“Περί Καψούρας και λοιπών εξαρτήσεων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

«Παπαμιχαήλ: Νταλκάς, βαρύς, με βάρεσε. Ένα, κορίτσι, μ΄άρεσε. Πώς να το μολογήσω;

Βουγιουκλάκη: Το ντέρτι μου ξεχύλισε, μ΄είδε και δεν μου μίλησε, πρώτη θα καθαρίσω.

Μαζί: Η αγάπη θέλει δύο, για να ζεσταθεί…» [1]

Κι εδώ, ενώ λατρεύω τον ελληνικό κινηματογράφο, ιδιαιτέρως δε το συγκεκριμένο ντουέτο, ενίσταμαι κύριε Πρόεδρε! Διότι όπου νταλκάς και ντέρτι, δεν είναι αγάπη. Είναι καψούρα. Και μάλιστα μεγάλη! Όχι, παρακαλώ πολύ! Να τα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους! Το  αν θα εξελιχθεί σε αγάπη, θα το δείξει το μέλλον. Μην προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας [2], δηλαδή… Δεν είναι απλά πράγματα αυτά. Ακόμα δεν την είδαμε, αγάπη την βαφτίσαμε! Σηκώνει σκέψη αυτή η κουβέντα πριν την ξεστομίσεις. Διότι και η αγάπη πριν ωριμάσει περνάει κάποια στάδια. Βεβαίως. Άιντε, ίσωμα τα κάναμε όλα, έρωτας, καψούρα, αγάπη ένα και το αυτό!

Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα πολύπλοκο από μόνο του, ή εν πάσει περιπτώσει, έχουμε την τάση να το κάνουμε εμείς κουλουβάχατα. Γιατί δεν αγαπάμε όλον τον κόσμο, γιατί άλλον τον αγαπάμε τόσο όσο κι άλλον τόσο κι άλλο τόσο και πάλι δεν μας φτάνει! Γιατί αγαπάει η μάνα το παιδί, ο θρήσκος τον Θεό, ο ξάδερφος την ξαδέρφη, τα κολλητάρια το ένα το άλλο, ο κουμπάρος την κουμπάρα τρεις φορές την εβδομάδα και πάει λέγοντας. Λίγο ως πολύ, τελοσπάντων, όλοι μας έχουμε ένα μερτικό στην αγάπη. Αλλά τί γίνεται με τον έρωτα; Κι ακόμα χειρότερα… τί γίνεται με την καψούρα;

Κι άντε, να δεχτούμε πως ο έρωτας είναι ένα κάτι τις, που σε κάνει να τολμάς να ζευγαρώσεις, που στραβώνεσαι και ξεφεύγεις πέρα από λογικά επιχειρήματα και δένεσαι συναισθηματικά και ίσως τελικά να έχεις και μια ευτυχή κατάληξη, που κάποτε ήταν ο γάμος και τα παιδιά, τώρα πια μπορεί να είναι κι ένα σύμφωνο συμβίωσης, δεν ξέρω, η εξέλιξή μας ως είδος πλέον με ξεπερνά, ό,τι μπορώ κάνω κι εγώ, μην φωνάζετε ντε! Τα βλέπεις όλα ροδόχροα, φουσκώνει στα στήθια σου και μια ελπίδα, σκάει στο χείλι σου κι ένα χαμόγελο, μετράς και εκατόν είκοσι σφίξεις το λεπτό άμα τη εμφανίσει του αντικειμένου (του πόθου σου λέμε), στο τσακ για παροξυσμική ταχυκαρδία αλλά δεν βαριέσαι, άμα «πας» τουλάχιστον θα πας ευτυχισμένος. Και μπορεί να υπερβείς εαυτόν, τους Καπουλέτους [3], το στενό του Γιβραλτάρ και δυόμιση χιλιάδες στρέμματα ποτιστικά κάτω στον κάμπο, για να είσαι τελικά με αυτόν που αγαπάς. Έτσι είναι ο έρως, ο κεραυνοβόλος, ο ευγενής, ο «γραμμένος» να καταλήξει σε αγάπη – έστω κι αν έχει ημερομηνία λήξης. Ακόμα κι αν είναι πλατωνικός. Υποτεθείσθω ότι είναι και χωρίς ανταπόκριση. Έτσι είναι, πώς να το κάνουμε. Ωραίο πράγμα, σου δίνει φτερά. Κάτι θα ήξεραν κι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, που τον Έρωτα τον είχαν Θεό, με ένα ζευγάρι φτερά (τουλάχιστον), δεμένα τα μάτια για να μην κάνει διακρίσεις κατά πού βαράει και μια φαρέτρα τίγκα στα βέλη.

Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που δεν ερωτεύονται ποτέ. Ναι, ναι κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που έφυγαν από αυτή τη ζωή χωρίς να ερωτευτούν ποτέ. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ζήσανε μια άσχημη ζωή, σίγουρα κάτι σημαντικό στερήθηκαν. Εκούσια ή ακούσια.

Επίσης, δεν ερωτεύονται όλοι κεραυνοβόλα. Κάποιοι σου λένε ότι θέλουν τον χρόνο τους. Ερωτεύονται, ας πούμε, με μια μικρή καθυστέρηση. Θέλουν, λένε, πρώτα να σιγουρευτούν ότι ερωτεύθηκαν. Μνήσθητί μου Κύριε! Κι όμως, αυτοί σας πληροφορώ ότι είναι πιο επίφοβο να την φάνε την κατραπακιά κατακούτελα, να την δαγκώσουνε την λαμαρίνα αγρίως κι απ’ όλες τις μπάντες και μετά να μην ξέρουν κατά πού να κάνουν! Και κει πλέον μιλάμε για καψούρα. Θα μπορούσες να το πεις και παράφορο έρωτα, αλλά στο πιο αλήτικό του. Γιατί η καψούρα, κακά τα ψέματα, δεν είναι  comme il faut [4], δεν γνωρίζει από πληθυντικούς ευγενείας και χειροφιλήματα, δεν χαμπαριάζει από όρια και τύπους. Κάποιοι έχουν πει πως είναι μια εκλαϊκευμένη μορφή έρωτα, πιο πρωτόγονη, πιο για τις χαμηλές κοινωνικές μάζες, πιο «Στέλλα, κρατάω μαχαίρι» [5]. Κολοκύθια με τη ρίγανη κι αυγά τηγανισμένα, θα σας πω εγώ. Ευτυχώς ο έρωτας, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν μασάει από πρότυπα και διακρίσεις.

Στην καψούρα ηγείται ο πόθος. Καθαρός, σαρκικός, πόθος. Κάτι του τύπου «σκίσε με ν’ αλλάξω ράφτη» χωρίς τις μηνύσεις. Θα μου πείτε, γιατί, οι μη καψούρηδες δεν συνουσιάζονται; Τί να σας πω, υποθέτω πως ναι. Αλλά χωρίς το αλατοπίπερο. Η καψούρα βουτάει στο κενό με το κεφάλι. «Με παράσυρε το ρέμα, μάνα μου δεν είναι ψέμα, καίγομαι γι’ αυτή και λιώνω, την αγαπώ» [6]. Είναι τόσο βαθύς ο πόνος, που μόνο η μάνα μπορεί να προσφέρει παρηγοριά.

Η καψούρα, επίσης, δημιουργεί εμμονές. Όπως το ακούτε.  Από τις «απλές» του τύπου «σε παρακολουθώ νύχτα με τις κολλητές μου φορώντας πιζάμες κι από πάνω το παλτό για να σιγουρευτώ ότι βλέπεις τον αγώνα με τα κολλητάρια στο συνοικιακό μπαράκι», έως και πιο σύνθετες, του τύπου «σε θέλω μόνο για μένα, δική μου, κατά δική μου, εγώ θα σε κάνω μάνα» και μοιράζεις σφαλιάρες ολούθε έτσι και τολμήσει και την κοιτάξει άνθρωπος.

Και δώσε πόνο ο στιχουργός, δώσε πόνο κι ο μουσικός, αμέτρητα τα καψουροτράγουδα. Και «ρίξε στο γυαλί φαρμάκι» [7], αμέτρητα τα πιόματα.

Κι από κοντά στις εμμονές κολλάει και η ζήλεια και κει μπορεί να ζήσει κανείς σκηνές απείρου κάλους ή να φτάσει και να νοσηλευτεί από το Κ.Α.Τ. μέχρι και σε ίδρυμα ψυχικής αποκατάστασης. Ώπα, ώπα παιδιά! Τραβήξτε λίγο το χειρόφρενο, αφήστε το στο ρελαντί κι ελάτε να το συζητήσουμε το θέμα. Ε όχι και μέχρι εκεί. Είπαμε, κόβουμε φλέβες, αλλά μεταφορικά καμάρια μου, όχι στην πραγματικότητα. Αμαρτία, δεν λέει…

Όταν η έλξη γίνεται έξη. Όταν η αγάπη γίνεται εξάρτηση. Όταν το πάθος καταντάει αρρώστια. Τότε πρέπει να βάζουμε ένα Χ και να προχωράμε παρακάτω. Θα πονέσει μα θα γιάνει…


[1] Τραγούδι «Οι αγάπη θέλει δύο», σε στίχους Ντίνου Δημόπουλου και μουσική Νίκου  Μαμαγκάκη. Πρώτη εκτέλεση (σε ντουέτο) από τους ηθοποιούς Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ.

[2] Μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας: σημαίνει να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις. Η φράση αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.

[3] Αναφορά στην τραγωδία του William Shakespeare «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Οι Καπουλέτοι και οι Μοντέκοι ή Μοντέγοι ήταν δύο σπουδαίες οικογένειες ευγενών της Βερόνας, στην Ιταλία, τις οποίες όμως χώριζε θανάσιμο μίσος. Το μίσος αυτό προέρχονταν από κάποια βεντέτα που είχε συμβεί μεταξύ των δύο οικογενειών σε μακρινούς προγόνους τους, που ακριβώς και οι ίδιες δεν γνώριζαν, αλλά την μνημόνευαν για τη διατήρηση της διχόνοιας. Από τις δύο αυτές οικογένειες προέρχονταν ο Ρμαίος και η Ιουλιέτα που συνδέθηκαν με παράφορο έρωτα και τον οποίο απαθανάτισε ο Σαίξπηρ στην ομώνυμη τραγωδία του. (πηγή: Wikipedia.org)

[4]  comme il faut: στα γαλλικά, σημαίνει «καθώς πρέπει».

[5] Αναφορά στην ελληνική ταινία «Στέλλα» (1955), σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και την Μελίνα Μερκούρη (στον ομώνυμο ρόλο).

[6] Αναφορά στο ρεμπέτικο τραγούδι «Με παράσυρε το ρέμα», σε μουσική, στίχους και πρώτη εκτέλεση του Βασίλη Τσιτσάνη.

[7] Αναφορά στο τραγούδι «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι», σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική Απόστολου Καλδάρα. Πρώτη εκτέλεση Μανώλης Αγγελόπουλος.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη