“Παράπονα σε μια φίλη”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

Πόσα καιρό έχω να γράψω; Πόσα χρόνια έχω να πιάσω μολύβι στα χέρια μου; Ούτε που θυμάμαι. Όμορφη αίσθηση πάντως, να γράφεις για να μιλήσεις σε κάποιον δικό σου. Παρασύρεσαι κι αισθάνεσαι πως τον έχεις απέναντί σου και του μιλάς… κι εκείνος σ’ ακούει, δίχως να σε διακόπτει, δίχως να σε μαλώνει για τις σκέψεις σου, δίχως να σου απαντάει.

Σήμερα ένιωσα βαθιά την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί σου μ’ αυτόν τον τρόπο. Μ’ αυτή τη σκέψη έκλεισα τα μάτια μου χθες βράδυ και με την ίδια ξύπνησα το πρωί. Αυτή η σκέψη μ’ ανακούφισε, μου ‘δωσε μια νότα ελπίδας, προσμονής και λαχτάρας. Τελευταία, μόνο απ’ το τηλέφωνο είχα τη χαρά ν’ ακούω τη φωνή σου. Το δικό σου χέρι μονάχα, τα τελευταία χρόνια σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου μου, για να νοιαστεί τι κάνω, για να με ρωτήσει αν χρειάζομαι κάτι, για να μου δώσει την ευκαιρία να πω κι εγώ δυο κουβέντες, να μην ξεχάσω τη φωνή μου. Το δικό σου χέρι ήταν αυτό που χτυπούσε κάποτε και το κουδούνι μου, μιας κι ήσουνα ο μοναδικός μου επισκέπτης. Κι όταν εμφανιζόσουν στην πόρτα, πάντα με το γλυκό σου χαμόγελο κρεμασμένο στα χείλη, στα χέρια σου κρατούσες κάθε φορά μια λιχουδιά για μένα.

Ω Θεέ μου! Πόσο οδυνηρές γίνονται κάποτε οι αναμνήσεις! Εμείς όμως οι άνθρωποι, δε θέλουμε να τις σβήσουμε με τίποτα από τον πίνακα της μνήμης μας… κι ας μας πονάνε κι ας μας βασανίζουν με την γλυκόπικρη νοσταλγία τους.

Πόσο μου λείπεις φιλενάδα! Πόσο μου στοίχισε η απουσία σου! Να ‘ξερες! Έφυγες τόσο απρόσμενα, τόσο ξαφνικά… Ούτε που πρόλαβα να σου ψιθυρίσω μέσα από το σύρμα του τηλεφώνου ένα ‘’καλό ταξίδι’’, εκείνη, την τελευταία φορά που με πήρες για να μου πεις τα νέα σου. Πάγωσα με τα λόγια σου, έμεινα άφωνη σαν χαμένη, να σ’ ακούω να μου μιλάς για την αρρώστια σου και να μη βρίσκω μια λέξη παρηγοριάς, η ανόητη, να σου ψιθυρίσω για να σε καθησυχάσω, να σου απαλύνω την αγωνία και τον πόνο. Συγχώρεσέ με. Σάστισα… με τα νέα σου. Σ’ άκουγα να μου λες πως θα φύγεις, πως θα σε πάρουν τα παιδιά σου στην Αθήνα για να κάνεις μια επέμβαση και πως θα χρειαστεί να μείνεις όλο το χειμώνα κοντά τους για ν’ αναρρώσεις. Κι εγώ σκεφτόμουν σαν χαμένη τον μίζερο εαυτό μου… πως θα έμενα πάλι μονάχη, χωρίς να έχω κανέναν πια να με γυρέψει και να με νοιαστεί, αφού εσύ θα λείπεις!

Πόσο φτωχός είναι ο άνθρωπος χωρίς κανέναν! Να ‘ξερες! Έφυγες για την Αθήνα κι έμεινα να σε προσμένω, να προσεύχομαι για σένα κάθε βράδυ για να γιάνεις γρήγορα και να ‘ρθεις κοντά μου σύντομα. Η ελπίδα δε μ’ εγκατέλειψε αφού εσύ υπήρχες κάπου, ήσουνα στο νοσοκομείο και το πάλευες, ανάσανες, μιλούσες στα παιδιά σου. Η ελπίδα! Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία! Έτσι δε λένε αγαπημένη μου; Κι έχουν δίκιο. Μέχρι τότε ήλπιζα κι εγώ πως θα ξανάρθεις, πως δε θα μ’ εγκαταλείψεις, πως δε θα με ξεχάσεις όπως όλοι.

Ήρθε όμως η ώρα που διάλεξε ο Θεός να χωριστούμε. Και ποιος άμοιρος είναι σε θέση να πάει κόντρα στο θέλημά Του; Έτσι το αποφάσισε ο Ύψιστος, να φύγεις πρώτη. Κι είναι σαν τιμωρία αυτό για μένα να ξέρεις, να μείνω πίσω μονάχη μου. Μα θα την υποστώ, αφού αυτό είναι το θέλημά Του.

Καλή μου φιλενάδα, άραγε να με βλέπεις από κει ψηλά; Πόσο βασανίζομαι μακριά σου το αισθάνεσαι; Δεν πρόλαβα να σ’ αποχαιρετήσω. Δεν πρόλαβα να σου πω πόσο ακριβή ήσουνα για μένα! Έτρεχαν βουβά τα δάκρυα σαν τις σταγόνες της βροχής, όταν μ’ έπαιρνε η κορούλα σου τηλέφωνο για να μου πει τι κάνεις. Εσύ φρόντιζες και γι’ αυτό. Με κλειστά τα ματάκια σου, στο κρεβάτι του πόνου, έδινες οδηγίες στα παιδιά σου να μην ξεχάσουν να με πάρουν τηλέφωνο και να μου δώσουν χαιρετίσματα από σένα. Είμαι σίγουρη πως με σκεφτόσουν κι εσύ τόσο έντονα όσο κι εγώ τις τελευταίες αυτές ώρες που η ψυχούλα σου πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Είμαι σίγουρη πως το πάλεψες, πως έδωσες τη μάχη σου, πως δεν παραιτήθηκες… για να καταφέρεις να γυρίσεις ξανά κοντά μου. Στη βαρετή καθημερινότητά μας, που ωστόσο… γλύκαινε τόσο με τις μικρές συνήθειές μας. Με δυο φλυτζάνια ζεστό καφέ ανάμεσά μας και δυο παξιμαδάκια τραγανά να τον συνοδεύουν…

‘’Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός, ο τον θάνατον καταπατήσας, τον δε διάβολον καταργήσας, και ζωήν τον κόσμον δωρησάμενος αυτός, Κύριε, ανάπαυσον και την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου σου, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός…’’, μουρμουρίζω όλη μέρα αγαπημένη μου και προσεύχομαι για την ψυχούλα σου. Για πόσο ακόμα σκέφτομαι, με το βάρος των χρόνων να φορτώνουν αφόρητα την πλάτη μου. Για πόσο θα είμαστε χώρια;  Κοντοζυγώνει κι εμένα η ώρα μου… και δε φοβάμαι. Κατέληξα να μη φοβάμαι τον θάνατο, μα να τον λαχταρώ, τόσο πολύ που μου λείπεις!

Ω Θεέ μου! Πόσο οδυνηρές γίνονται κάποτε οι αναμνήσεις! Αβάσταχτες! Και τι δε θα ‘δινα να σ’ είχα τώρα απέναντί μου να μου μιλάς, με δυο φλυτζάνια ζεστό καφέ ανάμεσά μας και δυο παξιμαδάκια τραγανά να τον συνοδεύουν!

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    19 Φεβρουαρίου 2017 at 05:40

    “Το δικό σου χέρι μονάχα, τα τελευταία χρόνια σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου μου, για να νοιαστεί τι κάνω”
    Ανεκτίμητη η αληθινή, η γνήσια φιλία – κι ευλογημένοι όσοι την αξιώθηκαν.

  • Αργυρώ Αγγελινα-Ζωγράφου
    22 Φεβρουαρίου 2017 at 13:45

    Η καλή φίλη που έδινε νόημα και ομορφιά στη ζωή, φεύγει για το μεγάλο ταξίδι κι αφήνει πίσω κενό…
    Άλλο ένα όμορφο διήγημα από τη Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη που αγγίζει τις πιο οευαίσθητες χορδές της ψυχής. Η ανάγλυφη περιγραφή των συναισθημάτων, η τρυφερή και ευαίσθητη προσέγγιση της μεγάλης απώλειας καθώς και η δύναμη και το πάθος με το οποίο εκφράζεται η συγγραφέας, κάνουν αυτό το διήγημα ένα μικρό διαμάντι που κυλά αργά, στραφταλίζοντας από τα μάτια.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη