“Σάββατο πρωί”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Όλα έμοιαζαν ίδια. Κι όμως… Τα κρεβάτια είχαν στρωθεί με σεντόνια που μύριζαν φρεσκάδα, τα έπιπλα είχαν ξεσκονιστεί και περαστεί με κερί, τα μπάνια λάμπανε με κείνη τη γυαλάδα του φρεσκοπλυμένου, τα χαλιά είχαν σκουπιστεί, τα πιάτα είχαν πλυθεί και τοποθετηθεί στη θέση τους και το φαγητό ήταν έτοιμο στο φούρνο, που τον ένιωθες ακόμα ζεστό αν περνούσες από μπροστά του…

Όλο το σπίτι είχε τώρα ένα ανάμεικτο άρωμα καθαριότητας και ζεστού φαγητού. Τίποτα δεν είχε αλλάξει κι όμως όλα μοιάζανε τόσο διαφορετικά.

–  Να ποτίσω τα λουλούδια και να φρεσκάρω την μπροστινή βεράντα κι είμαι έτοιμη, σκέφτηκε εκείνη ρουφώντας μια γουλιά απ’ τον καφέ της, που είχε πλέον κρυώσει, καθώς έκανε ένα διάλειμμα για τσιγάρο.

Στο σπίτι έπινε ελληνικό καφέ σχεδόν πάντα, ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Το lap top ήταν ανοιχτό κι έπαιζε Frank Sinatra κι I’ve got you under my skin. Έξω κοντεύανε Χριστούγεννα, στο σπίτι της όμως έλειπε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα φωτεινά λαμπάκια για να είναι μέσα στο κλίμα της εποχής.

Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε μόνη της αφού είχε προηγηθεί ένας γερός καυγάς με τον «Τζώρτζη της», όπως τον αποκαλούσε. Ένας καυγάς που εκείνη την άφησε να τριγυρνάει με το αυτοκινητάκι της στην πόλη κοιτάζοντας με παράπονο τα μαγαζιά που πουλούσαν χριστουγεννιάτικα δέντρα και κείνον πικραμένο να παίρνει το τρένο για το σπίτι της μάνας του – γιόρταζε ο αδελφός του κι έτσι κι αλλιώς έπρεπε να πάει… Στο τέλος εκείνη κατέληξε να κλαίει στο κρεβάτι της μέχρι να την πάρει ο ύπνος και εκείνος κατέληξε να κοιμηθεί στη μάνα του.

– Να μην ξεχάσω ν’ ανάψω και το καντήλι, σκέφτηκε και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε για ακόμα μια φορά πόσο καλή συντροφιά είναι στο άδειο της σπίτι αυτή η μικρή φλογίτσα μπροστά στα εικονίσματα.

Εννιά χρόνια τώρα της κράταγε συντροφιά αυτό το καντήλι. Όσα και τα χρόνια της σχέσης της με τον Τζώρτζη. Την είχε κουράσει πιά αυτή η ζευγαρωμένη μοναξιά, δεν άντεχε άλλο να μοιράζεται το κρεβάτι της, τις βόλτες της, τις σκέψεις της μα όχι το σπίτι της, όχι τη ζωή της.

Του ‘δωσε τελεσίγραφο του Τζώρτζη. Ή έρχεσαι ή φεύγω. Ήθελε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να νιώσει ότι ανήκει επιτέλους κάπου… Περνούσαν και τα χρόνια, είχε ξεμείνει πια από ανύπαντρους φίλους. Είχε βαρεθεί να πηγαίνει σε γάμους άλλων, να βλέπει τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, να χαίρεται με τις δικές τους χαρές και να λυπάται με τη δική της την προσμονή.

– Δώσε μου Παναγιά μου ένα σημάδι, ψιθύριζε πάντα τώρα τελευταία καθώς άναβε το καντήλι της. Ένα σημάδι να ξέρω τι θα κάνω, τι θα γίνω… Κουράστηκα Παναγίτσα μου μόνη μου, μπούχτισα, δεν αντέχω άλλο. Δως μου ένα σημάδι τι να κάνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, θα τρελλαθώ μοναχή μου μέσα στους τέσσερις τοίχους. Και μετά έμπηζε τα κλάματα καθώς την έπαιρνε το παράπονο.

Δεν ήτανε κακό παιδί ο Τζώρτζης της. Και την αγάπαγε πολύ. Μόνο που δεν το ήξερε. Όλο επαναστάσεις ήτανε κι ήθελε να φεύγει μακρυά της, κι όλο στα πόδια της γύρναγε σα δαρμένος σκύλος. «Εγώ χωρίς εσένα θα πεθάνω ζαργάνα μου», της έλεγε.

Ήθελε να ζήσει και νόμιζε πως μαζί της δε θα τα προλάβαινε όλα. «Σώπα κουτάβι μου», της έλεγε όποτε τον κοίταγε με κείνα τα θλιμμένα καστανά της μάτια όλο παράπονο που δεν τον είχε δικό της, όχι όπως θα ήθελε, όχι για πάντα. Κι ύστερα την αγκάλιαζε σφιχτά με τα δεμένα μπράτσα του και κείνη χάνονταν και τα ξεχνούσε όλα.

Κι έτσι κρατούσαν ο καθένας μια άκρη από ένα σκοινί και τραβούσαν, και τέντωναν και νικητής δεν έβγαινε κανένας. Το ξέρανε κι οι δυό πως δεν υπήρχε αγάπη σαν τη δικιά τους. Δε χώραγε αέρας στα πνευμόνια τους αν δεν βρίσκονταν μια μέρα. Και το ‘ξεραν κι οι δυό τους πως ό,τι κι αν λέγανε μοναχά ο θάνατος ήταν ικανός να τους χωρίσει.

Εκείνη όμως προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει μισή ζωή – γιατί ζωή χωρίς το Τζώρτζη της μισή ήτανε.

– Δώσε μου Παναγιά μου ένα σημάδι, δεν μπορώ άλλο έτσι μοναχή μου αλλά και χωρίς το Τζώρτζη το ξέρεις πως δε θα αντέξω. Δε θέλω να μοιράσω άλλο την ψυχή μου, δε θέλω να μοιράσω άλλο το κορμί μου. Δε θέλω άλλον κανέναν, λυπήσου με και λύτρωσέ μας. Δε λυπάσαι τα χρόνια που περάσανε να πάνε χαμένα? Δεν έχω κουράγιο Παναγιά μου ν’ αρχίσω πάλι απ’ την αρχή.

Έτσι προσεύχονταν μπερδεμένη κι η ίδια αφού έβλεπε πως ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Και μόνη της δεν άντεχε και τον Τζώρτζη ν’ αφήσει δεν ήθελε… Και αυτά τα Χριστούγεννα της προκαλούσαν πολύ θλίψη φέτος έτσι που ήταν τσακωμένοι.

Μέχρι που εκείνος της τηλεφώνησε. Ήθελε να επανορθώσει για τον τσακωμό τους, της είπε. Να ετοιμάσει δυό πραγματάκια σ’ ένα σακίδιο και να ντυθεί ζεστά γιατί της είχε μια έκπληξη. Πέταξε η καρδιά της από τη χαρά. Ετοίμασε το σακίδιο, ντύθηκε, πήρε το δερμάτινο μπουφάν της και το κράνος της και τον περίμενε πίσω απ΄ την πόρτα – τέτοια ήταν η ανυπομονησία της να τον δει.

Δε χρειάστηκε καν να της χτυπήσει. Με το που άκουσε τα βήματά του στο διάδρομο πετάχτηκε έξω κι εκείνος της άνοιξε τα χέρια του ενώ προχωρούσε προς το μέρος της. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κλάψανε λες και λέγανε ένα στερνό αντίο.

«Συγχώρα με ζαργάνα μου» της ψιθύριζε και τη φίλαγε στα μάτια, στα χείλη, στα μαλλιά. «Μη μ’ αφήσεις ποτέ Τζώρτζη μου, ορκίσου!» του απάνταγε εκείνη μ’ αναφιλητά. Μετά από εννιά χρόνια. Τέτοιος ήταν ο έρωτάς τους…

«Θα σε πάω στα Γιάννενα» της είπε. «Έχω κανονίσει κάτι. Εκεί θα βρούμε και τα παιδιά». Τα παιδιά. Η παρέα τους. Μαζί και στις χαρές μαζί και στα δύσκολα.

Όταν ξεκίνησαν το ταξίδι, η αίσθηση του αέρα και της ελευθερίας που της έδινε η χιλιάρα μηχανή του Τζώρτζη την έκαναν να πάρει τα πάνω της. Πάντα της άρεσε η ταχύτητα, γι’ αυτό και δεν τον έκοψε που το πάταγε λίγο παραπάνω. Καταλάβαινε πως το είχαν ανάγκη και οι δυό να τρέξουν. Μακρυά απ’ το τεντωμένο σκοινί. Μακρυά από το άδειο σπίτι. Να μείνουν οι δυό τους, ν’ αδειάσει το μυαλό τους κοιτώντας τις παραστάσεις να αλλάζουν καθώς φεύγανε μακρυά απ’ την πόλη κι η φύση είχε αρχίσει να τους γνέφει.

Περνούσανε την Κατάρα όταν άρχισε να ρίχνει χιονόνερο. Μπροστά τους μια νταλίκα πήγαινε υπερβολικά αργά για τα γκάζια τα δικά τους. Ο Τζώρτζης γύρισε το αριστερό του χέρι πίσω και της έπιασε απαλά το γόνατο. Έτσι έκανε πάντα όταν ήθελε να την ειδοποιήσει για κάτι, για να μην τρομάξει. Εκείνη σφίχτηκε πιο πολύ πάνω του και περίμενε πως θα προσπερνούσαν επιτέλους τη νταλίκα. Κι όπως κοιτούσε μπροστά της πάνω από τον δεξί ώμο του Τζώρτζη, είδε μια πινακίδα ακριβώς δίπλα από την πινακίδα με τον αριθμό κυκλοφορίας της νταλίκας. «Αχ αυτοί οι νταλικέρηδες και τα χαζά τους τα σλόγκαν», σκέφτηκε εκείνη πριν προλάβει να διαβάσει τι έγραφε.

Ο Τζώρτζης έκοψε γλυκά αριστερά και την ώρα που επιτάχυνε για την προσπέραση, με την άκρη του ματιού της το είδε: «ΕΙΜΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ», έγραφε… «Έλα Παναγία μου τι βρήκε να γράψει ο άνθρωπος!», ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε πριν προλάβει να αντιληφθεί ότι άρχισαν να γλιστράνε επικίνδυνα στο πλάι…

Η πτώση στάθηκε μοιραία. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος και για τους δύο. Όμως τελικά ούτε αυτός δεν τους χώρισε. Μαζί φύγανε. Στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του Τζώρτζη βρήκανε ένα κουτάκι κοσμηματοπωλείου. Είχε μέσα δυό βέρες.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη