“Περί Ζήλειας και λοιπών χρωμάτων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, την μάνα μου συχνά να λέει «να ‘ταν η ζήλεια ψώρα [1], θα γέμιζε όλη η χώρα!». Δεν θυμάμαι με ποιά αφορμή το έλεγε, ούτε το αίτιο που κρυβόταν πίσω από αυτή την αφορμή. Και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω ή μάλλον να συνειδητοποιήσω, τί πραγματικά σήμαινε αυτή η φράση, που ακόμα ηχεί στα αυτιά μου σαν παιδικό τραγουδάκι… Το σίγουρο είναι πως την ευγνωμονώ, που μέσα από απλές διδαχές με άπειρες επαναλήψεις, δεν άφησε ποτέ αυτό το ζιζάνιο, που λέγεται ζήλεια, να φυτρώσει στην ψυχή μου. Οπότε είμαι από τους τυχερούς εκείνους ανθρώπους, που έχουν να καυχώνται, πως στην ζωή τους δεν ζήλεψαν, ούτε φθόνησαν τίποτα και κανέναν.

Ο αρχαίος ημών Αριστοτέλης στην “Ρητορική” του, όρισε την ζήλεια (για την ακρίβεια την αναφέρει ως φθόνο) ως τον πόνο που προκαλεί η τύχη των άλλων. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην λέξη «πόνος». Είναι τόσο ισχυρό το συναίσθημα της ζήλειας, τόσο τοξικό και δηλητηριώδες, που έχει ψυχοσωματικές επιπτώσεις. Οι επιστήμες της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, μάλιστα, εξετάζουν τους ανθρώπους που ζηλεύουν ως ανθρώπους που νοσούν. Το ελπιδοφόρο της υπόθεσης είναι πως η ζήλεια, με την κατάλληλη αντιμετώπιση, περιορίζεται αισθητά έως και θεραπεύεται. Εκτός εξαιρέσεων πάντα, που η ψυχική «διάβρωση» έχει φτάσει πλέον σε σημείο ανηκέστου βλάβης…

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει την έκφραση «παθολογική ζήλεια». Ο ζηλειάρης ο άνθρωπος παθαίνει κρίσεις, κανονικά και με τον νόμο, που λέει ο λόγος. Σε μεγάλη κρίση ζήλιας μπορεί να βιώσει πολλά σωματικά συμπτώματα, όπως ένταση, σπασμούς (μην πάει ο νους σας στον Εξορκιστή [2] και του βγάλουμε τα μάτια, για πιο ήπια κατάσταση μιλάμε), τρεμούλιασμα, ακόμα και ζαλάδα. Κι αυτός ο ζαβλαμάς [3] μπορεί να διαρκέσει ώρες ώσπου τελικά και σταδιακά να υποχωρήσει. Αμέ. Τί είμαστε εμείς οι άνθρωποι νομίζετε; Καμιά απλή κατασκευή; Μωρέ, με ολόκληρο βιοχημικό εργοστάσιο αν μετρηθούμε, το βάζουμε κάτω και το πατάμε σας λέω!

Έτσι, το λοιπόν, όπως κάθε τί σημαντικό που μας περιβάλλει ή μας συμβαίνει και έχουμε την τάση να το σωματοποιούμε, η ζήλεια έχει και χρώμα. Βέβαια διίστανται οι απόψεις για την ακριβή απόχρωση, καθότι άλλοι λένε «πρασίνισε απ’ την ζήλεια του», ενώ άλλοι λένε «μπλάβιασε». Εγώ θα κρατήσω το μπλάβιασε, διότι, όσο να πεις, αν σε ρωτήσουν τί χρώμα έχει η ζήλεια και απαντήσεις «μπλαβί» ακούγεσαι πιο επιστημονικός και πιο ψαγμένος. Αν και, οφείλω να ομολογήσω ότι και τα δύο χρώματα έχουν την εξήγησή τους. Το πράσινο δικαιολογείται από την χολή. Και πάει ως εξής: κοιτάζω κάτι – δεν το έχω – ζηλεύω – που να σου καεί το σπίτι και να σου ψοφήσει κι ο σκύλος ρε μπιπ! που το ‘χεις εσύ αυτό το κάτι κι όχι εγώ – ορίστε η χολή που λέγαμε. Το δε μπλαβί είναι από το ζόρι που τραβάς. Ζορίζεσαι, σφίγγεσαι και παίρνεις αυτό το ωραίο το βαθύ μπλε-μωβ-βύσσινο-κόκκινο. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσαν τα χρώματα να δουλέψουν και συνδυαστικά, καθότι και χολή ξερνάει ο λεγάμενος (ο ζηλειάρης ντε!) και ζορίζεται. Ορίστε. Το βρήκαμε!

Δεν έχει σημασία αν έχεις πολλά ή λίγα. Το αίτιο της ζήλειας είναι συνήθως βαθιά στον ψυχισμό μας και δεν αιτιολογείται έτσι απλά. Σαφώς – και  δόξα Τω Θεώ δηλαδή – που έχει και η ζήλεια τις διαβαθμίσεις της. Είναι πραγματικά αμφίβολο αν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχει «τσιμπήσει» έστω και λίγο κάποια στιγμή η ζήλεια. Μην κοιτάτε εμένα που αποτελώ κλινική περίπτωση εξαίρεσης. Απλά επιβεβαιώνω τον κανόνα, όπως όλες οι εξαιρέσεις. Ντιπ [4] αναίσθητη σας λέω, δεν υπάρχω. Όμως η ζήλεια δεν είναι αστείο πράγμα. Είναι ένα συναίσθημα που εμφανίζεται, κυρίως, όταν ένα άτομο υστερεί σε κάτι, οτιδήποτε, έναντι ενός άλλου ατόμου, ή τουλάχιστον όταν νομίζει ότι υστερεί. Τότε ο καημένος ο ζηλειάρης (γιατί για λύπηση είναι) επιθυμεί διακαώς αυτό το κάτι που έχει ο άλλος με τον οποίο συγκρίνει τον εαυτό του. Και η ζήλεια εκδηλώνεται με την επιμονή του να το αποκτήσει, επιμονή που κάποιες φορές αγγίζει ή και ξεπερνάει τα όρια της εμμονής. Και στην περίπτωση που δεν μπορεί να το αποκτήσει θα ευχηθεί ή ακόμα και θα προσπαθήσει να καταφέρει να μην το έχει ούτε ο άλλος. Πείτε μου εσείς τώρα, δεν είναι ισοπεδωτικό αυτό το συναίσθημα;

Η ζήλεια είναι ένας κακός, κάκιστος σύμβουλος. Διότι άλλο ζήλεια και άλλο θαυμασμός, μην μπερδεύεστε. Όταν ζηλεύεις, παύεις να εξετάζεις τις δικές σου τις δυνατότητες, παύεις να χαίρεσαι τα δικά σου τα επιτεύγματα. Όταν ζηλεύεις υποφέρεις. Βλέπεις την ζωή παραμορφωμένη κάτω από το πρίσμα της ζήλειας. Παρεξηγείς, παρερμηνεύεις, καιροφυλακτείς, εποφθαλμιάς. Δεν χαίρεσαι. Μαραζώνεις τελικά. Κι είσαι και εν δυνάμει επικίνδυνος, να τα λέμε κι αυτά.

Οπότε, μήπως αυτό το πάλαι ποτέ «Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί» [5] να το εξετάζαμε με άλλο μάτι, έξω και από το θρησκευτικό του πλαίσιο ακόμα, καθώς δεν είναι ούτε τυχαίο αλλά είναι, τουναντίον, πολύ σημαντικό τελικά;


[1] Ψώρα:  Η ψώρα είναι μεταδοτική νόσος του δέρματος, με κύριο χαρακτηριστικό την φαγούρα.

[2] Αναφορά στην κινηματογραφική ταινία τρόμου του 1973, «Ο Εξορκιστής».

[3] Ζαβλαμάς: στην αργκό το έντονο σοκ.

[4] Ντιπ: καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός που σημαίνει καθόλου / εντελώς.

[5] Μία από τις δέκα εντολές του Μωσαϊκού Νόμου (Έξοδος K’,2—17).

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη