“Πακού”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Άραγε, τι ώρα να ήταν; Είχε ξημερώσει ο Θεός τη μέρα ή θα σηκωνόταν πάλι να περιμένει; Έξω θα ακούγονταν με τη σειρά μακρινά κακαρίσματα πετεινών, να μετράνε ποιος ξέρει πώς και με ποια συνέχεια τον χρόνο και τη ζωή, άραγε θα υπήρχε κάπου ένας πετεινός να πέθανε πλήρης ημερών καθώς λένε για τους ανθρώπους; Ύστερα το βουητό ενός αεροπλάνου να σκίζει την ησυχία του ουρανού, ξανά πάλι ο πετεινός, ενοχλημένος που δεν ακούστηκε αρκετά ηχηρά το ξύπνημά του, να ξυπνήσει ποιος; Εκείνη ήταν, ήδη, εκεί, καθισμένη στην κουζίνα με φόντο τα ντουλάπια, τις πλυμένες κατσαρόλες που περίμεναν υπομονετικά επάνω στην κουζίνα, την καφετιέρα, τα άπλυτα πιάτα από το χθεσινό βραδινό…

Ψεύτικες οι σιωπές των ανθρώπων… Κι όταν με τα βλέφαρα κλειστά, παραδίνονται στα όνειρα και  ο χρόνος νομίζεις πως σταματάει, η ζωή συνεχίζει ν’ ακούγεται… Εκείνοι σβήνουν τα φώτα…

Στο μυαλό άρχισαν να στριφογυρίζουν πακτωμένες ειδήσεις, έγνοιες, εικόνες και κινήσεις που έμειναν ανεπεξέργαστες στην άκρη του. Μαζί με μια καινούρια βεβαιότητα. Καθώς μεγαλώνουν τα ζευγάρια, γυρίσουν ν’ αγκαλιάσουν το κενό απ’ το σώμα που λίγο πριν  ήταν εκεί, προτιμούν τη φαντασία, τους βολεύει το άπιαστο, ή το μυρωδάτο κενό… Το γεμίζουν εκείνοι με ότι θέλουν. Όση ώρα ήταν εκεί, ακουμπούσαν αυτόν τον τεράστιο αδιόρατο τοίχο. Πώς χτίζονται τόσο ψηλοί, με πρόσχημα την αγάπη και δικαιολογία τη συντροφικότητα;

6:45. Στον ουρανό είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται η υπόσχεση του Θεού. Στη λεμονιά πετούσαν μ’ ένα κοφτό κελάηδισμα  τα πρώτα  πουλιά της μέρας.

«Και είπεν ο Θεός, εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γής κατά το στερέωμα του ουρανού» (Γεν. α΄ 20.)

Ήταν Οκτώβρης. Τα χελιδόνια δεν είχαν πάρει, ακόμη, τη μεγάλη απόφαση της φυγής. Δεν έχουν εθνικότητα τα χελιδόνια, άλλος τ’ ορίζει. Όταν όμως έρθει η ώρα, όλη η φαμίλια μαζί θα πετάξει μακριά. Δεν θ’ αφήσει η χελιδομάνα το παιδί της πίσω γιατί δεν μπορεί να το θρέψει.

Αυτό είναι, αποκλειστικά, ανθρώπινο εύρημα. Χτυπάει, κάποια στιγμή το καμπανάκι της δημιουργίας κι ύστερα το δημιούργημα κάθεται στ’ αζήτητα. Στα συγγνώμη, δεν μπορώ να συντηρήσω. Στο, κράτα το μου εσύ λιγάκι και θα γυρίσω να το πάρω. Σηκώνω, μωρέ, πολλά. Ν’ αφήσω και τις πατάτες και τ΄ αχλάδια; Πάω να ψωνίσω και σταφύλια κι έρχομαι…

Κι έτσι μένουν νεογέννητα ανθρωπάκια, να μοιράζονται κούνιες δυο-δυο, φορεμένα δανεικά φορμάκια φθαρμένα, πάνες με οικονομία, κλάματα, άλλοτε παρασυρμένα από το διπλανό τους, άλλοτε από το ασυνείδητο παράπονο της εγκατάλειψης, άλλοτε πάλι από αυτήν τη θάλασσα που φουντώνει μέσα τους για στοργή ΤΩΡΑ, για ένα άγγιγμα αγάπης.

Και το πρόσχημα, η φτώχεια! Ή στο επιστημονικότερο και αποδείξιμο στατιστικά, η ανεργία. Θαρρείς οι φτωχοί παύουν να αγαπούν, να έχουν όνειρα, να παλεύουν, να ελπίζουν, να αξιώνονται, να απαιτούν από τη ζωή το κομμάτι που τους ανήκει…

Όχι, η φτώχεια δεν είναι ντροπή. Ούτε δικαιολογία. Δεν είναι ευκαιρία. Για τον πλούσιο να ελεήσει και να σιγουρέψει θέση στον παράδεισο του μυαλού του. Ούτε για τον φτωχό να κάνει εκπτώσεις κι αναζητήσεις πλασματικών προσφορών.

Ο άνθρωπος είναι η αξία του, πέρα από έχεια. Τουλάχιστον έτσι τον έπλασε ο Θεός. Άλλο τι βήματα πορεύτηκε εκείνος…

Προσχήματα. Πίσω από πρόχειρες, φθηνές δικαιολογίες κρύβουμε το αληθινό μας πρόσωπο τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι. Τι σπάνιο είδος! Με ποσοστό υψηλότερο ανάμεσα σε όλα τα θηλαστικά στην επιθετικότητα χωρίς λόγο, προικισμένοι με ικανότητα σκέψης, βούλησης και λόγου, διαλέγουμε την ευκολότερη διαδρομή. Την πιο βολική λύση!

Σε συνθήκες πολέμου, ποια μάνα εγκατέλειψε ποτέ το παιδί της; Σε ειρήνη, ένας αποτρόπαιος πόλεμος συντελείται, για τον οποίο δεν μιλάει κανείς. Η ζωή μπορεί να προχωράει, χουχουλιασμένη, παραπονιάρα στην μέτρια ζεστασιά της, μια και το κλάμα πνίγεται μέσα στην νύχτα και στο τέλος σε νανουρίζει κι αφήνεσαι…

*

Η Πακού, κοίταξε έξω. Το φως έμπαινε ανερώτητα μέσα στο σπίτι.

8:31 κι ο κόκορας συνέχιζε να φωνάζει, ποιαν ώρα και για ποιαν ανάγκη;

Το όνομά της ήταν ασυνήθιστο κι όλοι όταν τη γνώριζαν την ρωτούσαν από πού καταγόταν.

Παράξενο όνομα στ’ αλήθεια! Υπακοή την είχε βαφτίσει ο παππάς. Είχε κοπεί όμως και την φώναζαν όπως τη γιαγιά της. Ανυπάκουες, όμως, στ’ αλήθεια κι οι δυο τους. Όχι από γονίδιο η ομοιότητα! Προσωπική επιλογή.

Κόντρα στο ρεύμα των καιρών! Η γιαγιά σηκωνόταν κι εκείνη αξημέρωτα  κι έπιανε να φροντίζει τις λιγοστές μικρές δουλειές της μέρας. Έτσι που ήταν κι αθόρυβη, δεν ξυπνούσε κανέναν. Ίσιωνε το φουρκετάκι στα καλοχτενισμένα της μαλλιά, έκανε το σταυρό της κι άρχιζε…

Να φτιάξει το τσαγάκι της, να βουτήξει το παξιμαδάκι, με κινήσεις τέλειες μέσα στην απλότητά τους, τόσο ολοκληρωμένες και σίγουρες, τόσο φροντισμένες και αυτόνομες, που η ζωή έβρισκε πάτημα και απάγκιο στο μυαλό της εγγονής της, μετά από χρόνια.

Η Πακού, έκρυβε μια ευαίσθητη ψυχούλα πίσω από τα μεγάλα της μάτια που κοίταζαν τις πιο πολλές φορές με θυμό, ενώ βαθιά μέσα τους λίμναζε η απορία, ένα, γιατί τώρα αυτό έτσι;…

Την μάνα της την είχε πρήξει απ’ τα μικράτα της. Άστομο παιδί, φοβιτσιάρικο τις νύχτες,  χωνόταν στα κατωπόδαρα του κρεβατιού των γονιών της κι έτσι, μικροσκοπική καθώς ήταν, μπορούσε να χορταίνει μυρωδιά, ζεστασιά και ασφάλεια. Ύστερα, στο δημοτικό, λιγοστές παρέες, κάτι το μικρότερο της ηλικίας, τα κοτσίδια στα μαλλιά, η αίσθηση του αταίριαστου, όλα μαζί σε ένα, έμαθαν την Πακού πως με το να διαφέρεις, οφείλεις να σκέπτεσαι. Να μπορείς να είσαι σίγουρος γιατί και πως δεν πηγαίνεις με τα πρόβατα, ούτε καν  αρχηγός τους. Ψευδαίσθηση κι αυτή! Χαρά το πρώτο πρόβατο και πιο μπροστά απ’ αυτό ένα κριάρι. Και πίσω και στα πλαϊνά, σκυλιά και να γαβγίζουν!

Είχε, λοιπόν, μια δική της διάταξη για τα πράγματα. Είχε συνείδηση, πια, πως δεν ακολουθούσε τη σειρά των πραγμάτων. Όταν ντυνόταν, από παιδί, φορούσε πρώτα κάλτσες και παπούτσια. Άλλο που έπρεπε πάλι να τα βγάλει για να φορέσει το παντελόνι της. Είχε εκείνη σιγουρέψει το πάτημά της στη ζωή; Τι κι αν ήταν μισοντυμένη;

Άστατη φύση. Με κοντό μαλλί αγορίστικο την εποχή των ερώτων. Με μακρύ ν’ ανεμίζει στην εμμηνόπαυση!

Ένα μικρό αταίριαστο γιατί μέσα στο τυχαίο του κόσμου.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη