«Πρίμο Λέβι», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Πρίμο Λέβι/Μικρό βιογραφικό 

Ο Πρίμο Λέβι (1919-1987) γεννήθηκε στο Τορίνο. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι από το Πιεμόντε, Το 1937 γράφεται στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Τορίνο απ’ όπου αποφοιτά τον Ιούλιο του 1941 με άριστα και έπαινο. Πολιτικοποιείται και γίνεται μέλος του παράνομου Partito d” azione (Κόμμα Δράσης). Το Δεκέμβριο του 1943 ο Λέβι που αγωνίζεται ως μέλος μιας ομάδας παρτιζάνων συλλαμβάνεται και οδηγείται στο στρατόπεδο του Κάρπι Φάσσολι. Το Φεβρουάριο του 1944 μαζί με άλλους κρατουμένους μεταφέρεται στο Άουσβιτς. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του εκεί,  κατόρθωσε να μην αρρωστήσει. Το Γενάρη όμως του 1945 προσβάλλεται από οστρακιά όταν οι Γερμανοί, λόγω της προέλασης των ρωσικών στρατευμάτων, αποφασίζουν την εκκένωση του Λάγκερ. Ο Λέβι μένει για λίγους μήνες στην Κατοβίτσε και τον Ιούνιο θα αρχίσει το μακρύ ταξίδι της επιστροφής, αυτό που περιγράφεται στην “Ανακωχή” και τον Οκτώβριο φτάνει τελικά στο Τορίνο. Η βασανιστική ανάμνηση των στρατοπέδων τον ωθεί να γράψει πυρετωδώς το “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος”. Το 1947 το προτείνει στον Einaudi που το απορρίπτει και εκδίδεται τελικά από τις εκδόσεις Da Silva. Το 1987 ο Πρίμο Λέβι αυτοκτονεί στο σπίτι του στο Τορίνο.

Αναλύοντας τον Λέβι – Συγγραφικό ισοζύγιο

Θα προσπαθήσω να αναλύσω τον Λέβι από ένα και μόνο του βιβλίο, το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Με αυτό του το πόνημα, που είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό και μνημειώδες για το Ολοκαύτωμα, ο συγγραφέας «ξεμπερδεύει» μαζί μου όσον αφορά το ισοζύγιο. Το πιο θετικό ισοζύγιο για έναν συγγραφέα που έγραψε λογοτεχνία μέσα από τα βιώματά του σε απόλυτα εξευτελιστικές συνθήκες για οποιοδήποτε ανθρώπινο ον. Από την ώρα που συνελήφθη στην Ιταλία και μπήκε στο τρένο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης παρακολουθούμε την προσπάθειά του να επιβιώσει, με όλους τους τρόπους. Κάποιος θα περίμενε ένα βιβλίο με λυρισμό, πόνο και συναίσθημα. Και όμως. Ο συγγραφέας χάνει σταδιακά  όλο του το πάθος και συναίσθημα. Σαστίζει. Ως χημικός και πρακτικός άνθρωπος πασχίζει μέσα στην απελπισία του να βρει λογική επιβίωσης, να προσαρμοστεί στις δύσκολες συνθήκες αλλά και να ξεφύγει από την ιδέα της ενοχικότητας που αιωρείται πάνω από το στρατόπεδο και τσακίζει όλους. Μέρα με τη μέρα πολλοί εξισώνουν τη θέση θύτη-θύματος και αυτό είναι το πιο τραγικό. Αφού κανείς δεν αντιδρά και αφού αυτοί κάνουν τέτοια αίσχη επάνω μας κάτι έχουμε κάνει, κάπου φταίμε. Παρατηρεί τους ανθρώπους (πράξεις και συμπεριφορές) που έχουν μείνει περισσότερο στο Κολαστήριο και έχουν μέχρι εκείνη τη στιγμή αποφύγει το μοιραίο όπως τους  Έλληνες Εβραίους της Θεσσαλονίκης τους οποίους εκθειάζει για την πυγμή, τη σοφία και το πνεύμα τους, στοιχεία που τους δίνουν θέσεις-κλειδιά στις κουζίνες και τα εργοτάξια. Πού στο διάτανο είναι όμως ο θυμός, τα νεύρα, το μίσος του για αυτό που βλέπει μπροστά του; Αποφεύγει ακόμα και τις κρίσεις για τους Γερμανούς και τους Κάπος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν χρειαζόταν παραπάνω ένταση όταν το αίσθημα της πείνας, του εξευτελισμού και του φόβου αν κάποιο βράδυ σε διαλέξουν για εκτέλεση είναι τόσο έντονο, που ζεις και υποφέρεις μαζί με τον ήρωα-συγγραφέα. Αποφεύγει τις γροθιές, τα «λογοτεχνικά κροσέ» αλλά η στεγνή αφήγησή του σε κτυπά από μόνο της αλύπητα, γιατί είσαι άνθρωπος. «Να μείνεις άνθρωπος όταν όλα έχουν σχεδιαστεί για σκουπίδια και  ζώα» είναι το μότο του.

Εκπληκτική η απάντησή του σε δημοσιογράφο όταν είχε γυρίσει από τα κολαστήρια του Άουσβιτς:

Στα βιβλία σας δεν χρησιμοποιείτε εκφράσεις μίσους για τους Γερμανούς, ούτε εκφράζετε επιθυμία για εκδίκηση. Τους έχετε συγχωρήσει;

Θεωρώ το μίσος κάτι κτηνώδες και ακατέργαστο και για αυτό προτιμώ oι ενέργειες και oι σκέψεις μου να αποτελούν προϊόν όσο το δυνατόν περισσότερο της λογικής. Πολύ λιγότερο αποδέχομαι το μίσος που απευθύνεται συλλογικά σε μια εθνική ομάδα, για παράδειγμα σε όλους τους Γερμανούς. Εάν το δεχόμουν αυτό θα ήταν σαν να ακολουθούσα τις αρχές του ναζισμού, που ιδρύθηκε ακριβώς στη βάση του εθνικού και φυλετικού μίσους. Πρέπει να παραδεχτώ ότι αν είχα μπροστά μου έναν από τους διώκτες μας εκείνων των ημερών, συγκεκριμένα, γνώριμα πρόσωπα, θα έμπαινα στον πειρασμό να μισήσω και μάλιστα βίαια. Αλλά ακριβώς επειδή δεν είμαι φασίστας ή ναζιστής, αρνούμαι να υποκύψω σε αυτόν τον πειρασμό.

Πιστεύω στη λογική και τη συζήτηση ως υπέρτατα μέσα προόδου. Έτσι, καθώς περιέγραφα τον τραγικό κόσμο του Άουσβιτς υιοθέτησα σκόπιμα την ήρεμη και νηφάλια γλώσσα του μάρτυρα, όχι τους θρηνητικούς τόνους του θύματος ή τη θυμωμένη φωνή κάποιου που αναζητά εκδίκηση. Θεωρούσα ότι όσο πιο αντικειμενικά κατάφερνα να αποδώσω τη μαρτυρία μου, όσο λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένη, τόσο πιο αξιόπιστη και χρήσιμη θα ήταν.

Την ίδια στιγμή δεν θα ήθελα η απουσία μιας απερίφραστης καταδίκης να συγχέεται με μία άνευ όρων συγχώρεση. Όχι, δεν έχω συγχωρήσει κανέναν από τους ενόχους και δεν είμαι πρόθυμος να συγχωρήσω ούτε έναν από αυτούς, εκτός κι αν έχει δείξει (με πράξεις, όχι με λόγια και όχι πολύ αργά) ότι έχει συνειδητοποιήσει τα εγκλήματα και τα λάθη και είναι αποφασισμένος να τα καταδικάσει, να τα ξεριζώσει από τη συνείδησή του και να διαμορφώσει και τις συνειδήσεις των άλλων, επειδή ένας εχθρός που βλέπει τα λάθη του παύει να είναι εχθρός.

Σίγουρα ο Λέβι απαντά έτσι γιατί καταλογίζει  μεγάλες ευθύνες σε όλους (λαούς και ανθρώπους) όσοι επέτρεψαν να γίνει το Ολοκαύτωμα και μετά έκαναν πως δεν γνώριζαν. Δύο ακόμα φράσεις του μοιάζουν απόλυτα περιγραφικές αυτού:

 Πώς είναι δυνατόν η εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων να μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην καρδιά της Ευρώπης χωρίς να γνωρίζει κανείς;

Τέρατα υπάρχουν, αλλά είναι πολύ μικρός ο αριθμός τους για να είναι πραγματικά επικίνδυνοι. Πιο επικίνδυνοι είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν και να ενεργούν χωρίς να θέτουν ερωτήσεις.

Μην ψάχνετε για πολυδιάστατους ήρωες, δαιμονιώδη πλοκή, ανατροπές και πέναλτι. Εδώ μιλάμε για σκληρή πραγματικότητα, για την καταγραφή από μέσα της πιο σοβαρής και ανίατης ανθρώπινης ασθένειας στον πλανήτη: του ρατσισμού, του μίσους του ανθρώπου απέναντι στο συνάνθρωπο. Πρέπει να τοποθετήσουμε το Λέβι και το βιβλίο του στην κορυφή της λογοτεχνίας, και το εννοώ, γιατί ενώ προσπάθησε με νύχια και με δόντια να ξεφύγει από τη συναισθηματική κόλαση, όπως πολλοί επιζώντες, να δημιουργήσει ένα κενό μνήμης: «Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρη, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: ήμασταν στον πάτο»,

εν τούτοις βρήκε τη δύναμη, τους τεράστιους «συγγραφικούς όρχεις» θα έλεγα εγώ, να γράψει για αυτά, να μας κάνει κοινωνούς:

 «Η ανάγκη να πούμε την ιστορία μας στους υπόλοιπους, να κάνουν τους υπόλοιπους να συμμετάσχουν σε αυτήν».

Ξέφυγε από το θάνατο στο Άουσβιτς αλλά τελικά δεν ξέφυγε ποτέ από το Άουσβιτς. Όπως έλεγε ο Σελίν, κανείς δεν επέστρεψε αλώβητος από την άκρη της νύχτας. Έτσι και ο Λέβι όσο και αν αγωνίστηκε δεν έμεινε άθικτος. Αυτοκτόνησε στις 11 Απριλίου 1987 αφήνοντας όμως πίσω του  μια τεράστια παρακαταθήκη, ένα ζωντανό έργο για το Ολοκαύτωμα που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα σχολεία (στης Ιταλίας παρεμπιπτόντως διδάσκεται). Ο Λέβι με αυτό το βιβλίο απευθύνει ένα προσκλητήριο στις επόμενες γενιές, μία προειδοποίηση ότι αφού έγινε τότε, μπορεί να ξαναγίνει. Μην παραλείψετε να διαβάσετε αυτό το έργο τέχνης, όσο σκληρό και αν ακούγεται. Θα αναρωτηθείτε και εσείς πολλές φορές: «Αυτό είναι ο άνθρωπος;».

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια 

ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Στις 22 Φεβρουαρίου 1944, 650 άνθρωποι στάλθηκαν στο Άουσβιτς στοιβαγμένοι σε δώδεκα τρένα για εμπορεύματα. Μόνο ο Πρίμο Λέβι και δύο άλλοι επέζησαν, έπειτα από παραμονή ενός έτους, πριν την απελευθέρωσή τους από τον ρωσικό στρατό τον Ιανουάριο του 1945. Στο στρατόπεδο ο Λέβι παρατηρεί τα πάντα, θα θυμηθεί τα πάντα, θα αφηγηθεί τα πάντα: το στρίμωγμα στους κοιτώνες τους συντρόφους που ανακάλυπταν το πρωί νεκρούς από την πείνα και το κρύο τους εξευτελισμούς και την καθημερινή εργασία, κάτω απ’ τα χτυπήματα των «Κάπος» τις περιοδικές «επιλογές» όπου ξεχώριζαν τους αρρώστους από τους υγιείς, για να τους στείλουν στο θάνατο τους απαγχονισμούς για παραδειγματισμό τα τρένα γεμάτα Εβραίους και τσιγγάνους, που οδηγούνταν με την άφιξή τους στα κρεματόρια…
Κι όμως, στην αφήγηση αυτή κυριαρχεί η πλέον εντυπωσιακή αξιοπρέπεια. Καμία εκδήλωση μίσους, καμία υπερβολή, καμία εκμετάλλευση των προσωπικών ταλαιπωριών, αλλά ένας ηθικός προβληματισμός πάνω στον πόνο, εξυψωμένος από ένα όραμα ζωής.
Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μα και μία από τις πλέον συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του ’60 διδάσκεται στα σχολεία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ

  •  Ο άνθρωπος είναι ένας κένταυρος, ένας κουβάρι σάρκας και νου, θεία έμπνευση μαζί και σκόνη.

 

  • Οι στόχοι της ζωής είναι η καλύτερη άμυνα ενάντια στο θάνατο.

 

  • Υπάρχει το Άουσβιτς, άρα δεν υπάρχει Θεός.

 

  • Ίσως δεν μπορεί κανείς -κι ακόμη περισσότερο, δεν οφείλει- να καταλάβει τι συνέβη, γιατί το να κατανοείς σημαίνει να δικαιολογείς.

 

  • Δεν υπάρχει τίποτα το ορθολογικό στο ναζιστικό μίσος. Είναι ένα μίσος που δεν υπάρχει μέσα μας, είναι έξω από τον άνθρωπο, είναι ένα δηλητηριώδες φρούτο που ξεπήδησε από το θανάσιμο κορμό του φασισμού, αν και έξω από και πέρα από τον ίδιο τον φασισμό. Αν ωστόσο η κατανόηση είναι αδύνατη, η γνώση είναι επιτακτική, γιατί αυτό που συνέβη θα μπορούσε να συμβεί ξανά.

  

 


[Πηγή φωτογραφίας: timesnews.gr]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη