Είδα νεράιδες και τους μίλησα
Ήπια το αμίλητο νερό
Και όλο το μελάνι μου σαν κώνειο
Τα συλλογικά μου τα πήραν δύο κόρες τ’ ουρανού
Χόρεψα με ξωθιές στα ξέφωτα
Φίλησα κορίτσια γλυκά κεράσια
Άκουσα τους στοιχειωμένους τοίχους
Σκάρωσα αμέτρητους στίχους
Κύλησαν αιώνες χρόνια ήλιοι φεγγάρια
Σε κήπους ηδονικούς των εσπερίδων
Ώσπου μια μέρα είναι γραφτό
Να σκορπιστώ στης οικουμένης τα πέρατα
Θα με μοιράσει ο όχλος
Στα σκυλιά και στα τέρατα
Οι φίλοι θα με προδώσουν χωρίς αργύρια
Θα νικηθώ στον πετροπόλεμο
Θα σπάσω όλες τις αιχμές μου
Σε ανόητους διαξιφισμούς
Αλλά θα είναι νωρίς ν’ αλλάξω φρονήματα
Κι ακόμη πιο νωρίς
Για να κρεμάσω στον ώμο
Την ξεχαρβαλωμένη μου κιθάρα.
Αφήστε το σχόλιο σας