“Πετούνια και Αριστέα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αχ, μανίτσα μου! Περάσανε τα χρόνια κι εσύ ακόμα στέκεις εδώ, χωρίς να ‘χεις ξεχωρίσει το στάρι από τ’ άγανα! Και μου φαίνεται πως τώρα έχεις αρχίσει να μιλάς. Φόρτωσε η καρδιά σου νερό από τα βουβαμένα λόγια τόσα χρόνια και τώρα ξεβράζει σωρό μαζί μπερδεμένα τα πάντα – ξύλα βρεγμένα όλες οι υποσχέσεις, οι αγάπες, οι προσμονές, οι στιγμές κι απ’ έξω χειμώνας.

Θα φταίει η μοναξιά που την μπούκωνες μια ζωή περιμένοντας κάποιος να τη δει και να την ελαφρύνει. Σωρός τα «πρέπει» που σου φόρτωσαν στις πλάτες και τα περπατούσες ανείπωτα.  Βούλιαζες τη μικρή σου ερώτηση βαθιά μέσα σου, ούτε μια φορά να γίνει επανάσταση και να τα κάψεις τα καταραμένα «πρέπει» των άλλων, φυσικό λοιπόν ήταν να τα φορέσεις με τη σειρά σου, κρίκος μιας αλυσίδας στην ταυτότητα της συνέχειας, στα δικά σου παιδιά. Σωροί στοιβαγμένες στιγμές αναμνήσεις και το ραβδάκι σου, καλή μου, γερασμένη νεραΐδούλα με την άκρια σπασμένη.

Κοιτάζω τα κάτασπρα μαλλιά σου, τα γαλαζοπράσινα μάτια σου, τα κουρασμένα σου χέρια και θέλω να σε σφίξω να σου πω πως «Όλα καλά. Όλα στη θέση τους. Μη στήνεις άλλα πρέπει. Φτάνει.» Κοίτα τα ο σπασμένο σου ραβδάκι. Παλιότερα το κουνούσες λιγουλάκι, όσο η πράξη που ήθελες να σου κάνει και… τσούπ! Μια χαρά το θέλω σου. Του είχες, βέβαια από τα πριν θέσει τα όρια μέσα  στα οποία μπορούσε να κινηθεί, είχαν ληφθεί υπ’ όψιν η φύση του χαρακτήρα όλων των περιστρεφόμενων γύρω σου και μέσα σου ατόμων. Στον βαθμό του δυνατού, ε; Οι καιρικές συνθήκες όχι. Δεν μάσησες εσύ ποτέ. Ούτε από ζέστη, ούτε από κρύο. Ούτε και το ραβδάκι σου, θαρρώ. Έπρεπε ένα «πρέπει» σου, το έφτιαχνες το μονοπάτι και το περπατούσες. Πολύ μαγικό το ραβδάκι σου, βρε Πετούνια μου! Μη δώσεις σε μένα, μπάρμπα, δεν θέλω. Άστο. Αν και μια υποψία με τσιμπάει λιγάκι πως ό,τι  είχε να γίνει, γίνηκε.

Λοιπόν, το ξέρεις, το έχεις ήδη σκεφτεί, δύο εντελώς αντίθετα πράγματα στη ζωή μπορούν να συμβαίνουν συγχρόνως.

Λες, ήσουν θύμα στη ζωή σου. Τις φορές που από τα άχτια που είχες σαν θύμα έγινες ο πιο αδίστακτος θύτης τις μέτρησες; Νόμιζες πως η ζωή είναι πεταλουδίτσες που πετάνε τριγύρω, λουλουδάκια πολύχρωμα και ένα σωρό ξωτικούλια να χοροπηδάνε, πότε το ένα πότε το άλλο συνθετικό, φιρουλί-φιρουλό, παιδάκια, αρνάκια μπε-μπε, κανένας, λες, εκεί πετώντας δεν είπε ποτέ «Ωχ! Ένα δέντρο!» κι ύστερα έπεσε λιπόθυμος μ’ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι ;

«θα ‘ρθει κάποια στιγμή, μου λες, στο μέλλον, που θα σκεφτείτε όλα αυτά που σας λέω και θα πείτε: Πόσο δίκιο είχες!» Και δεν σου είπα πως αυτό, πέρα από φτύσιμο στο στόμα, μου μοιάζει σαν τοίχος, σαν απειλή, σαν άλλο ένα πρέπει… Μη σκας, βρε Πετούνια, ο κύκλος της ζωής, απλά, είναι. Αυτό που λέει «Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα’ ρθεις.»

Άκου με τώρα, σε καταλαβαίνω, αλλά επειδή μου το πας πολύ στο δακρύβρεχτο και τα χαρτομάντηλα στο κουτί  πάπαλα, φταις. Κατά το «Σούζη, τρως. Και ψεύδεσαι και τρως!» Αν είχες τα κότσια, αλλιώς  σου τα είπα, όπως τα λένε δηλαδή, αλλά έχουμε κι αναγνώστες , μπορούσες να είχες πει ότι έπρεπε να ακούσει ο καθένας τη στιγμή που του άξιζε. Και μετά θα έπαιρνε ο καθένας  τα δικά του κότσια και θα ‘τρεχε. Θα έπαιρνες  βέβαια κι εσύ την ευθύνη  της θέσης, της στάσης και των λόγων σου. Τα κότσια σου όμως κότσια. Ε, και λοιπόν; Μια μοναξιά αναλογεί στον καθένα, αυτό που έχεις φοβήθηκες;

Εσύ ήσουν της επιφανειακής νηνεμίας. Σαν το νερό λίγο πριν βράσει. Η επιφάνεια ήρεμη κι από κάτω φουσκάλες. Τα βάσταγες, τα βάσταγες κι όταν βγαίνανε κάποια, στάζανε πίκρα. Έτσι, αυτό που σου ‘φυγε απ’ τα χέρια ήταν στιγμές-στιγμές η ζωή. Κι έχεις τώρα μπερδεμένα κουβάρι , την υποχρέωση, την εντιμότητα, τη συνέπεια, την ανημποριά με την αγάπη. Άστην αυτήν έξω, επιτέλους! Αυτή είναι από μόνη της. Δεν πιάνεται!  Δεν γίνεται κτήμα κανενός.  Ούτε μπορείς να τη φορτώνεις με τις ανάγκες σου. Ύστερα, ότι  γίνηκε, καλώς καμωμένο. Από μικρή, μου λες εσύ πως το είχα πει, όταν με πίεζες να κάνω όμορφα γράμματα και να ‘μαι  καλή στο σχολείο, ενώ σε μένα θα ‘τανε βουνό, «Στο ζάολο οι υποχεώσεις και τα κασίκοντα». Σου είχα βρει το δρόμο, χωρίς να ξέρω. Τώρα που νομίζω πως έχω κάποια ιδέα, λέω κιόλας σωστά όλα τα σύμφωνα, μόνο «Σε αγαπάω» μπορώ να σου πω.

Κι ας το λες κι αυτό υποχρέωσή μου.

Α! Κι εκείνο που σου ‘ρθε ξαφνικά στο μυαλό και σημείωσες σε ένα χαρτάκι:

«Πέρα απ’ την αλήθεια και το ψέμα,

υπάρχει ένας κήπος. Εκεί θα συναντηθούμε.»

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ
    11 Δεκεμβρίου 2017 at 22:08

    Η επιφάνεια του νερού που βράζει ήρεμη και από κάτωοι φουσκάλες …ΤΙ ΩΡΑΊΑ ΠΟΥ ΤΑ ΈΕΙ ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΆΚΙ ΜΟΥ .
    Και οι αλληγορίες σου όλα τα λεφτά αν και πρέπει να διαβάσει κανεις ξανά και ξανά το κείμενο να πιάσει όλη τη ψίχα της ψυχής σου

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη