“Περί Εορτασμών και λοιπών πανηγύρεων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Πάσχα. Πασχαλιά. Λαμπρή. Η σπουδαιότερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Σαράντα μέρες νηστείας και κατάνυξης. Μία θλιβερή, κατά βάσει, περίοδος, που καταλήγει όμως στο πιο χαρμόσυνο μήνυμα. Αυτό της Αναστάσεως του Θεανθρώπου. Ε, να μην το γιορτάσουμε; Μωρέ… θα καεί το πελεκούδι!

Δεν νηστεύουν όλοι. Ούτε όλοι αισθάνονται κατανυκτικά. Όλοι όμως, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειονότητα των απανταχού Ελλήνων και πάντων των Ελλαδοκατοικούντων –Ελλήνων και μη– γιορτάζει την Ανάσταση, ή επ’ ευκαιρίας της Ανάστασης.

Φρενίτιδα μας πιάνει. Που θα πάμε, αν θα πάμε. Τι θα φορέσουμε και με τι θα το ταιριάξουμε. Θα ψωνίσουμε τα καλά μας για τη Λαμπρή; Ναι, τα καλά μας Αντωνάκη μου, γιατί δεν θα έρθεις σαν τον λέτσο στην Ανάσταση να με γελάει εμένα ο κόσμος. Τι θα φέρει ο νονός στα κούτσικα; Σε ποια εκκλησία θα «λειτουργηθούμε» – εντός εισαγωγικών, μιας και πολλές φορές ο έσω και έξω χώρος των εκκλησιών χρήζει άλλων «λειτουργιών», όπως της επίδειξης της γόβας και του φουστανιού, του γκόμενου, της λαμπάδας του μικρού, της φρεσκολογοδοσμένης, του επιθέτου (ναι, ναι, αυτού που αναγράφεται σε όλων στην ταυτότητα, αλλά δεν μετράει όλων το ίδιο), του μαγαζιού μου «που ‘χεις καιρό να περάσεις Κούλα μου», καθώς επίσης και της βαθιάς κοινωνικής κριτικής (φτυάρι νούμερο 27, το μεγάλο, για εργοταξιακή χρήση) και πάει λέγοντας και κλαίγοντας…

Κι όλα μας τα άγχη καταλήγουν στο τι θα φάμε και, κυρίως, με ποιούς θα το φάμε. Και δεν εννοώ το γνωστό «μαζί τα φάγαμε». Εννοώ την υγιή και πανέμορφη συνήθεια, που έχουμε εμείς οι Έλληνες, να μαζευόμαστε σε παρέες κάτι τέτοιες μέρες. Κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί αλλιώς θα ξεχνάγαμε κι από πού κρατάει η σκούφια μας. Άσε που κάτι τριτοτέταρτα ξαδέρφια από τη μεριά της αδερφής της γυναίκας του κουνιάδου μας, μπορεί και να μην τα γνωρίζαμε ποτέ. Λίγο το ‘χεις να ξέρεις, πως έχεις άκρη να πας το καλοκαίρι να κατσικωθείς στο σβέρκο του μπατζανάκη σου από πέμπτο ξάδερφο, που ‘χει σπίτι στην Αιδηψό; Χλιδή!

Και να τα σταυρωφιλήματα, και να οι στρωματσάδες – γιατί ως γνωστόν χίλιοι καλοί χωράνε. Και δώστου οι κρατήσεις στα χοτέλια και στα ενοικιαζόμενα. Και να τα τραπεζώματα, και βάψε και τ’ αυγά. Κι ανάλογα που μένουμε, ασβέστωσε κι ένα τρίμμα τις αυλές, να νιώσουμε λιγάκι άνθρωποι μέρες που είναι. Και φτιάξε και κουλουράκια. Και ρίξε και μια γενική στο σπίτι, γιατί πάνω απ’ όλα η Ελληνίδα είναι νοικοκυρά, όλα κι όλα! Κι αν πεις και πας στο εξοχικό σου για να περάσεις τις γιορτές (ναι, υπάρχουν ακόμα εξοχικά, δεν τα ‘φαγε όλα η εφορία), να μην μερεμετίσεις και τίποτα, που είναι κλειστό τόσους μήνες;

Κι αφού τεντώσουμε σα λουρί βρεγμένο όλοι μαζί απ’ την κούραση, έρχεται η ώρα να ψήσουμε! Ε ρε τι χαρά είναι αυτή! Τι πανηγύρι! Αξημέρωτα να ανάψουμε φωτιά. Κατά ώρα έντεκα πρωινή οι μισοί της ομήγυρης είναι ήδη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης από τις μπύρες και τα τσίπουρα και τα κρασιά. Και να τα κλαρίνα και να τα δημοτικά! Γιατί πως στην ευχή θα τη φχαριστηθούμε την Κυριακή του Πάσχα, άμα δε χορέψουμε παραδοσιακούς χορούς ωρέ; Και να τα ντεσιμπέλ στα τέρματα, να μας παίρνουν δύο τετράγωνα πέρα, να δίνουν παραγγελιές για το επόμενο! Αμ πως!

Κι εκεί που έχει ψηθεί ο οβελίας κι έχει ψιλοαρπάξει το κοκορετσάκι, καθόμαστε όλοι μαζί να φάμε επιτέλους. Και πως το φέρνει η κουβέντα, βρε παιδί μου, κάθε χρόνο τέτοια μέρα και θυμόμαστε όλα όσα δε θα ‘πρεπε, ακριβώς λόγω της ημέρας δηλαδή. Οπότε, λίγο η παρέα που μαζεύτηκε, λίγο το κρασάκι, θυμόμαστε πως ο παππούς δεν το ΄χει γράψει ακόμα πουθενά το χτήμα στην Πέρα Ραχούλα και ποιός θα το πάρει, οέο; Και γιατί να το πάρετε εσείς Κικίτσα μου, εσείς πήρατε το σπίτι στους Ζοχούς. Ναι, αλλά εμείς τον κοιτάμε τον παππού Φωφώκα μου, αν το ‘χεις έτσι εύκολο να τον πάρετε εσείς. Τον παππού. Ο οποίος συνήθως κάθεται κάπου δίπλα κι ακούει με σκυμμένο το κεφάλι ο δόλιος… Στη φόρα, λοιπόν, τα περιουσιακά που κρατάνε από τον καιρό του Κατακλυσμού κι ακόμα μπουρδουκλωμένα τα είναι. Και ανάβουν και τα αίματα. Είπαμε, λίγο η παρέα που μαζεύτηκε, λίγο το κρασάκι, λίγο το ταπεραμέντο μας που είναι και φλογερό, ευτυχώς που αδειάσαμε τα φυσίγγια πριν, που ‘σερνε το χορό η μάνα, γιατί μπορεί και να θρηνούσαμε και θύματα Πασχαλιάτικα.

Μη σας φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά. Όλοι λίγο – πολύ το ‘χουμε το μερτικό μας σε τέτοιες ιστορίες. Αλλιώς τι Πάσχα θα ΄τανε, πως θα το χαιρόμασταν, τι θα ΄χαμε να θυμόμαστε; Μπορεί να γκρινιάζουμε, μπορεί και να έχουμε και τις κλειστές μας καμιά φορά, αλλά κατά βάθος χαιρόμαστε. Ή τουλάχιστον, έτσι θα έπρεπε. Γιατί έχουμε συγγενείς και φίλους για να γκρινιάξουμε. Έχουμε οικογένεια να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Έχουμε να φάμε. Έχουμε να ντυθούμε. Και, πάνω απ’ όλα, είμαστε ζωντανοί και την παλεύουμε, άλλος καλά, άλλος καλύτερα. Όσοι από εμάς έχουν έστω και το ελάχιστο από αυτά, ανήκουμε στους τυχερούς αυτού του κόσμου. Οπότε… και του χρόνου με υγεία! Γιατί τίποτε δεν είναι δεδομένο…

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη