[Στον Γιώργο Πολύζο, απ’ την Πορτή Καρδίτσας.]
Αν ήταν, λέει, ανθρώπινο
τον χρόνο να γυρίσεις
και πάλι απ’ την αρχή ξανά
τα βήματα ν’ αρχίσεις
-.-
Άραγε, τι θα άλλαζες
τι θα ‘φηνες ξωπίσω
σε ποιαν στιγμή, σε ποια ματιά
θα γύρναγες, θυμήσου.
-.-
Τότε που ήσουνα μικρός
κι ο χρόνος δεν μετρούσε
κι ήταν αθώα η καρδιά
τον κόσμο όλο χωρούσε.
-.-
Γιατί μες στο παιχνίδι σου,
κρυβόντουσαν οι άλλοι,
τα λόγια δεν μετρούσανε
έφτανε μιαν αγκάλη.
-.-
Αργότερα, που τις νυχτιές
τις ξόδευες κρατώντας
την ανάσα σου,
λέξεις φυλλομετρώντας,
-.-
Κι ανίχνευες πόσα κενά
μες τις καρδιές χωρούσαν
αν κι έψαχνες, γνωρίζοντας,
ζωές ξανά θα ανθούσαν;
-.-
Ή αργότερα, που θάρρευες
πως οι άνθρωποι εννοούσαν
μιλώντας αυτοί τις λέξεις τους
τον λόγο θα κρατούσαν;
-.-
Και τώρα, τι κλωθογυρνάς
τι απίστευτο γυρεύεις
να αλλάξεις θέλεις τη ματιά
με τ’ άδικο παλεύεις.
-.-
Όσο κυλάει ο καιρός
σε κρύο και σε ζέστες
κι από μια σκλήθρα
πιο μονάχος σου θα νοιώθεις,
πάνε οι φιέστες.
-.-
Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά
θε να κυλάει αιώνια
κι αν τύχει σε κατηφοριά
σκιά μηλιάς τα χρόνια.
Αφήστε το σχόλιο σας