“Παράξενα μάτια”, ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου

Άπειρες φορές η ανθρωπότητα εκπλήσσεται από ανεξήγητα φαινόμενα, και δεν μιλώ για U.F.O. όπως πιθανόν να νομίζατε ότι εννοώ, στη ύπαρξη των οποίων πιστεύω ακράδαντα. Αλήθεια, είναι δυνατόν μέσα στα τόσα σύμπαντα του Απείρου, λογικά να το δει κανείς, να πιστεύουμε εγωιστικά και αφελώς ότι ΜΟΝΟΝ η Γη έχει όντα είτε νοήμονα είτε μη; Αν πάλι ο Θεός, ο Δημιουργός μας μάς μιλούσε με ανθρώπινη φωνή, θα μας έλεγε αυτά που άλλοι γνωρίζουν και άλλοι το παραβλέπουν. Ότι δηλαδή από κάπου ίσως ερχόμαστε, μένουμε ΕΔΩ για ελάχιστο χρόνο, αν τον μετρήσουμε με τον Συμπαντοχρόνο και μετά αναχωρούμε για ΚΑΠΟΥ, πού ακριβώς, θα σας γελάσω. Γιατί, αν το καλοσκεφτούμε, ακόμη και σαν άυλες ψυχές, δεν θα χωρούσαμε στη Γη τόσα πλήθη ανθρώπων που ζήσανε στον Πλανήτη από καταβολής της Ύπαρξης του ΑΔΑΜ, άντε και της Εύας…

Κατά καιρούς λοιπόν, εμφανίζονται όντα ανθρώπινα που κάποιο όργανο του σώματός τους ή και ολόκληρο το σώμα και το μυαλό τους αντιβαίνουν στους κανόνες του made in paradise και του ό, τι επακολούθησε από τον διωγμό τους από κει, αυτούς τους κανόνες που συνηθίσαμε να τους αποκαλούμε ΦΥΣΙΚΟΥΣ.

Που λέτε, γνώρισα ένα παιδί, καθ’ όλα φυσιολογικό με την πρώτη ματιά. Όταν όμως γνώρισα την ιδιαιτερότητά του έμεινα κατάπληκτος να πω; Μικρή η λέξη.

Αφηγούμαι:

Στην γειτονιά του χωριού μας μια μέρα συνέβη ένα γεγονός που αναστάτωσε όλους μας. Χάθηκε ένα άλλο χωριατόπουλο τεσσάρων περίπου χρόνων, συνομήλικο του πρώτου. Οι γονείς αλλόφρονες και μαζί μ’ αυτούς όλοι εμείς. Ψάχναμε ξέπνοα παντού, χτενίζαμε την περιοχή πόντο-πόντο που λένε, αν και η περιοχή ήταν ακίνδυνη από τις όποιες παγίδες, δηλαδή ενεργά ξεσκέπαστα πηγάδια ή και ξεροπήγαδα, βρόχινες δεξαμενές, απότομες πλαγιές λοφίσκων, υπονόμους και τέτοια. Ψάχναμε λοιπόν μα ούτε ίχνος του μικρούλη. Περίεργο, γιατί οποιοσδήποτε έβλεπε ένα αγόρι μικρό να περιφέρεται μόνο του θα προβληματιζόταν. Στο χωριό, παρά την άπλα του και την ειρηνική του καθημερινότητα, οι άνθρωποι ήταν πια υποψιασμένοι όπως και στις πόλεις, όπως παντού. Και αυτό το λέμε, για να καταλάβετε ότι δεν υπήρχε περίπτωση ένα μικρό παιδί να κινείται άσκοπα και να μην κινήσει την περιέργεια των χωρικών.

Αφού ψάξαμε παντού χωρίς αποτέλεσμα, αρχίσαμε να οργανωνόμαστε σε ομάδες προετοιμαζόμενοι για την εξερεύνηση όμορων με το χωριό περιοχών κατά την διάρκεια της επερχόμενης και μη υποσχόμενης καλά, νύχτας.

Εκείνην την εποχή στην οποία αναφέρομαι αχνόφεγγαν λιγοστά φώτα στους ας πούμε κεντρικότερους δρόμους και η υπόλοιπη περιοχή σκεπασμένη με σκούρα πέπλα αδιαπέραστα. Τι να σου κάνουν κάτι κλεφτοφάναρα και κάνα δυό αδύναμοι φακοί που έριχναν το φώς τους σε δυο μέτρα το πολύ απόσταση. Και έπρεπε να βιαστούμε γιατί ως γνωστόν η πρώτη μέρα και νύχτα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι οι κρίσιμες.

Φανταζόμασταν το παιδί, μωρό πράγμα, αναίσθητο, ανήμπορο, άρρωστο, ή και πεθαμένο και η απελπισία μας κτυπούσε κόκκινο.

Ανάμεσα στο πλήθος των ερευνόντων τα πέριξ, ήταν το παιδάκι που ανέφερα στην αρχή της αφήγησης, το συνομήλικο του χαμένου παιδιού και του οποίου την ιδιαιτερότητα, κανείς δεν είχε προσέξει ιδιαίτερα, μέχρι την στιγμή εκείνη. Ο μικρός αυτός, μετ’ επιτάσεως επέμενε να τον πάρει ο πατέρας του μαζί και ο γονιός που δεν άντεχε μια επιπλέον πίεση τον πήρε, τον απίθωσε καβάλα στους ώμους του επάνω και σταμάτησε η γκρίνια και το παρακάλι του μικρού. Έμελλε δε, το βράδυ εκείνο της μεγάλης αναζήτησης, να γίνουν όλοι μάρτυρες των όσων συνέβησαν. Πρώτα οι γονείς του Κωστή κι’ ύστερα οι συγχωριανοί, έμειναν κατάπληκτοι μπροστά στα όσα διαδραματίστηκαν την νύχτα αυτή, που παρόμοιά της δεν είχαν ξαναζήσει οι φιλήσυχοι χωρικοί.

Οι δε γονείς του γαλανομάτη αυτού μικρού, (τον αποκαλούμε έτσι για να τον ξεχωρίζουμε από τον άλλο Κωστή, τον χαμένο), ναι μεν δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν την επιμονή του παιδιού τους να τον πάρουν μαζί στην αναζήτηση αλλά και μην έχοντας την πολυτέλεια μιας χρονοβόρας κουβέντας μαζί του ενέδωσαν όπως ξαναείπαμε. Ο Γαλανομάτης λοιπόν Κωστής με κάτι πελώρια μπλε μάτια που τα σκίαζαν πυκνές καγκελωτές βλεφαρίδες, από τα ύψη της πατρικής καβαλαρίας ερευνούσε κι’ αυτός την περιοχή έχοντας το από του ύψους πλεονέκτημα. Μα αυτό, δεν ήταν το ΜΟΝΟ πλεονέκτημα όπως θα δούμε.

Έπιασε λοιπόν να σκοτεινιάζει και μαζί με τη μαυρίλα της νυχτιάς μαύριζε η καρδιά όλων ακούγοντας την δόλια τη μάνα να καλεί απεγνωσμένα το χαμένο παιδί της. Και λογικό ήταν να απελπιζόμαστε όλο και περισσότερο. Εδώ δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε ίχνος του Κωστή όταν έφεγγε ο Θεός τη μέρα του και θα βρίσκαμε ίχνη μέσα στο έρεβος της Αφέγγαρης νυχτιάς;

Φανταστείτε τη σκηνή:

Έντρομοι χωρικοί με φακούς στα χέρια, μια ολοφυρόμενη μικρομάνα, έναν απαρηγόρητο πατέρα κρατώντας στο πρόσωπό του ψηλά ένα κλεφτοφάναρο να φωτίζει μυστηριακά με το αναιμικό φως του τα αυλακωμένα από τα δάκρυα μάγουλα και τον άλλο Κωστή από τα ύψη του πατρικού ‘’μπαλκονιού’’ να οσμίζεται τον αέρα και να ΨΑΧΝΕΙ  παράξενα το τοπίο γύρω του όπως και οι άλλοι. Φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ‘50 ένα πράμα.

Είχαν πια άπαντες βγει από τα όρια του χωριού και πλησίαζαν ένα μικρό μα πυκνόφυλλο δασύλλιο που βρισκόταν αμέσως μετά την εσχατιά του χωριού. Το δασάκι αυτό δεν είχε καλή φήμη και τούτο γιατί έλεγαν οι χωρικοί πως κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο θάφτηκαν κει μέσα πολλά παλικάρια αδικοχαμένα από το χέρι το αδερφικό. Γι’ αυτό και κανένας δεν πλησίαζε αυτήν την μικρή δασική περιοχή, όχι μόνον νύχτα μα και μέρα μη σου πω. Και τώρα, να είναι αναγκασμένοι νυχτιάτικα να το διασχίσουν. Γινόταν αλλιώς; Αν το παιδί το είχαν αρπάξει αερικά, πού θα το πήγαιναν; ΕΚΕΙ  ΔΕΝ  ΘΑ  ΤΟ  ΠΗΓΑΙΝΑΝ  ΝΑ ΤΟ  ΞΕΚΑΝΟΥΝ; ΜΠΡ μπρ μπρ…

Είχαν εισχωρήσει πια στο δάσος, κοντά ο ένας στον άλλον, παίρνοντας κουράγιο από τη συντροφικότητα. Οι φωνές και οι εκκλήσεις τους για να ακουστούν από το χαμένο παιδί ήταν βέβαια γήινες, ουδεμία σχέση εχουσών με φαντάσματα, αερικά και κουραφέξαλα.

Ξάφνου, ο μικρός που ανεβασμένος στους ώμους του πατέρα του φαινόταν να το καταδιασκεδάζει, ακούγεται να φωνάζει δυνατά:

«Κωστήήήή βγες από την τρύπα σου, σε είδα. Μη κρύβεσαι άλλο, βρε κουτό,  κανένας δεν θα σε μαλώσει».

Ο πατέρας του κατεβάζοντάς τον από ψηλά τον ρωτάει έκπληκτος αλλά και με δέος: «Τι λες ρε συ Κωστή; Πού στην ευχή τον είδες τον συνονόματό σου μέσα σ’ αυτά τα μαύρα σκοτάδια;»

«Είναι εκεί σου λέω, πίσω από το δέντρο μέσα σε κείνα τα βάτα. Τον κρατάει στην αγκαλιά της η Μακώ η μαϊμουδίτσα του κυρ Παντελή και δεν μας αποκρίνεται γιατί φαίνεται να κοιμάται βαθιά, δεν μας ακούει».

Οι άνθρωποι γύρω, σαν σε χορό Αρχαίας τραγωδίας κάνουν έναν κλοιό σιγά σιγά γύρω από πατέρα και γιο, και χωρίς να μιλούν, ακούν τον διάλογό τους.

Όπως ήταν φυσικό κανένας δεν πίστευε λέξη απ’ ό, τι έλεγε ο μικρός αλλά οσμίζονταν ότι θα είχαν και με τούτον το μικρό, πρόβλημα ψυχολογικό. Μάλιστα, μερικοί πιο ευφάνταστοι, τροφοδοτώντας ακόμη περισσότερο το μυστήριο το διάχυτο στην ατμόσφαιρα, έλεγαν ότι σαφέστατα το παιδί το “πείραξαν” τα αόρατα πνεύματα των αδικοσκοτωμένων παλικαριών και άρχισε να του “σαλεύει”. Τώρα, γιατί “σάλεψε” μόνο το μυαλό ενός τετράχρονου αγοριού που δεν ήξερε το ίδιο τι εστί αερικό και φάντασμα και δεισιδαιμονία, τι να πω, δεν ξέρω.

Άφησαν λοιπόν το ψάξιμο και το σκοπό για τον οποίο μετά φόβου Θεού είχαν μπει στο στοιχειωμένο δάσος και καθένας ρωτούσε τον Κωστή την δικιά του παράξενη ερώτηση. Αποτέλεσμα το παιδί τώρα να τα παίξει στ’ αλήθεια. Δεν καταλάβαινε το μικρό, πού έβλεπαν τα μυστήρια και τα παράξενα. Τρομαγμένο, πιάνει το χέρι του πατέρα του και προχωρώντας υποδεικνύει στους χωριανούς να προσέχουν το σημείο που περνούσαν λέγοντας:

«Όχι από κει, προσέξτε. Υπάρχουν αλεπουδοπαγίδες και γι’ αυτό η Μακώ δεν έρχεται κοντά μας, φοβάται».

«Μα τι λες βρε αγόρι μου; Πού τις είδες τις παγίδες; Εγώ δεν βλέπω Χριστό».

«Αντίθετα, εγώ βλέπω σαν να είναι ΜΕΡΑ. Τι δηλαδή καλέ πατέρα, εσύ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ;»

Ο δύστυχος πατέρας ένιωθε το μυαλό του να σαλεύει: “Πάει το αγόρι μου, το χάνω” σκεπτόταν.

Εντωμεταξύ, ο μικρούλης χωρίς στα χέρια του φακούς, χωρίς φανάρια και πυρσούς, τους οδηγεί από ένα στενό ξέφωτο ολίγων τετραγωνικών προς μια λόχμη πυκνή, λίγα μέτρα πιο κει. Οι χωριανοί, με ό, τι φωτιστικό μέσον διέθεταν, φώτισαν το μέρος που τους υπέδειξε ο μικρός. Δεν ήλπιζαν και πολύ, αλλά δεν ξέρεις καμιά φορά. Τι είχαν να χάσουν;

Και Θεέ και Κύριε, βλέπουν να γυαλίζουν τα μάτια της μαϊμούς που τους κοιτούσε τρομαγμένη και όντως στην αγκαλιά της κρατούσε τον κοιμισμένο Κωστή.

Ο πατέρας του, τρελός από χαρά, παίρνει το παιδάκι του από την αγκαλιά του ζώου που με νοήματα προσπαθούσε να πει ότι το παιδί ήταν άρρωστο. Πράγματι το παιδί έκαιγε από τον πυρετό μα μικρό το κακό. Σημασία είχε ότι ο μικρούλης βρέθηκε, ότι δεν ήταν τραυματισμένος και Θεέ μου δεν ήταν νεκρός… Το πώς και το γιατί βρέθηκε το παιδί με τη μαϊμού στο δάσος που οι άνθρωποι απέφευγαν, δεν ήταν ώρα να το εξετάσουν. Πάντως, σαν πρώτη εντύπωση υπέθεσαν ότι ο μικρός και η μαϊμού παίζοντας θα έφτασαν μέχρι εκεί, η μαϊμού πανευτυχής γιατί βρισκόταν στο στοιχείο της. Μα ο μικρός αρρώστησε και ίσως να ήταν ανήμπορος να περπατήσει και η μαϊμουδίτσα το κράτησε στην αγκαλιά της προστατεύοντάς τον.

 Όταν συνερχόταν το παιδί θα μάθαιναν πιο πολλά…

Ο πατέρας του άλλου Κωστή τώρα, του γαλαζομάτη, ναι μεν χαρούμενος που βρέθηκε το παιδί, αλλά βαθύτατα προβληματισμένος με το δικό του το βλαστάρι. Πώς ήταν ανθρωπίνως δυνατόν μέσα στο έρεβος της νύχτας να έχει ΔΕΙ την Μακώ και χωρίς να έχει καν πλησιάσει, να πει ότι το χαμένο μικρό κοιμάται βαθιά; Τι ήταν; Κουκουβάγια; Μα και κουκουβάγιας μάτια να είχε αυτά βλέπουν ΜΟΝΟ τη νύχτα όχι και την ημέρα με την ίδια δυνατή όραση. Διαπίστωσε ότι το παιδί όχι μόνον έβλεπε με το φως των αστεριών, αλλά και χωρίς ούτε αυτών το φως, αφού τα βαθύσκιωτα πεύκα του δασυλλίου έκρυβαν φεγγάρια και αστέρια.

Βαθύτατα αγχωμένος μεν αλλά δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στα άγχη και τις φοβίες του την ώρα αυτή. Θα ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα του και θα έπαιρνε το πρώτο αυτοκίνητο για την Θες/ νίκη να δει το παιδί ένας ονομαστός παιδίατρος που ήταν γέννημα θρέμμα του χωριού τους για τον οποίον οι συγχωριανοί ήταν όλοι υπερήφανοι.

Σηκώθηκε ο Γιωργής πριν ακόμη φέξει. Απορημένη η σύζυγός του τον ρωτά: «Τι σ’ έπιασε Χριστιανέ μου να σηκωθείς με τον Αυγερινό και να πάρεις τους δρόμους και τα ταξίδια; Δηλαδή, αν παίρναμε το δεύτερο αυτοκίνητο (και λέω “παίρναμε”, γιατί θα  έρθω και ‘γω μαζί σας δεν μπορώ να μείνω και να χω την έγνοια του μωρού) η δουλειά που μού είπες ότι έχεις στην Σαλονίκη θα πάψει να υπάρχει; Γιωργή να το ξέρεις, μεγαλώνεις και τα άγχη σου μεγαλώνουν κι’ αυτά, αλλά πιο γρήγορα. Μία μέρα ζωής σου, ας πούμε, δύο τα άγχη σου, δυο μέρες ζωής σου έξη τα άγχη σου, τρείς μέρες…»

«Καλά καλά σταμάτα Μαριγώ την αριθμητική, θα σου πω. Πρέπει να δει το παιδί μας ο Νικόλας ο γιατρός μας. Κοντεύει φαντάρος να πάει και ακόμη δεν τον έχει δει. Τι θα λέει ο άνθρωπος;»

«Αναρωτιέσαι τι θα λέει ο Νικόλας; Θα λέει πολύ απλά ότι ο Κωστής ο διάδοχος του θρόνου του Γιωργή Γεωργίου, είναι ένα παιδί υγιέστατο που δεν έχει την ανάγκη του. Άσε λοιπόν τις κουτοπονηριές τις χωριάτικες και λέγε μου γιατί αυτή η πρεμούρα να πάμε στο γιατρό; Τι συμβαίνει άντρα μου;»

Έτσι ο Γιωργής αναγκάστηκε να εξομολογηθεί στην συμβία του, την απορία του να την πει; Τους φόβους του να τους πει; για τις παραξενιές τις αφύσικες της όρασης του παιδιού τους. Μιας όρασης που ήταν… παντός καιρού! Που σημαίνει: Ήταν νύχτα; EΒΛΕΠΕ. Ήταν μέρα; έβλεπε όπως όλοι. Το διαπίστωσε δε χθες τη νύχτα που έψαχναν για το χαμένο παιδί.

Η γυναίκα του Γιωργή, μια χωριάτισσα δυναμική, και ξύπνια, σαν να μην κατάλαβε κατ’ αρχάς αυτήν την διαπιστωμένη ιδιαιτερότητα του παιδιού της και κοίταζε τον άντρα της χωρίς να συνειδητοποιεί το τι της έλεγε.

«Και πού ‘ναι το κακό βρε Γιωργή μου; Ίσα ίσα το παιδί μας μ’ αυτά τα πανέμορφα ματάκια του βλέπει πιο καλά απ’ όλους μας. Κακό είναι τούτο;»

«Μα βρε γυναίκα καταλαβαίνεις τι σου λέω για όχι; Και της διηγήθηκε λεπτομερώς τα χθεσινό βραδινά. «Βρε βλέπει στα ολοσκότεινα σου λέω. Και να ‘ταν μόνο αυτό; Μα βλέπει και πράγματα που ούτε τη μέρα δεν θωρεί σωστό ανθρώπου μάτι…»

«Είδες τι είπες Γιωργή; Είπες “ένα σωστό μάτι”. Όμως για δύο μάτια υπέροχα σαν αυτά του Κωστή μας είναι αλλιώς. Ε;» είπε η κυρά Γιώργαινα κάπως προβληματισμένη.

«Τς Τς Τς. Γελάσαμε με το αστείο σου μαρί Γιώργαινα. Λοιπόν είπα και λάλησα. Είναι η ώρα πέντε το ξημέρωμα. Στις έξη ούλοι μας στη στάση του λεωφορείου. Φτιάξε λίγο καφέ, πάρε και καναδυό κουλουράκια και το πρωινό μας το παίρνουμε μέσα στο αυτοκίνητο. Άιντα, μη χάνουμε χρόνο».

΄Ετσι το πήγαν το παιδί στον σπουδαίο γιατρό, το γέννημα και θρέμμα και καμάρι του χωριού τους.

Για να μην τα πολυλογούμε, τα πράγματα ακολούθησαν μιαν ιατρική έρευνα που δεν ήταν καθόλου απλή ή απλοϊκή όπως την είχε χαρακτηρίσει η κυρά Γιώργαινα (Mα καλά. Η γυναίκα αυτή δικό  της όνομα δεν είχε; Γιώργαινα τη βάφτισε ο παπάς; Τέτοια πια αλλοτρίωση της προσωπικότητας υπό την ομπρέλα του συζυγικού ονόματος εν σωτηρίω έτει 2015; Οι συνήθειες των χωριών μας, όσα απ’ αυτά έμειναν να κατοικούνται, δεν άλλαξαν καθόλου;)

Και άρχισε ένα περίεργο τρέξιμο από ιατρική ειδικότητα σε ειδικότητα και δεν συμμαζεύεται, αρχής γενομένης από τον φημισμένο οφθαλμίατρο. Ο οποίος φίλος γιατρός διέγνωσε ότι τα μάτια του παιδιού όχι μόνον δεν είχαν το παραμικρό κουσούρι αλλά ήταν τόσο τέλεια που για τέτοια τελειότητα δεν θυμάται να είχε ποτέ διδαχτεί ή διαβάσει στα άπειρα ιατρικά συγγράμματα ελληνικά ή ξένα.

Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ναι μεν δεν υπήρχε πρόβλημα, αλλά τέτοια όραση ξέφευγε από τα όρια του φυσιολογικού. Αφύσικα τέλεια δηλαδή. Συνέστησε δε στους γονείς να το πάνε το παιδί στην Αίγυπτο να το δει ένας διάσημος δάσκαλος οφθαλμίατρος και ό, τι τους πει αυτός αυτό και να κάνουν.

Και ο χορός της ιατρικής αφαίμαξης (χρηματικής θέλαμε να πούμε) άρχισε και προβλεπόταν ότι καλά θα κρατούσε.

Και πήγαν στον Αιγύπτιο. Και επειδή μία τάση μυστικιστική την είχε ο άνθρωπος αυτός άσχετα μα την επιστημοσύνη του και τις περγαμηνές και τα βραβεία του, είπε στους γονείς κατάμουτρα ότι τα μάτια του παιδιού τους δεν ήταν του κόσμου τούτου (ποιανού κόσμου τότε γιατρέ;) και να πάνε σε έναν Ινδό ειδικό που γιάτρευε πάσα νόσο και πάσα μαλακία… (σημ. δηλαδή σαν και σένα γιατρέ κατά το δεύτερον σκέλος της γιατρειάς!!!)

Και ο Γιωργής τι να κάνει; Πούλησε ένα χωραφάκι του, πούλησε τον γαϊδαράκο του το Μανωλιό, πήρε και κάτι δανεικά από συγχωριανούς του και ξεκίνησε για τις Ινδίες. Α, ναι. ΧΩΡΙΣ τη Γιώργαινα προς εξοικονόμηση και περιορισμό εξόδων. Είπε και λάλησε και κουβέντα άλλη δεν σήκωνε.

Και πήγαν.

Ο Γκουρού εξέτασε τον μικρό, δεν του βρήκε πάθηση καμιά και για να δικαιολογήσει την υπέρογκη αμοιβή του, είπε να κάνει και ένα πείραμα.

Έκλεισε ερμητικά πορτοπαράθυρα, άναψε μόνον ένα μυρωδάτο μεγάλο κερί και πριν το σβήσει και αυτό,  είπε στον τετράχρονο με παντομίμα: «Το βλέπεις αυτό το δαχτυλίδι; Θα το κρύψω κάπου εδώ μέσα και εσύ θέλω να μου το βρεις».

Κτύπησε το μικρό στην πλάτη φιλικά και σβήνοντας το μεθυστικό κερί του περίμενε να δει τι θα κάνει το ελληνόπουλο.

Ήταν τόσο πυκνό το σκοτάδι που είχες την αίσθηση ότι μπορούσες να το κόψεις με ένα μαχαίρι φέτα, φέτα, σαν το καρβέλι το ψωμί. Όχι κουκουβάγια μπορούσε εκεί μέσα να δει ακόμη και ογκώδη αντικείμενα, αλλά ίσως ούτε  και ακτίνες Χ μπορούσαν να το διαπεράσουν.

Πούντο, πούντο το δακτυλίδι;

Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις…: «Νάτο το δακτυλίδι σου Ινδέ που νόμιζες ότι δεν θα το βρω (σημ. Απορία του μικρού αγοριού, “παίζουν και οι γέροι Ινδοί σε τούτη τη μεγάλη χώρα το γνωστό παιδικό παιχνίδι;”)!!!

Ο Ινδός, –να’ ναι καλά Ο Βουδιστής,- είπε δια του διερμηνέως βέβαια: «Δεν σου παίρνω χρήματα φίλε μου. Εγώ θα πρέπει να πληρώσω, γιατί ο γιος σου με δίδαξε κάτι. Ότι σ’ αυτήν την ηλικία που έφτασα, λάθος νόμιζα ότι γνώριζα πολλά, δεν ξέρω τελικά, παρά λίγα, πολύ λίγα από αυτά που κρύβει η Φύση.

Άμε στο καλό και άκου τη συμβουλή μου. Σε κανέναν άλλο γιατρό μην το πας το παιδί σου. Αφού τα μάτια του γιου σου στράβωσαν με τη λάμψη την ακτινοβολία τους τα δικά μου τα πολύξερα μάτια το ίδιο θα κάνουν και στους άλλους συναδέλφους μου. Σίγουρα. Στο κάτω-κάτω προτέρημα είναι. Πού το βρίσκεις το κακό;»

Και άφησαν την Ασία πατέρας και γιος και λαθρεπιβάτες σ’ ένα πλοίο ξεκίνησαν για την Αμερική, την Γη της Επαγγελίας. Ποιος να του είχε πει του Γιωργή άραγε ότι εκεί θα εύρισκαν τον τρόπο να του εξηγήσουν τα ανεξήγητα; Να σας πω. Η αλήθεια είναι ότι του Γιωργή του άρεσε μέχρι τρέλας να διαβάζει για μυστήρια, για εξωγήινους, για U.F.O. και τέτοια. Φαίνεται λοιπόν -αυτήν την εξήγηση έδωσε ο ίδιος- ότι τα εξωγήινα αυτά όντα που κάνουν την εμφάνισή τους στις U.S.A. περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη γη θα βρουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί του (αν όπως υποπτευόταν, ο μικρός Κωστής ήταν ένας από αυτούς) και να του εξηγήσουν αυτά που κανένας γιατρός ανά τον κόσμο, διάσημος ή μη, δεν μπορούσε να του δικαιολογήσει. Σύμφωνοι. Μπορεί το παιδί του να μην κινδύνευε από κάτι σπάνιο αλλά καλό δεν θα ήταν να μάθει αν ήταν παιδί ΔΙΚΟ του ή μήπως η κυρά Γιώργαινα του έκρυβε κάποιο μυστικό εξ’ ου και η ψυχραιμία της όταν της ανακοίνωσε την ιδιαιτερότητα του Κωστή;

“Α, όχι καλή μου γυναίκα. Εμ κερατάς αλλά και με όντα πέραν του κόσμου τούτου;” Δεν το χωρούσε το μυαλό του.

Από τη στιγμή που η υποψία αυτή πέρασε από το μυαλό του, ο Γιωργής έγινε άλλος άνθρωπος. Σε κανέναν τίποτα δεν είπε, παρά μόνο στο γιο του, που αν και νήπιο είχε και μυαλό ξουράφι που λένε. Του είπε λοιπόν:

«Κωστή μου άκου. Θα σου μιλήσω αντρίκια και σταράτα. Το ότι βλέπεις και τη νύχτα σαν δεκαοκτούρα (κουκουβάγια) δεν είναι καθόλου φυσιολογικό. Θα ήταν, αν ήσουν ας πούμε ένας σούπερμαν, αν είχες έρθει όπως και αυτός από άλλον πλανήτη του ουρανού πιο προηγμένο από τον δικό μας, αν…»

«Σταμάτα πατέρα και μη λες βλακείες. Αν είχε γίνει αυτό, δεν θα το γνωρίζατε η μάνα και συ; Ή μήπως το ξέρετε και δεν είπατε λέξη; Για λέγε για λέγε…»

«Τι λες ρε τσόγλανε που θα με ειρωνευτείς; Σου λέω τον πόνο μου, τις υποψίες μου και ξέροντας ότι είσαι ένα έξυπνο παιδί δεν περίμενα από σένα να με πάρεις στο μεζέ…».

«Μα είναι να μη σε πάρω μωρέ; Τι κάθεσαι τώρα και μου αραδιάζεις; Για πες μου, το δίχρονο κινεζάκι που είδαμε στην T.V., να παίζει βιολί σαν τον  γείτονα του θείου Τρύφωνα στην Αθήνα τον σπουδαίο Καβάκο, τι είναι; Ή το άλλο το δίχρονο επίσης, που διευθύνει ολόκληρη Ορχήστρα; Ήρθαν και αυτά από άλλο πλανήτη; Απλά έτυχε τα μάτια μου να είναι τέλεια καθώς φαίνεται αφού τα δικά σας βλέπουν αλλιώς. Κάνει και ο Θεός τις πλάκες του πού και πού με τους ανθρώπους φτιάχνοντας κάτι πιο τέλειο από τα άλλα Του πλάσματα. Μα να σου πω κάτι; Κουράστηκα. Θέλω να γυρίσουμε στο χωριό μας, να πάω στο νηπιαγωγείο μου που έχω κάνει του κόσμου τις απουσίες».

Ο Γιωργής τον κοίταξε σκεφτικός και μέσα του συμφώνησε ότι μάλλον ο μικρός είχε δίκιο. Και ένιωσε ένα βάρος να ξεπλακώνει το στήθος του. Τι ήρθε να κάνει στην Αμερική; Σιγά μη και οι εξωγήινοι θα τον επισκέπτονταν διαβάζοντας την σκέψη του και τις επιθυμίες του για γνώση. Ποιος ήταν ο Γιωργής, ο Ομπάμα ή ο Μπους που τους είδανε να μιλούν σε συγκεντρώσεις και πίσω τους στο φόντο αχνοφαίνονταν μυστηριώδη όντα όχι του κόσμου τούτου; (σημ. φωτογραφίες από το διαδίκτυο).

Και επιτέλους “προσγειώθηκε” για τα καλά και πριν του στρίψει ολότελα τα μάζεψε, πήγε στην Ελληνική Πρεσβεία και ζήτησε να τον βοηθήσουν να επαναπατριστεί.

Ο Πρέσβης, άνθρωπος με κατανόηση και πατριώτης αφού άκουσε την ιστορία του και εντυπωσιάστηκε τον ξαπέστειλε ευγενικά στο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής να δώσει η εκκλησία τον οβολό της σ’ αυτούς τους δύο συμπατριώτες με την απίστευτη ιστορία και να φύγουν για Ελλάδα πριν τους πάρει μυρουδιά η αστυνομία πως ήταν εκεί χωρίς χαρτιά και άδειες και γνωρίσουν την φιλοξενία των Αμερικάνικων φυλακών…

Ο παπάς, που κι’ αν δεν είχαν δει τα μάτια του και ακούσει παράξενα στη ζωή του, ένιωθε ότι αυτό εδώ έχρηζε ιδιαίτερης μεταχείρισης μεν αλλά και δεν θα αποτελούσε και το κορυφαίο του μέλημα στις δύσκολες ώρες που περνούσε η Πατρίδα τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών της.

Τους έδωσε λοιπόν τα ναύλα και πολλές πολλές ευχές μα και χαιρετισμούς στο Ελλάντα, έστειλε να φωνάξουν έναν παρατρεχάμενο ψυχογιό να τους πάει μέχρι το αεροδρόμιο. Φοβούμενος ίσως μη και το μετανιώσουν και γυρίσουν πάλι πίσω…

Έτσι, πατέρας και γιος επέστρεψαν οίκαδε, χωρίς βέβαια να έχουν φωτιστεί περισσότερο.

Ούτε τη μεγαλοφυΐα του δίχρονου βιολιστή ή του άλλου δίχρονου μαέστρου, ούτε την ευφυΐα του φοιτητή Ελληνικής καταγωγής που έλυσε την άλυτη για δεκαετίες μαθηματική εξίσωση ούτε κανενός παιδιού από τα λεγόμενα “παιδιά θαύματα” μπόρεσαν ποτέ οι ειδικοί να ερμηνεύσουν.

Ας πω κάτι εγώ που γράφω την ιστορία αυτή: Ποτέ μου δεν ζήλεψα κάποιο απ’ αυτά τα περίεργα αξιοθαύμαστα πλάσματα. Η απόλυτη τελειότητα με κουράζει. Ο άνθρωπος είναι μια θαυμάσια μηχανή προγραμματισμένη όμως να παθαίνει βλάβες. Και η ουσία εκεί έγκειται. Στην προσπάθεια που καταβάλει να βρει τρόπους βελτίωσης ή θεραπείας των.

Θα μου πείτε “και σιγά την μεγάλη σοφία που μας λες”.

Ναι ε; Kαι τι είναι ΣΟΦΙΑ; Tι είναι οι ΣΟΦΟΙ; Αναμασούν τις εξυπνάδες που λέει ο λαός αλλά το κάνουν με Πνεύμα και περί διαγραμμάτων. Και όσο δυσκολότερα ακούγονται τα λόγια τους τόσο ως πιο σοφά αξιολογούνται!

Έτσι, όταν π.χ. λέει η κυρά Γιώργαινα κάτι το έξυπνο, ο Σοφός θα πει ακριβώς το ίδιο με τα περισπούδαστα λόγια του και θα κερδίσει την ΑΘΑΝΑΣΙΑ ανά τις χιλιετίες!!!…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη