσε με κάθε τρόπο.

-Όταν πρόκειται για το φαγητό σου, ξέρεις να με αναζητάς και να χαϊδεύεσαι στα πόδια μου, τις άλλες ώρες με ξεχνάς, είπε στο γάτο της με πικρία, καθώς έπαιρνε την απόφαση να σηκωθεί επιτέλους από το κρεβάτι της.

Έτσι,  αφού σταθεροποιήθηκε στο φθαρμένο από το χρόνο μπαστούνι της, κατευθύνθηκε με βήματα αργά και βαριά στη μικρή κουζίνα της. Έπρεπε επιτέλους να τον ταΐσει, είχε κουραστεί άλλωστε να ακούει αυτό το παρακλητικό νιαούρισμα του.

Η κουζίνα. Πόσο πολύ της άρεσε αυτός ο χώρος του μικρού της διαμερίσματος ή μάλλον η μοναδική αγάπη της, που την κρατούσε άλλωστε και στη ζωή. Εκεί είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, μαγειρεύοντας για το σύζυγο, τα παιδιά της και αργότερα για τα εγγόνια της. Τώρα, που όλοι είχαν αναχωρήσει για νέες πατρίδες, ο σύζυγος βέβαια για την ουράνια, μαγείρευε μόνο για τον εαυτό της και το γάτο της. Όλοι όμως είχαν να λένε τα καλύτερα για τη μαγειρική της.

«Η μαγειρική σου είναι η καλύτερη και η πιο πικάντικη», την επαινούσαν ακόμη και οι πιο κακοπροαίρετες φίλες της. Είναι ίσως, επειδή το μοναδικό μπαχαρικό,  που έριχνε στα φαγητά της, ήταν τα αλμυρά δάκρυα της. Αυτά μάλλον τα νοστίμευαν και τα έκαναν τόσο ξεχωριστά στη γεύση.

Τα δάκρυα για τη ζωή που δεν έζησε, για τα όνειρα που είχε και δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει, για τις ευκαιρίες, που της δόθηκαν στη ζωή, αλλά γλίστρησαν μέσα από τα ίδια της τα χέρια, όπως κυλούσαν  άλλωστε τα ίδια τα δάκρυα της  από τα όμορφα μάτια της μέσα στα φαγητά της.

Ξάφνου κι ενώ συλλογιζόταν όλα αυτά, όπως το συνήθιζε άλλωστε κάθε φορά που μαγείρευε για την ίδια και το γάτο της, η υπενθύμιση μιας υποχρέωσης ήρθε να διακόψει το ταξίδι των συλλογισμών της.

-Θεέ μου, μα πώς ξέχασα το ραντεβού μου; Αναφώνησε όλο απορία για τον ίδιο της τον εαυτό και αφήνοντας το γάτο της  ατάιστο να νιαουρίζει, έσπευσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να πάρει από το κομοδίνο της το βιβλιάριο ασθένειας.

-Μα πώς ξέχασα το ραντεβού με το παθολόγο, μονολογούσε διαρκώς, καθώς κατέβαινε με τη βοήθεια του μπαστουνιού της τα απότομα σκαλιά της πολυκατοικίας της.

-Τόσα χρόνια πέρασαν και δεν μπόρεσαν ακόμη να εγκαταστήσουν ένα ασανσέρ για εμάς τους ηλικιωμένους, σκεπτόταν θυμωμένη στην προσπάθεια της να κατέβει.

Όταν κάποια στιγμή πράγματι τα κατάφερε να φθάσει στα εξωτερικά ιατρεία και να εξασφαλίσει ένα κάθισμα για τον εαυτό της, την περίμενε εκεί μία απρόσμενη έκπληξη. Όλα τα προγραμματισμένα ραντεβού θα ακυρώνονταν, όπως ανακοίνωσε η νοσηλεύτρια  του τμήματος, λόγω επικείμενης απεργιακής κινητοποίησης των ιατρών του νοσοκομείου.

-Μα δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να συμβεί αυτό, τόσο κόπο έκανα, για να έρθω μέχρι εδώ, αναφώνησε όλο απογοήτευση.

-Ακριβώς, χρειαζόμαστε τα φάρμακά μας, ακούστηκε μία φωνή σχεδόν δίπλα της.

-Χρειαζόμαστε και εξετάσεις, αναφώνησαν με θυμό κάποιοι άλλοι ασθενείς στο βάθος της αίθουσας.

Όταν ξαφνικά άκουσε τη διαπεραστική φωνή της νοσηλεύτριας να τη ρωτά «Εσείς τι ακριβώς χρειάζεσθε από εμάς;», ένιωσε να χάνει τα λόγια της.

-Χρειάζομαι παρέα. Συνταγογραφείται η παρέα; Είμαι εδώ, γιατί έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, εκτός από το γάτο μου, αλλά με τις απεργίες σας μας στερείτε ακόμη και αυτό, το πιο απλό πράγμα, να βρισκόμαστε όλοι μαζί και να μιλάμε, είπε όλο θυμό και εκνευρισμό στη νοσηλεύτρια, που την κοιτούσε με μάτια έκπληκτα και συμπονετικά. Πριν προλάβει τότε να πάρει την οποιαδήποτε απάντηση, αρπάζει το βιβλιάριο και το μπαστούνι της και φεύγει όσο πιο γρήγορα της το επέτρεπαν οι δυνάμεις της από τα εξωτερικά ιατρεία.

Σε όλο το δρόμο μονολογούσε και καταφερόταν στους υπεύθυνους για τις απεργιακές κινητοποιήσεις στο χώρο της υγείας.

-Τι κρίμα και είχε τόσο κόσμο σήμερα στα εξωτερικά ιατρεία. Αν δεν απεργούσαν οι γιατροί, σίγουρα θα μπορούσα να μιλήσω για λίγο και ίσως έδινα και κάποιες και από τις συνταγές μου.

Κάποια στιγμή και ενώ είχε σταματήσει να πάρει μια βαθιά ανάσα, είχε λαχανιάσει αρκετά, έπεσε η ματιά της σε ένα εστιατόριο. Χωρίς να χάνει χρόνο τότε, αγοράζει δύο γενναίες μερίδες παστίτσιο και συνεχίζει το δρόμο για το σπίτι της.

Εκεί την υποδέχθηκε όλο χαρά ο πεινασμένος γάτος της, που είχε απογοητευθεί τόσο πολύ από τη μεγάλη της καθυστέρηση.

-Σου έλειψα καθόλου, του είπε και τον σήκωσε στην αγκαλιά της. Χωρίς δεύτερη ευκαιρία τότε, έβαλε σε δύο διαφορετικά πιάτα το παστίτσιο και κάθισαν στο ένα και μοναδικό μπαλκονάκι του διαμερίσματος της, εκείνη στην καρέκλα και ο γάτος πάνω στο τραπέζι.

-Καλή μας όρεξη αγαπημένε, σήμερα σκέφθηκα να φάμε απ’ έξω, η πικάντικη μαγειρική μου μπορεί να περιμένει…           

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη