“Σούζη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Με το κολλητό μίνι φουστανάκι  που άνετα θα μπορούσες να το πάρεις για μπλουζίτσα, κάτι σαν πλάγιες γραμμές άσπρες και  μαύρες όχι όμως ζεβρέ, η Σούζη ήξερε πως θα κάνει θραύση! ΄Ηταν κι οι μπότες, αυτές οι ψηλές που πιάνουν και μπούτι. Ποιο μάτι θα έμενε αδιάφορο; Μόνο το κουλτουριάρικο, αυτό που επιμένει στη φουστάνα την Ινδική, κάτι από Κνίτισα  του πάλαι ποτέ. Κι αυτό, μια κλεφτή ματίτσα θα την έριχνε. Άλλο αν ύστερα, πιστό στο πρόσταγμα της κουλτούρας, θα έπαιρνε κι όρκο: «Λέω αλήθεια, τέτοια φτηνά κοριτσόπουλα που επιδεικνύουν τα κάλλη τους, μια κι από μυαλό ακατοίκητο, εγώ ούτε που να τα φτύσω». Α πα πα! Πιπέρι στο στόμα, κύριε Δημήτρη μου! Πώς ένας κύριος της κλάσης και του επιπέδου σας επιλέγει τέτοια λαϊκίστικη φρασεολογία; Αυτά σας μαθαίνουν εκεί που συχνάζετε; Δεν λένε πια για το κεφάλαιο και τις πολυεθνικές, ότι θα ταράξουν τα νερά, ότι με λαϊκή πάλη, όχι της Δευτέρας, της Τετάρτης, της Παρασκευής ή του Σαββάτου, μην μπερδεύεστε, σε αυτές πουλάνε κολοκυθάκια, μαρουλάκια, ντοματούλες, για την άλλη λένε, αυτήν του λαού, ποιανού λαού, αυτού που πεινάει; Θα  ηττηθούν τα μεγαλο-συμφέροντα και θα λάμψει μια μέρα ο ήλιος της ισότητας! Μάλιστα! Που πάει να πει πως πάψατε να ψωνίζετε απ’ τα ακριβά επώνυμα καταστηματάκια παπουτσάκια και ρουχαλάκια. Πιστός στις αντιλήψεις σας.  Και κλείσατε και το μαγαζάκι που είχατε. Θύμα της κρίσης κι εσείς! Εντάξει! Πάμε παρακάτω.

Φόρεσε, το λοιπόν, το πιπινάκι τα σέα του και τα μέα του, κραγιόνια, μεϊκάπια, αρώματα, πήρε την τσαντούλα και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ο δρόμος μέχρι τη λεωφόρο μετατράπηκε σε πασαρέλα. Στην αλλαγή του βήματος, όλο και σηκωνόταν το εφαρμοστούλι. Φάτε μάτια ψάρια! Και καθώς το πανωφόρι τέλειωνε κι αυτό στη μέση, η χαρά διπλασιαζόταν. Μπήκε στο ταξί κι ένα άρωμα ευτυχίας αγκάλιασε την ταπετσαρία, τα καθίσματα και την καρδιά του οδηγού. Μόνο ο κύριος Δημήτρης έμεινε ατάραχος.

«Σας ευχαριστώ», είπε η Σούζη, αφού ταχτοποιήθηκε στο πίσω κάθισμα. «Περιμένω πολλή ώρα και θα αργήσω στην εκδήλωση. Θα στήσω και τη φίλη μου». Την είχε πείσει η Κλεό να πάρει κι εκείνη εισιτήριο για ένα ρεμπετάδικο, τέλος Πλάκας. Τα έσοδα θα βοηθούσαν τον αγώνα κι η Κλεό ήταν πεπεισμένη πως αυτό ήταν το σωστό. Η Σούζη δεν τρελαινόταν για τέτοιου είδους μαζώξεις. Αλλά δεν ήταν ακριβό, δεν είχε κανονίσει κάτι άλλο, την είχε λίγο πρήξει κι η φίλη «Θα ‘ρθεις; Έλα, ρε Σούζη. Θα περάσουμε ωραία. Θα δεις. Έλα ρε να βοηθήσεις κι εσύ».  Κι έτσι βρισκόταν εδώ. Μην τα πολυλογώ, η τύχη το ‘χε κι ο κύριος στην ίδια εκδήλωση πήγαινε. Τι παιχνίδια παίζει η ρημάδα! Οποία έκπληξις! Αυτό συζητούσαν για αρκετή ώρα στο ταξί, όταν αποκαλύφθηκε ο κοινός προορισμός. «Ούτε κανονισμένο να το είχατε!» η σοφή ρήση από το στόμα του οδηγού του ταξί, που όσα χρόνια ήταν στο τιμόνι, κι ήταν πολλά, τέτοια μεγάλη σύμπτωση δεν είχε ξαναματαδεί.

Ο κύριος Δημήτρης ακόμα ατάραχος. Δεν του έκαναν εντύπωση οι συμπτώσεις. Είχε από χρόνια ξετινάξει από πάνω του τον ζυγό της πίστης. Η Δημιουργία του κόσμου  οφειλόταν σε μία όχι απόλυτα ομογενή κατανομή της ύλης, αρχικά. Η συνέχεια σίγουρα, όπως άλλωστε κι η αρχή, δεν οφειλόταν στην απλή θέληση και τον λόγο κανενός  Θεού. Ύστερα, ποια η διαφορά; Έτσι όπως είχε πορέψει τη ζωή του, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν εκείνος και το καπελάκι του. Η κλίση του οριζόταν από τη γενικότερη ιδέα, δηλαδή την επιλογή ένδυσης και τον σκοπό. Ήταν γάμος, βαφτίσια, απλή έξοδος με φίλους, μάζωξη στο σπίτι και πάει λέγοντας. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πως σε γάμους κι αιώνιες δεσμεύσεις δεν ενέδιδε ποτέ. Καμιά γυναίκα δεν είχε καταφέρει να τον συγκινήσει τόσο ώστε να απαρνηθεί την απόλυτη ελευθερία κίνησης του καπέλου του.

Στο μαγαζί η ατμόσφαιρα ήταν φιλική, άνετη. Η Κλεό περίμενε στην πόρτα τη Σούζη και μετά τους εναγκαλισμούς και τους ασπασμούς πρόσεξε τον κύριο Δημήτρη. Δεύτερη σύμπτωση. Ήταν γνωστοί από παλιά, καθώς είχαν πολλές φορές βαδίσει δίπλα-δίπλα σε πορείες και διαμαρτυρίες.

-Δημήτρη μου, τι κάνεις; Χαθήκαμε βρε παιδί μου! Να σου γνωρίσω τη φίλη μου.

-Γνωριστήκαμε ήδη. Κατεβήκαμε με το ίδιο ταξί.

-Αχ! Τι καλά! Και σκεπτόμουν ποιος θα της κάνει παρέα μια και εγώ, ξέρεις, έχω αναλάβει να βοηθήσω λιγάκι εδώ. Θα μπορούσατε να καθίσετε μαζί κι όταν τελειώσω θα σας βρω κι εγώ, ε, παιδιά;

Αυτό το παιδιά, ήταν κομμάτι για γέλια. Δεν τον έλεγες και παιδί τον Δημητράκη στα σαράντα του. Ένα μειδίασμα  ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της Σούζης.

Το πρόγραμμα δεν πήρε πολλή ώρα να αρχίσει. Κάτι λίγο το μπουζουκάκι, κάτι λίγο το κρασάκι, κάτι λίγο οι άψογοι τρόποι του κυρίου -να μην το κρύψωμεν, άλλωστε, ήξερε πώς να φέρεται ευγενικά- η Σούζη ήρθε στα κέφια. Κι όταν ακούστηκε το άσμα «Πότε Βούδας, πότε Κούδας, κ.τ.λ», με μια αποφασιστικότητα αυτόχειρα, η Σούζη, ανέβηκε στην καρέκλα και στη συνέχεια στο τραπέζι. Κι εκεί, ραγίσαν τα πατώματα, αρχίσανε σεισμοί, ξεχύθηκαν λάβες και λάβες. Στο φιδένιο λίκνισμα του κορμιού της έπεσαν όλα τα βλέμματα. Πώς να μην θαυμάσεις τη γυναικεία ομορφιά που δεν βιάζεται ν’ αποδείξει τίποτα, μα ούτε και να τελειώσει, αλλά απλά δίνεται στη μουσική και στον χορό, σαν να χωρούσε μέσα τους χιλιάδες άλλα λικνίσματα κι οι υποσχέσεις, ψιθυρισμένα όλα…

Κάτι ένιωσαν όλοι οι σύντροφοι να μετακινείται. Κάτι ανεπαίσθητα να φουσκώνει. Ίσως να ήταν η υποψία πως η πάλη για τα δίκαια δεν ήταν η μόνη άξια πάλη. Υπήρχε και μια άλλη. Ίσως όχι τόσο καταξίωσης, τόσο «υψηλή», αλλά τόσο ενστικτώδης που δεν μπορούσε κανείς να της αντισταθεί. Η πάλη να κάνεις δικό σου, να προχωράει δίπλα σου ένα τέτοιο θηλυκό. Πιάνονται ετούτα τα θηλυκά, σύντροφε;

Με τη λήξη του τραγουδιού, η Σούζη με την ίδια άνεση κι ευλυγισία, κατέβηκε από το τραπέζι και γύρισε στο κάθισμά της. Με τη λήξη της εκδήλωσης, είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα κι είχαν πέσει τα τείχη. Δεν πήρε πολύ καιρό να πέσουν και τα φρούρια. Και να μια Σούζη, μασώντας με ευχαρίστηση μια τσίχλα, να  κατεβαίνει την λεωφόρο ξανά. Μέσα στην τσάντα της έχει το φάκελο με την απάντηση. Ναι. Ο κύριος θα γινόταν μπαμπάς! Πώς συνέβη αυτό; «Μία η εξήγηση. Μπέρδεψα τις ημερομηνίες του κύκλου μου! Ή καλύτερα, μπέρδεψες τις ημέρες του κύκλου μου. Εσύ δεν τις σημείωνες, καλέ μου;» Πόσες  μέρες έχει πια αυτός ο κύκλος και μπερδεύονται; Στη γλύκα και την κάψα ποιος τις λογαριάζει;

Μετά, τρεχάτε ποδαράκια μου. Είχε και μαλλάκια να τραβήξει ο Δημήτρης. Αλλά τι θα γινόταν. Και μπαμπάς και φαλακρός. Χωρίς καμία διάθεση για περαιτέρω δέσμευση. Άλλο πατέρας, άλλο σύζυγος.  «Τα πάντα, καρδιά μου είναι θέμα ιδεολογίας. (Πάνω-κάτω η τσίχλα ). Και να σου πω, ο Δημήτρης δεν θέλει δεσμεύσεις, αλλά ποιος του είπε ότι θέλω εγώ; (Τσιχλόφουσκα, μπαμ η φούσκα). Είναι που ανακάλυψα λιγάκι αργά την εγκυμοσύνη. Αλλιώς θα σου έλεγα. Χατίρι του κάνω, μωρέ. Θα χαλάσει και το σώμα μου. Άντε να ξαναμπώ στο κολλητό μου, εκείνο το άσπρο που σου άρεσε.» έλεγε στην Κλεό που είχαν συναντηθεί. «Θα μείνουμε μαζί και βλέποντας και κάνοντας. Πάντως μου είπε πως  δεν τα μπορεί τα κλάματα και τα  μπιμπερά.  Εκείνος ήταν ταμένος σε ένα σκοπό. Σε έναν αγώνα. Και όλο τούτο του φαινόταν, απρόσμενο. Έτσι μου είπε. Δεν πειράζει, το πολύ-πολύ να κατεβαίνει στη διαδήλωση και με το παιδί του. Ποιος άλλος θα έχει αυτήν τη χαρά;»( Πάνω- κάτω η τσίχλα και απανωτή φούσκα.)

Η Κλεό άφωνη. Τι να πει για το ταίριασμα. Τι να πει για τη φίλη; Τι να πει για τον σύντροφο; Δύσκολο πράγμα οι συμπτώσεις. Μήπως να βόσκει κάπου εκεί δίπλα μια μοίρα για τον καθένα μας;  Δεν είχε τέτοιο κεφάλαιο ο αγώνας. Μόνο στο μεγάλο βιβλίο της ζωής, κουκίδες όλοι μας. Συντρόφισσα και μοιρολάτρης; Ουδεπώποτε!

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ
    15 Ιανουαρίου 2018 at 21:15

    Για να μη σου πω το ωραιότερό σου να Πώ από τα΄πολύ ΄πολύ ωραία σου ΓΛΗΝΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ

    • Μαριάννα Γληνού
      18 Ιανουαρίου 2018 at 22:49

      Από εσένα τα λόγια αυτά είναι τιμή! Σε ευχαριστώ!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη