«Πασχαλιάτικα κουδουνίσματα», ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου για τη δράση ‘Γράφουμε για το Πάσχα’

Κάποια εποχή μακρινή, φτωχική, μίζερη, μα παρ’ όλα αυτά ωραία, η λέξη ‘’πρόοδος’’ δεν ήταν αντιληπτή σαν έννοια καλά-καλά ούτε στα λεξικά (ελλείψει Μπαμπινιώτη), οπότε και οι πιο μικρές ανέσεις φάνταζαν σαν μέγιστες πολυτέλειες. Π.χ., τα σπίτια, δεν είχαν κουδούνι στην εξώπορτα, πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Λάμπες ασετιλίνης και λάμπες πετρελαίου με τα λαμπόγυαλα που οι νοικοκυρές φρόντιζαν να καθαρίζουν συχνά για να φύγει η κάπνα και να δίνουν περισσότερο φως.

Αντί ηλεκτρικού κουδουνιού, λοιπόν, υπήρχε το ‘’ρόπτρο,’’ εκείνη η μπρούτζινη χουφτίτσα που την κτυπούσες πάνω σε μιαν άλλη μπρούτζινη πλακέτα και ειδοποιούταν ό ένοικος για τον επισκέπτη του. Και αυτό το ρόπτρο πολιτισμός ήταν, αποφεύγοντας το ντάπα-ντούπα με το χέρι πάνω στην πόρτα σαν να έλεγες: «Ανοίξτε βρε, δεν ακούτε;»

Όταν, λοιπόν, εμφανίστηκε το ηλεκτρικό ρεύμα, ένα από τα πολλά του ευεργετήματα ήταν και το κουδούνι.

Η πιτσιρικαρία βρήκε ένα καινούριο παιχνίδι που έσπαζε τα νεύρα των μεγάλων, κτυπώντας το.

Σε μια μικρή απόσταση από το στοχευμένο σπίτι υπήρχε ο ‘’τσιλιαδόρος’’ επιφορτισμένος να ειδοποιεί με παντομίμα τα παιδιά. Έτσι ένας πιτσιρικάς με ελεύθερο το πεδίον δράσης κατά τον τσιλιαδόρο έτρεχε, κτυπούσε το κουδούνι και μετά σφαίρα, εξαφανιζόταν και κρυβόταν σε μέρος που είχε από πριν επιλεγεί. Έβγαινε ο ένοικος, κοιτούσε πάνω-κάτω δεν έβλεπε ψυχή, τον πιάνανε οι διαβόλοι του, απειλούσε Θεούς και δαίμονες, έριχνε και μερικά καντήλια και έμπαινε μέσα. Όταν ο τσιλιαδόρος ειδοποιούσε ότι το πεδίον ήταν ελεύθερο, συνήθως ένας άλλος πιτσιρικάς έτρεχε και έκανε ό,τι είχε κάνει πριν λίγο ο φιλαράκος του και εξαφανιζόταν σαν τον άσπρο σίφουνα. Εννοείται, τα νεύρα του ενοίκου σμπαράλια προς μεγάλη απόλαυση της πιτσιρικαρίας, που από το πολύ γέλιο είχε και… ατυχήματα του τύπου «πάω να αλλάξω βρακί και ξανάρχομαι»!!!…

Έτσι, μια Πασχαλιάτικη ημέρα, για την ακρίβεια Μ. Παρασκευή απόγευμα που όλος ο κόσμος ήταν στις εκκλησιές για τον Επιτάφιο (όχι σαν σήμερα που την Περιφορά Του την βλέπουμε από την Τ.V. καθισμένοι στον καναπέ μας), στοχοποιήθηκε το σπίτι του κυρ Ανέστου του καφετζή, που ήταν ίσως το πρώτο που αντικατέστησε το ρόπτρο με κουδούνι, πράγμα που για τον Ανέστου ήταν υψίστη πολυτέλεια δεδομένου ότι πια ό ήχος του καλέσματος έφτανε μέχρι πάνω στο διώροφο, ενώ πριν σπανίως.

Πηγαίνει, που λέτε, ένας μπόμπιρας κτυπάει το κουδούνι ντριν-ντριν και μετά του σκοτωμού εξαφανίζεται και κρύβεται σε μέρος από πριν επιλεγμένο για να έχει και θέα και να απολαμβάνει τα αποτελέσματα της σκανταλιάς του.

Ο κυρ Ανέστος κατεβαίνει, ανοίγει, δεν βλέπει κανέναν και αγκομαχώντας ανεβαίνει τις σκάλες για τον επάνω όροφο με τα νεύρα του τσατάλια.

Δεν προλαβαίνει προφανώς να πάρει ανάσα και νάτο πάλι. Ντριν-ντριιιιιν.

‘’Που ο διάβολος να τον πάρει όποιος να είναι. Φονιά θα με κάνει Πασχαλιάτικα.’’ Βλαστήμησε και κάτι καντήλια και ξανακατέβηκε τα σκαλιά. Ανοίγει, κοιτάζει δεξιά, αριστερά, ΚΑΝΕΙΣ.

Στον καφενέ του που ήταν στο ισόγειο υπήρχε τηλέφωνο το μοναδικό της γειτονιάς και ίσως της ευρύτερης περιοχής εκτός από το σπίτι του γιατρού, που εξυπηρετούσε τους πάντες. Ήξεραν π.χ. ποιος και πότε πάνω κάτω θα τους καλούσε, κάθονταν στον καφενέ, έπιναν το ουζάκι ή το καφεδάκι περιμένοντας και το είχε κέρδος ο αγαπητός καφετζής όσο και ο πελάτης. Ειδοποίησε, λοιπόν, τον ηλεκτρολόγο για το κουδούνι μη και παθαίνει κανένα βραχυκύκλωμα, γιατί, αφού άνθρωπος δεν ήταν η αιτία τότε ή αυτό θα συνέβαινε ή κανένα αερικό, όνομα και πράγμα, που με το φύσημά του ενεργοποιούσε το κουδούνι.

Να πούμε εδώ ότι δεν ήταν παρά μία εβδομάδα που είχε μπει το κουδούνι στο σπίτι και ήταν το… δώρο του καφετζή στην μακαρίτισσα την γυναίκα του για τη γιορτή της, Λαζαρίνα την έλεγαν την καημένη.

«Έλα Φώτη, γιατί αν δεν πρόκειται για βραχυκύκλωμα, αν δεν είναι αερικό, τότε κανένα θαύμα Μεγαλοβδομαδιάτικο συμβαίνει και ο Θεός κάτι θα θέλει να μου πει».

«ΤΙ ΕΙΝΑΙ αυτά που λες ρε συ Ανέστο. Στοίχημα, ανθρώπινος δάκτυλος είναι στα σίγουρα και άσε τα θαύματα. Σαν να λέμε δηλαδή, ο Θεός περίμενε να βάλω κουδούνι στο σπίτι σου, στέλνει τους αγγέλους του το κτυπούνε και… Μη λες ανοησίες μέρα που ‘ναι. Έρχομαι αμέσως και ό,τι έλεγα να πάω να προσκυνήσω ο έρμος. Πάντως αν πρόκειται για βλάβη, δεν την διορθώνω σήμερα Μεγαλο-Παρασκευγιάτηκα και ξέρε το. Το ΄χω σε κακό να πιάσω εργαλεία στα χέρια μου Σήμερα».

Έρχεται ο κυρ Φώτης με τ’ όνομα, ο καλύτερος ηλεκτρολόγος της περιοχής, ελέγχει τον μηχανισμό με κάτι περίεργους μετρητές και αποφαίνεται: «ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΕΝΤΑΞΕΙ».

Ο Ανέστος τού πληρώνει την επίσκεψη (ούτε γιατρός να ήταν) αφού σε τίποτα δεν έφταιγε τόσο το κουδούνι όσο και ηλεκτρολόγος, που το τοποθέτησε, ο οποίος και φεύγει για να πάει επιτέλους στην εκκλησιά.

Την επομένη Μ. Σάββατο πάλι τα ίδια. Ντριν, ντριιιιιιιν. Άντε ξανά μανά κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες μπας και τον προλάβει τον όποιο βλαμμένο του έκανε αυτό το χουνέρι, παίρνοντας μαζί του και τον πλάστη και μια μασιά εν είδη πυρομαχικών.

ΤΙΠΟΤΑ, ΚΑΝΕΙΣ.

ΟΠΟΤΕ, ΠΑΙΡΝΕΙ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΕΡΑ ΜΕΤΡΑ. Μένει πίσω από την πόρτα κρατώντας τσίλιες. Οι κινήσεις του όμως ορατές από τον τσιλιαδόρο και τα κουδουνίσματα τέλος για λίγο. Ναι, μα ο κυρ Ανέστος ήταν και μιας κάποιας ηλικίας και δε ήταν δυνατόν να κάτσει καραδοκώντας πίσω από μια πόρτα μέρα που ήταν… Οι μόνες ημέρες της χρονιάς που το είχε κλειστό το μαγαζί του, ήταν  της Πασχαλιάς και απολάμβανε την άνεση του σπιτιού του, ακόμη και μόνος του μετά το φευγιό της Λαζαρίνας του. Και δες τώρα τι του ‘μελλε να πάθει… Τηλεφωνεί στον κυρ Φώτη να έρθει εσπευσμένα και να απενεργοποιήσει το κουδούνι βάζοντας ξανά το ρόπτρο στην παλιά του θέση, το οποίο ρόπτρο επί των ημερών της Λαζαρίνας, άστραφτε σαν χρυσό από το μπράσσο που το είχε τρίψει η νοικοκυρά. Ενώ τώρα, ναι μεν παραμελημένο, ναι μεν παραγκωνισμένο και θαμπό, σε τίποτα δεν θύμιζε τις μέρες της δόξας του, που όμως έστω και έτσι, την δουλειά εφ’ ης ετάχθη την έκανε.

«Βρε συ Ανέστο, κάνε λίγη υπομονή. Σε λίγες ώρες Ανασταίνεται ο Κύριος και εμείς θα ασχολούμαστε με τέτοια; Δεν το θέλει κι ο Θεός ρε συ…»

«Φώτη έλα γιατί θα γίνω φονιάς, ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΤΟ ΡΗΜΑΔΙ ΝΑ ΚΤΥΠΑΕΙ. Έχω γίνει Τούρκος που λένε, τι Τούρκος, Τσέτης  να πω καλύτερα, σαν εκείνους τους αγριάνθρωπους στον ‘’συνωστισμό’’ της Προκυμαίας στη Σμύρνη τότε το εικοσιδυό».

Μα ο Φώτης δεν ενέδωσε στα παρακάλια του καφετζή. Οπότε εκείνος πήρε ένα σκαμνί να καθίσει και να καιροφυλακτεί πίσω από την εξώθυρα με τα ‘’όπλα’’ του ανά χείρας.

Περνά μια ώρα, περνάνε δυο και λίγο πριν την Ανάσταση, νάτο. Ντριννννν. Πετάγεται ο Ανέστος, ανοίγει και στα τυφλά, μπαμ-μπουμ, κτυπάει όπου βρει.

«Σιγά άνθρωπέ μου τρελάθηκες νυχτιάτικα, να με σκοτώσεις πας;»

«Αχ εσύ είσαι Φώτη μου; Να με συγχωρείς. Μα νυχτιάτικα τι κτυπάς;»

«Φαντάστηκα ότι θα είσαι ξύπνος την ώρα τούτη όπως όλος ο κόσμος. Κι εγώ πηγαίνοντας για την εκκλησιά είπα να αφήσω κάτι εργαλεία που το πρωί θα είναι δύσκολο να τα κουβαλήσω όλα μαζεμένα. Μα εσύ είσαι με τα καλά σου; Λίγο ακόμη και να με σκότωνες Χριστιανέ μου».

Ο Ανέστος τού εξηγεί τους λόγους κι ο Φώτης φεύγει ναι μεν γελώντας αλλά και δοξάζοντας τον Κύριο που θα πήγαινε τελικά στην Χάρη Του να αναστήσει και όχι σε κανένα Νοσοκομείο.

Μα Χριστιανός…

Μα Μωαμεθανός…

Μα Εβραίος…

Μα Βουδιστής…

Κανένας δεν τραυματίστηκε τελικά το βράδυ της Ανάστασης γιατί το ‘’στοχοποιημένο’’ σπίτι του Ανέστου με το κουδούνι του, είχε εκπληρώσει τον φόρο πολιτισμού και της εξέλιξης. Τώρα άλλου σπιτιού ήρθε η σειρά και ο Φώτης έτρεχε και δεν έφτανε. Μέχρι που (θα την πούμε την αμαρτία μας) αναρωτηθήκαμε, μη και τα πιτσιρίκια ήταν βαλτά από τον κυρ Φώτη για την φάρσα αυτή, που μύριζε ολίγον λαμογιά. Λέμε τώρα…

Δύσκολοι καιροί, ακόμη και τότε, για αθώες φάρσες, ας τις πούμε κι έτσι…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη