“Περί Γοητείας και λοιπών απογοητεύσεων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Γοητεία. Λέξη απλή. Σημαίνει εκείνο  το ιδιαίτερο χάρισμα που έχουν ορισμένοι άνθρωποι να ακτινοβολούν και να ελκύουν το καθετί τριγύρω τους, όπως το φως ελκύει τις πεταλούδες. Η γοητεία δεν έχει λογική. Δεν συνάδει απαραίτητα με την ομορφιά, για παράδειγμα, ούτε με τη νεότητα. Η γοητεία είναι μια ήρεμη δύναμη, που ή την έχεις ή δεν την έχεις – αν και πολλοί διατείνονται ότι ως ένα βαθμό μπορεί να καλλιεργηθεί. Οι περισσότεροι, πάντως, συμφωνούν πως η γοητεία πρέπει να ρέει αβίαστα και να προέρχεται εκ των έσω, φυσικά και ανεπιτήδευτα. Η γοητεία είναι αυτό που σε κατακλύζει χωρίς να μπορείς να το εκφράσεις με λόγια, επηρεάζει τη θέλησή σου χωρίς να μπορείς να αντισταθείς. Γήτευση, σαγήνη, μαγεία, θέλγος είναι έννοιες συγγενικές, εμπεριέχονται στη γοητεία, κατά κάποιον απλοϊκό τρόπο ας πούμε ότι την προσδιορίζουν…

Απογοήτευση. Λέξη σύνθετη. Τόσο σύνθετη όσο και ο ψυχισμός του εκάστοτε απογοητευμένου. Αφορά τη διαδικασία απογύμνωσης κάποιου από ό,τι αρχικά μας είχε ελκύσει σε αυτόν. Αφορά την καθαίρεση της γοητείας από ένα άτομο. Αν αναρωτηθείτε πώς στην ευχή είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, χμ… λοιπόν, σας έχω νέα. Είναι και παραείναι. Όταν εισπράττουμε τη γοητεία κάποιου όχι απαραίτητα επειδή την έχει αλλά επειδή θέλουμε να την έχει. Όταν το λίγο χαριτωμένο του ή πικάντικό του ή σοβαρό του το βλέπουμε υπό το πρίσμα του έρωτα, για παράδειγμα. Όταν αυτό το γοητευτικό είναι κάτι που επιθυμούμε σφόδρα, είτε αφορά άνθρωπο, είτε κάτι άλλο και χάνει την αίγλη του μετά την κατάκτησή του.

Η διαδικασία αποδόμησης της γοητείας είναι πολύ περίπλοκο πράγμα. Συνυπεύθυνοι σε αυτή τη διαδικασία είναι συνήθως και οι δύο. Και ο γητευτής και ο γοητευμένος. Θα μου πείτε, εντάξει, άμα είναι κάποιος γοητευτικός, μη λες κουλά κοπελιά, τι είναι η γοητεία του για να την χάσει; Ψύλλος στ’ άχυρα; Λοιπόν, θα συμφωνήσω, κάποιοι άνθρωποι δεν την χάνουν τη γοητεία τους, δεν πα’ να φτάσουν κι εκατό χρονών. Μη σας πω και το άλλο δηλαδή, ότι κάποιοι όσο μεγαλώνουν τόσο πιο γοητευτικοί γίνονται. Να, πάρτε για παράδειγμα τον Ρόμπερτ Μίτσαμ [1] ή τον Τσαρλς Μπρόνσον [2]. Άμα τους έβλεπες πιτσιρικάδες, ούτε που να τους φτύσεις, λέμε τώρα. Αλλά, για να σας προσγειώσω κιόλας, hellooo μιλάμε για σινεμάαα! Ποιος σας εγγυάται πως αν ζήσετε δύο 24ωρα με τους εν λόγω γόητες δεν θα θέλετε στην αυγή της τρίτης μέρας να τους γκουρλώσετε [3] με την τριχιά; Γιατί αυτό; Μα γιατί η γοητεία δεν έχει να κάνει με την εικόνα. Δεν είναι ρόλος. Η γοητεία είναι υπόσταση, είναι στάση ζωής, είναι ουσία.

Οπότε, γυρνάμε στο αρχικό μας ερώτημα, στο πώς, δηλαδή, γίνεται κάποιος να χάσει τη γοητεία του. Ίσως εάν δεν προσέχει τον εαυτό του όσο θα έπρεπε ή όσο το συγκεκριμένο γνώρισμα απαιτεί. Η εξωτερική μας εμφάνιση, οι τρόποι μας, η στάση ζωής μας, ο τόνος της φωνής μας, όλα αποτελούν το κομμάτι της καλλιέργειας της γοητείας. Οπότε, όταν ναι μεν το έχουμε αλλά παρελθόντος του χρόνου το αφήνουμε, ε, μάλλον μας αφήνει κι αυτό. Απ’ την άλλη είναι και το πώς μας βλέπουν. Ο γοητευμένος ενθουσιάζεται. Και ο ενθουσιασμένος γοητευμένος συνήθως πάσχει από υπερμετρωπία. Κοινώς, έχει εκείνη τη διαθλαστική ανωμαλία του ματιού που δεν του επιτρέπει  να δει καθαρά τα πράγματα που βρίσκονται κοντά του, μερικές φορές ακόμα και μακριά του.  Οπότε χρησιμοποιεί φίλτρα για να εξομαλύνει την εικόνα. Και τα φίλτρα διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Κι έτσι, εκεί που νομίζεις πως έχεις συναντήσει τον γοητευτικότερο άνθρωπο του κόσμου, κάποια στιγμή χρησιμοποιείς τα σωστά φίλτρα και αντιλαμβάνεσαι ότι μάλλον υπερέβαλες… Και δεν είναι ο δόλιος ο απέναντι που έχει αλλάξει, αλλά εσύ. Όπως και να ΄χει, το αποτέλεσμα είναι ένα. Απογοήτευση. Κάτι του τύπου, δεν φταις εσύ η φαντασία μου τα φταίει, που σ’ έπλασε όπως ήθελε αυτή [4].

Από τους ανθρώπους από τους οποίους γοητευόμαστε έχουμε, έστω και ενδόμυχα, απαιτήσεις. Δημιουργούμε προσδοκίες. Θέλουμε να στέκονται στο βάθρο τους και εμείς να τους θαυμάζουμε. Αλλά παράλληλα θέλουμε να είναι και προσιτοί. Τους κάνουμε πρότυπα. Θέλουμε να είναι υπέροχοι, ακαταμάχητοι, το γλυκό νέκταρ της ζωής [5]. Πολλές φορές αρεσκόμαστε στο να φανταζόμαστε τις αντιδράσεις τους, τις απαντήσεις τους. Κι άλλες τόσες αρεσκόμαστε στο να φαντασιωνόμαστε τις επιδόσεις τους, ναι, ναι, εκεί που καταλάβατε! Έλα τώρα που σας πήραν οι ντροπές!  Αφού είναι στη φύση μας, κόντρα θα πάμε; Αφορά εκείνη την ενδότερη τάση μας για την αναζήτηση του καταλληλότερου στη φύση για ζευγάρωμα. Οπότε, ένα σχετικό σκανάρισμα το κάνουμε σε όλους και ενίοτε, Θεού θέλοντος και καιρού  επιτρέποντος, ζευγαρώνουμε κιόλας. Αμ, πώς!

Η γοητεία μπορεί να είναι διακριτική, μπορεί να είναι και κραυγαλέα. Σε κάθε περίπτωση, όπως ο έρωτας κι ο βήχας, έτσι κι αυτή δεν μπορεί να κρυφτεί. Και η επιρροή της είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Είναι όπως το σώμα του καλοριφέρ, βρε παιδί μου. Άμα κάτσεις κολλητά και είναι αναμμένο, ακόμα κι αν το παίξεις κρυώνω, ε δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα στάξεις! Τι θα πεις μετά; Ω, με συγχωρείτε, δεν το κατάλαβα πως ήταν αναμμένο το καλοριφέρ; Ρόμπα θα γίνεις και μάλιστα ξεκούμπωτη γιατί θα έχεις λιβακώσει [6] απ’ τη ζέστη λεβέντη μ’!

Ας μην φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε την υπεροχή κάποιου. Έστω κι αν είναι μόνο μέσα μας και χωρίς την ανοικτή λεκτική επιβεβαίωση. Ας μην φοβόμαστε να απολαύσουμε τα χαρίσματα των συνανθρώπων μας, όταν μας δίνεται η ευκαιρία. Ας εκδηλώνουμε τον θαυμασμό μας, ας παραδεχόμαστε τις αδυναμίες μας, τις επιρροές μας. Αρκεί να το κάνουμε κόσμια. Χωρίς να πιέζουμε και, κυρίως,  χωρίς να προσβάλουμε, ούτε εαυτόν, ούτε αλλήλους. Αρκεί να μην μεγαλοποιούμε καταστάσεις αλλά ούτε και να τις παραβλέπουμε. Γιατί τότε η γοητεία και η απογοήτευση μπορεί να λάβουν ακριβώς ανάλογες [7] διαστάσεις.


[1] Ρόμπερτ Μίτσαμ: Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ (αγγλ. Robert Mitchum, 6 Αυγούστου 1917 – 1 Ιουλίου 1997) ήταν Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, συγγραφέας και συνθέτης. Ο Μίτσαμ έγινε γνωστός συμμετέχοντας σε διάφορα φιλμ νουάρ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και ’60, όπου ερμήνευε ρόλους αντιήρωα. Το 1999, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον κατέταξε στην 23η θέση στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών. (πηγή: Wikipedia.org)

[2] Τσαρλς Μπρόνσον: Ο Τσαρλς Μπρόνσον (αγγλ. Charles Bronson, 1921 – 2003) υπήρξε σημαντικός Αμερικάνος ηθοποιός του κινηματογράφου. Συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της δεκαετίας του 1960 και 1970. Υποδύθηκε ρόλους λακωνικών ηρώων της Άγριας Δύσης και δραματικούς ρόλους σε αστυνομικά και κοινωνικά έργα. (πηγή: Wikipedia.org)

[3] Γκουρλώσετε: εκ του «γκουρλώνω». Καρδιτσιώτικος γλωσσικός ιδιωματισμός, σημαίνει πνίγω.

[4] Αναφορά στο τραγούδι «Η Φαντασία», σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική του Απόστολου Καλδάρα. Πρώτη εκτέλεση από τον Γιώργο Νταλάρα.

[5] «Γλυκό νέκταρ της ζωής»: ατάκα από την παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων των Disney / Pixar,  “Finding Nemo” (ελλ. Αναζητώντας τον Νέμο).

[6] «Λιβακώσει»: εκ του λιβακώνω, που σημαίνει ζεσταίνομαι πάρα πολύ. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του ανέμου Λίβα, που πνέει από τη Λιβύη και είναι ξηρός και θερμός.

[7] Ανάλογα ονομάζονται δύο μεγέθη στα οποία, όταν αυξάνεται το ένα κατά μία συγκεκριμένη ποσότητα, το άλλο αυξάνεται επίσης κατά μία άλλη πάλι συγκεκριμένη ποσότητα. (πηγή: Wikipedia.org)

Σημείωση: στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο διακρίνονται οι ηθοποιοί Clark Gable και Vivien Leigh σε μία σκηνή της ταινίας  “Gone With The Wind” (ελλ. “Όσα παίρνει ο άνεμος”).

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη