Πάντα είσαι τόσο λιγόλογος. Πες κάτι παραπάνω. Μην στέκεσαι στα απαραίτητα, μίλα μου.
Φοβάμαι να σ’ αγγίξω. Φοβάμαι μη με δεις και σε τρομάξω. Στα μάτια μου είσαι μια μικρή παρθένα. Πώς να ασχημονήσω μ’ ένα «γάμα με!».
Θέλω να σε πετάξω σε κείνο το σιντριβάνι των ευχών, με το χέρι της καρδιάς, πάνω απ’ τον δεξί μου ώμο. Εσένα θέλω να πετάξω ολόκληρο, για να ποτίσεις απ’ την ευχή μου, την «για πάντα δικός μου».
Πόσο λαχταράω να ‘ξερες εκείνο το μικρό κομμάτι ήβης στο σαγόνι σου, τρίχωμα μαύρο απαλό ανάμεσα στα χείλη μου, εγώ να το δαγκώνω και να τρέμω.
Βουβό το κλάμα μου, άηχο, ήδη πονώ σε κάθε βλέμμα σου. Κι όσο κι αν λένε πως σου πάει το χαμόγελο, τα μάτια σου τα σκοτεινά είναι που αγάπησα.
Μικρά κομμάτια στιγμών άκυρων ο κόσμος όλος μου, τότε που βύθιζες καράβια μες στη θλίψη μου κι ήταν λες κι ήξερες της κάθε μου ανάσας την κατάληξη.
Δυσκόλεψε η ζωή μου απ’ όταν σ’ έμαθα, πώς να ανασάνω μακριά από τα χείλη σου;
[Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση «Γράμματα ανεπίδοτα» ΕΔΩ.]
Υπέροχο και δυνατό!