«Παράσταση ζωής», ένα διήγημα της Λιάνας Μιχελάκη

Άνοιξε την ντουλάπα της με ορμή. Έπρεπε να ντυθεί. Το είχε αποφασίσει άλλωστε. Απόψε θα έβγαινε. Θα πήγαινε επιτέλους στο θέατρο, που τόσο πολύ αγαπούσε από μικρή. Στο σχολείο πάντα πρώτη να εκδηλώνει το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή της σε κάθε θεατρική παράσταση, που διοργάνωναν οι καθηγητές της. Αργότερα,  ως φοιτήτρια πια, είχε γραφτεί και σε θεατρική σχολή για χάρη μιας αγάπης, στη σκηνή της οποίας έπαιξε η ίδια με ρόλο πρωταγωνιστικό. Δεν ήθελε όμως να κάνει αυτές τις σκέψεις. Ήθελε να συγκεντρωθεί, να φορέσει κάτι απλό και να φύγει. Δεν μπορούσε όμως. Όσο έψαχνε μέσα στα ρούχα της, σκόρπιες σκέψεις από την παιδική ηλικία της έρχονταν να την επισκεφτούν.

-Πώς ντύνεσαι έτσι; Φόρεσε επιτέλους ένα όμορφο φορεματάκι, όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας σου. Τόσα σου έχω αγοράσει, ηχούσε η φωνή της μητέρας, άλλοτε παρακλητική και άλλοτε προστακτική.

-Δεν μου αρέσουν τα φορέματα και οι κορδέλες, απαντούσε τότε εκείνη, με όλο το θάρρος, που κρύβει μέσα της μία παιδική ψυχή.

Φορώντας τότε ένα απλό παντελόνι και ένα μπλουζάκι, χανόταν με το ποδήλατό της για ώρες πολλές μέσα στα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια της επαρχιακής πόλης που τη γέννησε. Πόσο πολύ της άρεσε ως παιδί το ποδήλατο! Μπορούσε να κάνει με τις ώρες, χωρίς αυτό να την κουράζει. Καθώς ανέβαιναν και κατέβαιναν τα πόδια της στο πετάλι, ένιωθε να ανεβοκατεβαίνουν και οι σκέψεις της για την ίδια, τους γονείς της, το σχολείο.

Τις πιο πολλές φορές όμως ανεβοκατέβαιναν τα λόγια του ρόλου της, στο θεατρικό του σχολείου, που πάντα συμμετείχε. Α! Όλα κι όλα! Πίστευε πως κάνοντας ποδήλατο έξω στη φύση, θα μπορούσε να αποστηθίσει καλύτερα ένα ρόλο. Το κελάηδισμα των πουλιών και το θρόισμα των φύλλων από τα δέντρα ήταν για την ίδια η επιβεβαίωση «Συνέχισε, καλά τα πας, την επόμενη φορά θα είσαι ακόμη καλύτερη», σαν να της έλεγαν τα στοιχεία της φύσης με μία φωνή!

Όταν πια κουραζόταν από το ποδήλατο, πήγαινε κάτω από το αγαπημένο  δέντρο της, το δέντρο της ζωής, όπως το ονόμαζε, το οποίο έστεκε περήφανο, λίγα μέτρα έξω από την επαρχιακή πόλη της, σαν να ήθελε με τον τρόπο αυτό να καλωσορίσει τον κάθε επισκέπτη χωριστά. Τι όμορφα και γαλήνια, που ένιωθε εκεί! Ξάπλωνε κάτω από το πυκνό και προστατευτικό ίσκιο του, έχοντας για σκέπασμα τα φύλλα του θεατρικού ρόλου της. Τότε εκείνη έλεγε και ξανάλεγε απ έξω και δυνατά όσα θεατρικά της αναλογούσαν.

Χρόνια αργότερα, ως ενήλικη πια, συλλάμβανε τον εαυτό της να κάνει το ίδιο, κάθε φορά που επισκεπτόταν τη γενέτειρά της. Μόνο που τώρα κουραζόταν να κάνει ποδήλατο. Την κούραζε αυτό το ανεβοκατέβασμα του πεταλιού σε συνδυασμό με την απαγγελία του ρόλου της. Ίσως, σκεπτόταν, την κούραζε το ανεβοκατέβασμα των σκέψεων της, που δεν το έβλεπε πια σαν παιχνίδι, αλλά σαν κριτή, που ερχόταν να της υποδείξει τα λάθη της. Τότε, ένιωθε το τραγούδι των πουλιών σαν μοιρολόι και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν, σαν να της έλεγαν με παράπονο μεγάλο «Πού είναι αυτό το μικρό κοριτσάκι, που έτρεχε με το ποδήλατο ακούραστα μέσα στις γειτονιές, απαγγέλλοντας το ρόλο του;»

Όταν πια έφτανε  με κόπο μεγάλο στο δέντρο της, το δέντρο της ζωής, όπως ακόμη το αποκαλούσε, δεν απάγγελνε το θεατρικό ρόλο της, αλλά το ρόλο της στη σκηνή της ζωής, που τόσο πολύ όμως τη φόβιζε και την αποκάρδιωνε. Βέβαια το ρόλο αυτό δεν της τον έδωσε κανένας σκηνοθέτης. Σκηνοθέτης και ηθοποιός η ίδια στο ρόλο, που μόνη της έφτιαξε και πίεσε τον εαυτό της για να παίξει, σαν μαριονέτα αβοήθητη, μέσα στα ίδια της τα χέρια. Τα φύλλα του δέντρου της τα νοιώθει πια μαραμένα. Δεν την χειροκροτούν γι’ αυτό το ρόλο, αλλά δακρύζουν. Δάκρυα καυτά, που μπερδεύονται με τα δικά της και ποτίζουν το χώμα, που φιλοξενεί και τους δύο.

Πρέπει όμως να βιαστεί και να φορέσει επιτέλους κάτι. «Κάτι απλό!» φωνάζει, ελπίζοντας ο αντίλαλος της βραχνιασμένης φωνής της να φθάσει μέχρι το αστέρι εκείνο, που φιλοξενεί τη μητέρα της. Προσπαθώντας έτσι να αποδιώξει όλες αυτές τις σκέψεις, που την ταλαιπωρούν εδώ και μέρες, ντύνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί και χωρίς καν να κοιταχτεί στον καθρέπτη, φεύγει σαν δραπέτης από το ίδιο της το σπίτι. Έξω ο κόσμος πολύς και πνιγηρός, της δίνει την εντύπωση πως, σαν ποτάμι ορμητικό, έρχεται να την παρασύρει σε άγνωστες διαδρομές.

Πόσο πολύ της λείπουν οι βόλτες στην εξοχή με το ποδήλατο. Πόσο πολύ της λείπει το δέντρο της ζωής, για να ξαπλώσει κάτω στο δροσερό ίσκιο του και να την γλυκονανουρίσει το μελωδικό θρόισμα των φύλλων του.

Κρατά σφιχτά το εισιτήριο στα χέρια της «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» η παράσταση, που διάλεξε να δει. Την είχε παίξει άλλωστε και η ίδια στο παρελθόν, αλλά ήθελε και να την απολαύσει τώρα σαν θεατής. «Αυτό σίγουρα ήταν κάτι διαφορετικό» σκέφτηκε. Πλησιάζει στο θέατρο όλο αγωνία, αλλά ένα πυκνό σκοτάδι έρχεται να διακόψει τη ροή της σκέψης της. Τα ρολά κατεβασμένα και μία τεράστια ανακοίνωση τοιχοκολλημένη: «Η θεατρική παράσταση αναβάλλεται, λόγω αιφνίδιας ασθένειας του πρωταγωνιστή». «Ίσως να είχε ο ίδιος διαισθανθεί πως επρόκειτο να τον επισκεφτεί και μόνος του να αρρώστησε» σκέφτηκε τότε.

Ένιωσε να χάνει το έδαφος από τα πόδια της. Κρίμα, πόσα πολλά είχε να του πει. Το κυριότερο όμως πως θα έπαιζε ξανά στη σκηνή, στη σκηνή του θεάτρου, που τόσο αγαπούσε και λειτουργούσε σαν καταφύγιο γι’ αυτήν από τις σκέψεις, που καθημερινά την ταλαιπωρούσαν. Καταφύγιο, για να δραπετεύσει από τους ρόλους, που ήταν αναγκασμένη να αποστηθίζει πάνω στη σκηνή της ζωής. Πόσο πολύ ήθελε να έπαιζαν μαζί, έστω και για μια φορά το ρόλο, που της μάθαινε από μικρή, τότε που πήγαινε ακόμη σχολείο.

Ένιωσε οργή και θυμό να κατακλύζουν την ψυχή και τη σκέψη της. Έκοψε σε όσο πιο μικρά κομματάκια το εισιτήριο μπορούσε και τα παρέδωσε στον αέρα, για να τα ταξιδέψει αυτός στις γειτονιές του ουρανού. Ίσως κάποιο από αυτό να έφτανε και στη γειτονιά της μητέρας της. «Θυμάσαι μητέρα, μαζί είχαμε δει τον πατέρα να παίζει το “Πόθοι κάτω από τις λεύκες”. Ήμουν μικρή κι εσύ νέα και όμορφη. Μετά την παράσταση αυτή, αποφάσισα να γίνω ηθοποιός».

Συγκέντρωσε με κόπο τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Ήθελε να επιστρέψει με τα πόδια, είχε ανάγκη από αέρα καθαρό. Πριν φύγει οριστικά από το θέατρο, γύρισε και είδε για άλλη μια φορά την ανακοίνωση, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί. «Περαστικά πατέρα» φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ίσως ο αντίλαλος της φωνής της να έφτανε κοντά του. Το μόνο σίγουρο ήταν πως είχε φτάσει μέχρι τα αυτιά των περαστικών, που την κάρφωναν με βλέμμα απορίας και δυσαρέσκειας.

Ο δρόμος για το σπίτι ατέρμονος. Ένιωθε βαρύ το μαύρο μανδύα του ουρανού στην αδύναμη πλάτη της. Τα λιγοστά και θαμπά φώτα της πόλης ένιωθε να κουράζουν τα κλαμένα μάτια της. Άρχισε να κρυώνει αρκετά, καθώς ο αέρας ξεκινούσε το νυχτερινό τραγούδι του. Για ποια πόλη άραγε από τις τόσες πολλές, που επισκέπτεται καθημερινά, τραγουδούσε; Πώς ζούνε εκεί οι άνθρωποι; Πηγαίνουν στο θέατρο; Μαθαίνουν ρόλους; Κι αν μαθαίνουν, μοιάζουν με το δικό της; Ξάφνου το έντονο κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου ήρθε να διακόψει όλους αυτούς τους προβληματισμούς της. Είχε πια φτάσει στη γειτονιά της, η οποία είχε παραδοθεί σε έναν ύπνο γαλήνιο και αμέριμνο. Πού να ταξίδευαν άραγε οι γείτονες της μέσα στα βαθιά όνειρά τους;  Πόσο πολύ τους μακάριζε γι’ αυτά τα ταξίδια τους!

Εκείνη πάντως, αν κατάφερνε μέσα στην ταραγμένη αυτήν από τον αέρα νύχτα να ταξιδέψει, θα ήθελε να πάει με το ποδήλατο της στη μικρή επαρχιακή πόλη της. Να πάει στο δέντρο της ζωής και να το αγκαλιάσει τρυφερά από τον κορμό του. Να του μιλήσει για την ασθένεια του πατέρα και για το πόσο πολύ της έλειπε η μητέρα της. Να του εκμυστηρευτεί την απόφασή της να επιστρέψει στο θέατρο και για τον καινούριο ρόλο, που της είχε δώσει ο σκηνοθέτης. Όχι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά δεν την πείραζε αυτό. Ήταν σίγουρη πως θα τον μάθαινε τέλεια. Να του διαβεβαιώσει ακόμη πως το ρόλο της ζωής της τον κλείδωσε οριστικά σε ένα παλιό συρτάρι στο σπίτι της και πως το κλειδί αυτό ήρθε να το θάψει μέσα στο ζεστό και αφράτο χώμα γύρω του. Τότε, θα ήταν σίγουρη πως τα φύλλα του δέντρου της θα θρόιζαν ευτυχισμένα και θα την γλυκονανούριζαν μέσα στη ζεστή αγκαλιά τους.

Όταν κάποια στιγμή μπήκε στο σπίτι, της φάνηκε ιδιαίτερα παγερό και αφιλόξενο. Ίσως της είχε θυμώσει για την πολύωρη απουσία της. Έβγαλε τότε το πανωφόρι της και κάθισε να φάει μόνη κάτι απλό. Αυτό που ήταν σίγουρο ήταν πως αύριο θα την περίμενε ένας καινούριος ρόλος!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη