«Πέντε αδημοσίευτα φθινοπωρινά ποιήματα», του Χρήστου Νιάρου

Φθινοπωρινά

 

Όλα τα επίκαιρα μιας μέρας του Σεπτέμβρη,

ήταν τόσο αφηρημένα σαν όνειρα χωρίς σκιά καλοκαιριού,

έτσι μου φανήκανε στις πόλεις τα στενά να περιφέρονται

και οι σκαλωσιές των Κισσών στους τοίχους,

μια ακόμη οθόνη των ματιών,

δεν ήταν η σκάλα τους για των αρετών τα νέα,

τζάμια φυλλοβόλα τρέμανε από την σιωπή

και τα αδιαπραγμάτευτα του σώματος βιώματα ένα-ένα ντύνανε

την έξοδο τις νύχτες,

ανεπίκαιρα στων βηματισμών μου οι σιωπές τους,

στα απλωμένα σου ρούχα στην αυλή με βγάλανε,

περιμένανε και αυτά ένα ήλιο σαν φεγγάρι να ξεμυτίσει,

στο επόμενο φανάρι

το κόκκινο των αισθήσεων έχει ποτιστεί

με τόσες επιθυμίες και τα ομοιώματα των ονείρων

φτιάχνουν ιστορίες καλοκαιριού στο όρθιο των φιλιών μας,

λόγια αειθαλή στην ώχρα του δέρματος καρπίζουν αλλιώς

τώρα που μικραίνουν οι μέρες,

και η μυγδαλιά που φυτέψαμε στην άκρη του κήπου

σε μια ακόμη χαρτογραφία φήμης της αλλά και παραλλήλων αναπνοών

μας τράβηξε την προσοχή των πουλιών,

και αυτά σε μια επιστροφή από δρόμους καλοκαιρινούς

μια φωλιά θέλουν,

επιθυμίες και αταξίδευτα της στιγμής αυτής

στα ακαριαία της πτώσης μας στο χώμα του φθινοπώρου,

μυρίζανε τα δευτερόλεπτα των λέξεων πιο ωμά,

μα δεν δειλιάσαμε, δεν φοβηθήκαμε,

μαζί  τον καιρό τους έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς

αλλά στην αλφαβήτα της νύχτας,

στην καλύτερη εκδοχή της,

φύλλο και φτερό τα φωνήεντα τα φιλέψαμε φιλιά,

φωναχτά, κατά τα φαινόμενα, φιλτράραμε την φαντασία των φερειπείν μας,

ενδεχομένως δεν στεγνώσαμε,

και τότε ένα ακόμη δοξάρι των αγέρηδων,

του Φλοίσβου φτέρνισμα,

έπαιξε στο φως του κεριού που ανάψαμε ή το ξεχάσαμε αναμμένο

την κάθε μας τελεία και παύλα,

φωτογραφίες σχεδόν στο κίτρινο χρώμα

αλλά και  τα φυλλοκάρδια μας συνδράμανε σε αυτό,

σβήνοντας τα φώτα όλα τα φθινόπωρα μοιάζανε.

 

 

 

Φθινοπωρινά του κρεβατιού, κάποια φι

 

Νυχτοήμερα φθινοπωρινά,

στην   μελωδία της εποχής,

ψίθυροι καλοκαιριού αταξίδευτα μας βρήκαν

κουρασμένους στο κρεβάτι,

τίποτε δεν περίσσευε στην αφή των δαχτύλων μας

να αγγίξει ή να μας ταξιδέψει,

όλα μοιάζουν στην φθορά τους

αφού κουβαλάς στις πλάτες σου τόσα φύλλα φθινοπώρου,

μα ο ωκεανός εδώ πιο κάτω μυρίζει

τη βροχή που έρχεται σαν φιλοξενία,

μερομήνια η άνοιξη εκεί έξω ονειρεύεται

και είναι απολύτως φυσιολογικό

να το φροντίσουμε και αυτό το κύμα,

είπες και είπα στην εποχή

να πάμε με τα χνώτα της,

μα πάντα υπάρχει ένα αλλιώς

και στα προσεχώς του η νύχτα η επόμενη

θα  φυλλομετρά χωρίς βάρος εννοείται,

με φιλιά δωματίου και με της ώρας φυγοπονίες,

φορώντας στο πι και φι

τα φθινοπωρινά της φτερουγίσματα,

στους φράχτες  όλες οι φυγές της,

πιο πέρα και από τις φυλλωσιές που φαίνονται

την φτάνουν.

 

 

Του καιρού και του εγώ

 

Στα χαμηλά βαρομετρικά του φθινοπώρου,

με το τι καιρό θα κάνει σήμερα,

μάταια ανεβάζει τον υδράργυρο των συζητήσεών μας,

ανακατεύοντας και το τσαγάκι στο σαλονάκι με το κουταλάκι

αργά, πολύ αργά,

μέσα στη νύχτα, μια δίψα στέγνωσε στο στόμα

και το σάλιο σου μια γουλιά ζητούσε για παρέα,

πιο νωρίς από όλα τα παραπάνω στα γραμματοκιβώτια,

όχι της μνήμης αλλά της πολυκατοικίας

γεμίσαν φύλλα  από δέντρα,

πρέπει να καταργηθούν, είπες, οι άνθρωποι κόβουν δέντρα

και γράμματα δεν γράφουν,

δεν ήρθε συστημένος ο φθινόπωρος

ούτε η καλοκαιριά στην πόρτα σου,

όλα είναι συνέχεια της εποχής και αυτό δεν αλλάζει,

είπες και σημείωσες,

σκόρπια τα γράμματα σου λοιπόν

ψάχνουν μια υγρασία της εποχής να τα αγγίξει,

στις κουβέντες και στις υδρορροές φύλλα μαζευτήκανε,

αυτά πρέπει να τα καθαρίσεις,

το είπε και το δελτίο καιρού,

το γράφει και ο καιρός του κινητού σου

και το φθινόπωρο στη δόξα του,

σου έστειλε όμως τόσα μηνύματα στην εσωστρέφειά σου,

κύματα τα κίτρινο καφέ της χρώματα,

βρίσκουν λιμάνι, είπες σιωπηλά,

αν και εποχιακά μαζεύονται τα νερά τους

γύρω γύρω σου,

κρυμμένους πόθους πανιά και αμμουδιές γίνονται,

δεν αλλάζουν οι εποχές και τα φθινόπωρα των ανθρώπων

μόνο επειδή το θέλει μόνο το καλοκαίρι σου,

χατίρια και κουμάντο εποχιακά επικοινωνούμε

και αν βρέχει δεν πουντιάζουν οι λέξεις μας από αυτό

και αν οι ηλιαχτίδες ξεπροβάλλουν κάποια στιγμή

ζωγραφιές στην πλάτη σου να αφήσουν,

δεν βγήκαν μόνο για το εγώ σου, πιο αφηρημένα,

το χαλάκι της κουζίνας δεν είναι το ίδιο

χαλάκι με των φύλλων που έπεσαν από τα δέντρα,

λεπτές οι διαφορές των φύλλων με τους φίλους,

φιλικά τα λέμε.

 

 

Πορείες εσωστρέφειας φθινοπώρου

 

Περπατώντας και περπατώντας,

νύχτες φθινοπωρινές

όνειρα  χειροπιαστά

σταμάτησαν και με κοίταξαν με παράπονο,

κλείνοντας και την ομπρέλα τους,

η μόνη μου επαφή με την πραγματική ζωή

είναι  οι βρόχινες σταγόνες που τινάζονται πίσω μου,

στο διάδρομο του σπιτιού.

 

 

Τέλος και αρχή φθινοπωρινής εποχής

 

Ανήκουμε σε άλλη εποχή και σε άλλο ημισφαίριο του χάρτη κατοικούμε,

στο φθινόπωρο που ανοίγετε μπροστά σου, είναι το δικό του  τέλος εδώ,

στο ενδιάμεσο των διαδρομών αυτών όταν συναντιόμαστε,

τα λόγια της απόστασης της χιλιομετρικής  μικραίνουν τον χρόνο,

όλα είναι εκδοχές του μυαλού και το τι είδε στο δρόμο του,

σε αναγνωρίζω με τα φύλλα της κληματαριάς που έχεις για ομπρέλα σου,

θα με καταλάβεις από τα μανουσάκια που κρατώ στα χέρια μου,

έτσι σε φανταζόμουνα, έτσι με άκουσες, κουβέντα την κουβέντα,

κάποια στιγμή θα κάνουμε ένα διάλειμμα σαν ανακωχή και σε αυτό

το πήγαινε έλα από ημισφαίριο σε ημισφαίριο

και στις εποχές που θα θέλουμε να κατοικήσουμε θα βγούμε,

τα όρια των δεδομένων του μυαλού και τους χάρτες της νοσταλγίας,

η φθινοπωρινή μου θλίψη θα μυρίζει την άνοιξη σου,

στα σωθικά μας οι υποσχέσεις που μας ντύνουν καθημερινά δεν έχουν εκπτώσεις,

ούτε εποχιακές σταγόνες αφηγήσεων στις βιτρίνες,

παρενθέσεις υπό τον ήχο τους τα βήματα μας έχουν μπερδέψει

και τις εποχές και όλα τους τα φρούτα και αυτά μπερδεμένα καρπίζουν,

μνήμες και νοτισμένα τζάμια της ψυχής βαραίνουν όπου γυρίζεις τα μάτια σου

οι εποχές μπερδεμένες και τόσες μοναξιές

το κουβάρι τους παραμύθια ψάχνει για να λύσει τα πανιά,

στα όνειρα των ημισφαιρίων συγκατοικούμε εδώ και χρόνια

και ο καθένας από μια διαδρομή,

είναι μια συνάντηση που δεν περιμένει να νυχτώσει για να κάνει την βόλτα του.

Από φύλλο σε φύλλο, τα φθινόπωρά μας σελίδες άγραφες

της μνήμης και των συναισθημάτων,

ζούνε τα πάντα των γεύσεων.

Εκεί, λοιπόν, θα συναντηθούμε,

χωρίς δώρα στα χέρια και αποσιωπητικά ιδρώτα.

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη