κζ΄
Κρεολή γεννήθηκε στην βάρκα
με τις σκυμμένες γριές ν’ αγναντεύουν
τρεμούλιαζε το φως στον κρυμμένο ουρανό
που θεαματικά ανείπωτος και ακίνητος
περίμενε, ξερή όχθη με σβησμένα λουλούδια, την αλλαγή
και λιγνά κουνούσε τα λιγοστά σύννεφα, νεφέλη εκείνης της νύχτας.
Πιο κάτω χέρια απλωμένα καλούσαν την αγαπημένη λαοπλάνα
βροχή να ξεπλύνει την αλμύρα από τα χείλη του παιδιού,
χείλη τσαμπιά.
Το φως είθε να μείνε και να στόλιζε μ’ αμφιβολίες την σκοτεινή σκέψη.
Κανείς δεν μίλησε για πορεία και λατρείες και για άλλα κοσμικά
μόνο οι γριές μακριά μα δεν φτάνανε στ’ αυτιά μας οι φωνές τους
και μπορετό δεν ήταν να φαντασθείς τους ήχους.
Έφταιγε η έλλειψη άσκησης και το θλιμμένο ύφος
που κρατά την ζωή μακριά;
Μη μιλάτε άλλο οι δικοί μας άνθρωποι κι ας φωνασκούν λέξεις φαρμακερές
είναι ωραίοι.
Η λύπη πέρασε ξυστά στα παράθυρά τους και άφησε ίχνη.
Πανιά διάφορα μαζεύτηκαν, όγκος μεγάλος
και σκέπασε το δέρμα το γλυκό
και αυτό πλάγιαζε με πίστη ή με χωρίς πίστη διόλου
δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τι, σατραπικά θα ‘λεγα,
στην ξένη αγκαλιά
και την ευωδιά του αέρα ρουφούσε μ’ ανοιχτά ρουθούνια.
Τα μαλλιά μύριζαν πιο πολύ από την μυρωδιά της ώρας ολάκερης
και έγινε σιωπή.
Αφήστε το σχόλιο σας