«Ο Μάγειρας, ο Λέρας κι ο Κοντός», ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου Κίσσα για τη λογοτεχνική δράση «Μένουμε σπίτι»

Η πόρτα χτύπησε δύο φορές. Ή μάλλον τρεις… Το χτύπημα στην ξύλινη πόρτα ήταν κάπως αβέβαιο, διστακτικό. Ναι, τρεις φορές. Σίγουρα τώρα.

«Ποιος στο διάλο… Τέτοια ώρα…» αναρωτήθηκε μασώντας με τσατίλα τα λόγια του ο Μάγειρας. Κι ύστερα άδραξε ανόρεχτα τη Beretta του, που πάντα την είχε τόσο κοντά του όσο έφτανε το χέρι του και σημαδεύοντας προς την πόρτα ρώτησε δυνατά:

«Ναι; Ποιός;»

«Εγώ ρε, να μπω;»

Ο Μάγειρας σήκωσε το φρύδι του και για δυο λεπτά λογάριασε τι του θύμιζε η διστακτική αντρική φωνή που μόλις άκουσε…

«Ω να σου γαμ…» Μουρμούρισε σκύβοντας το κεφάλι και χαμηλώνοντας την καραμπίνα προς το έδαφος.

«Τι θε, ρε;…» του απάντησε τελικά με άγριο ύφος.

«Έχεις τίποτα έτοιμο;» ρώτησε ο άλλος συνωμοτικά απ’ έξω.

«Τι!!! Ρε πας καθόλου καλά; Έμπα μη σου…» Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης πετάχτηκε ο Μάγειρας λες και τον είχε χτυπήσει ρεύμα, άπλωσε δυο δρασκελιές κι άνοιξε την πόρτα με φόρα. Μετά τσουβάλιασε κώλο-γιακά τον τύπο που στεκόταν απ’ έξω, τον πέταξε μέσα άρον άρον, έριξε δυο βιαστικές ματιές δεξιά κι αριστερά στο δρόμο κι έπειτα έκλεισε και σφάλισε από μέσα την πόρτα με ό,τι κλειδαριά είχε φορεμένη πάνω της.

Ο άλλος είχε σηκωθεί κι έστρωνε τα ρούχα του και τα μαλλιά του, κοιτάζοντας στα κλεφτά προς τη μεριά του Μάγειρα.

«Ρε, πόσες φορές σου ‘χω πει να μην τολμάς να ‘ρχεσαι άμα δεν το ‘χουμε μιλήσει πρώτα;» τον ρώτησε σφίγγοντας τα δόντια του, καθώς ακουμπούσε την Beretta στη μεριά της.

«Άμα δεν είχανε πάρει φωτιά τα μπατζάκια μου, δε θα ‘ρχόμουνα έτσι ρε, μα την αλήθεια σου λέω!» του απάντησε ο άλλος αλαφιασμένος.

«Σε πήρε κανένας από πίσω μωρέ μαλάκα;» ρώτησε σε πιο ήπιο τόνο τώρα ο Μάγειρας.

Παύση. Ο άλλος δεν απάντησε αμέσως, μόνο έμεινε και τον κοίταγε απορημένος.

«Φτου… το φελέκι μου… Ρε! Σε ακολούθησε κανείς ως εδώ, λέμε;» έριξε μετά τη διευκρίνιση.

«Α! Αυτό! Όχι ρε! Μα μ’ έχεις για τελείως;… Ούτε ψυχή! Που να μη σώσω να…»

«Λέρα!» τον έκοψε ο Μάγειρας. «Εσύ τραβάς απάνω σου τα καρφιά, όπως τα σκατά τις μύγες, ρε άχρηστε!» του είπε ο Μάγειρας κι έπειτα στάθηκε λίγο κι αφού το ξανασκέφτηκε έριξε πίσω το κεφάλι του και γέλασε τρανταχτά με το πετυχημένο που πέταξε στον Λέρα…

«Χα! Χα! Χα! Όπως τα… Χα! Χα!… Τις μύγες! Χα! Πώς τα λέω έτσι, ρε… Άμα έχω κέφια, όμως, ε;… Χα! Χα!…»

Μετά έκοψε απότομα, γύρισε στον Λέρα και συνέχισε με ύφος πολύ ξινισμένο:

«Μέχρι που ήρθες εσύ… Λέγε τι θες και την κανά… Καίγομαι σήμερα.»

«Μάγειρα, πρέπει να παραλάβω σήμερα. Αλλιώς ο Κοντός θα μου πάρει το κεφάλι!»

«Μωρ’ τι μας λες! Και χέστηκα κιόλας, μη σου πω εγώ! Ο Κοντός… Τι θέλει αυτός πάλι; Μας έχει γαμήσει στο μέσα, έχει πήξει το πράμα μας στη δουλειά, τι άλλο θέλει;»

«Μάγειρα, το προϊόν της προηγούμενης παρτίδας δεν ήτανε καλό. Μου είπε θέλει τη διπλή ποσότητα στην επόμενη παράδοση και μη σκεφτείς για φράγκο παραπάνω! Αλλιώς…»

«Αλλιώς τι, μωρέ μαλάκα; Θα με κάνει ντα; Ας κάνει ότι έρχεται! Τον φοβάμαι λες; Θα του ντρεσάρω δυο σφαλιάρες που θα ‘στράψει η μούρη του! Τς! Ο Κοντός… Και τι είχε δηλαδή το προϊόν και δεν ήτανε καλό, μην τα πάρω;»

«Ήτανε νερουλό.»

«Τι ήτανε λέει;»

«Νερουλό, ρε. Πλατς, πώς το λένε;»

«Ρε Λέρα, πού τα πουλάς αυτά; Νερουλό το πράμα του Μάγειρα; Δε λες καλύτερα πως το σούφρωσες για την πάρτη σου και τώρα κόβεσαι;»

Σιωπή. Οι δυο άντρες κοιταχτήκανε μεταξύ τους σαν να ήτανε έτοιμοι να μονομαχήσουν. Το μόνο που έλειπε από το σκηνικό ήτανε καουμπόικα καπέλα και δυο άλογα. Κατά τα άλλα, η τρώγλη που είχε για εργαστήρι και για σπίτι ο Μάγειρας, μια χαρά παράνομο αποστακτήριο του Far West θύμιζε. Στο βάθος ένας σκασμός γυάλινα δοχεία και δοκιμαστικοί σωλήνες, ένα καζάνι που σιγοέβραζε, πεταμένα πλαστικά μπουκαλάκια των 50 και των 75 ml, χλωρίνες και φωτιστικό μπλε οινόπνευμα σε μπιτόνια, μικρά σακιά με ποιος ξέρει τι μέσα… Σε μια άκρη άστρωτο ένα ράντσο και δίπλα ένα μικρό βρώμικο τραπέζι γεμάτο αποφάγια και ξερό ψωμί. Παρακεί μια παλιά πολυθρόνα και μια τηλεόραση, που στις δόξες τους σίγουρα θα κάνανε πολλά λεφτά. Κάπου έχασκε και μισάνοιχτη μια πόρτα, που άφηνε σε κοινή θέα μια ελεεινή τουαλέτα. Όσο για τη μυρωδιά εκεί μέσα… Ήταν τόσες οι αναθυμιάσεις του χλωρίου και του οινοπνεύματος που άνετα έριχναν αναίσθητο μέχρι και βόδι απάνω σε γεφυροπλάστιγγα.

«Κι έτσι να ‘ναι» απάντησε ο Λέρας και φάνηκε σαν να άστραψαν για μια στιγμή τα μάτια του «τι να κάνουμε τώρα; Έχει τις φύρες της αυτή η δουλειά… Το ξέρεις…»

«Και στη δική μου την πλάτη, ρε, θα την κάνεις δηλαδή την καβάτζα σου; Να πα’ να γαμηθείς και συ κι ο Κοντός μαζί! Εδώ τρέχω μια μπίζνα σοβαρή εγώ! Δεν είμαι τίποτα τυχαίος! Μου ζητάνε το πράμα μου καν και καν! Αλλά εγώ όχι, μωρέ μαλάκα. Μ’ έφαγε ο πατριωτισμός. Όλα σε σένα τα δίνω. Πόσα θέλει ο Κοντός; Τόσα; Τόσα θα πάρει το αγόρι μου! Τς… Που θα μου πεις εμένα… Να φύγεις ρε. Και να του πεις κι αυτουνού του καριόλη, τέρμα ο Μάστορας ρε, τ΄ακούς; Τέρμα! Να σας δω μετά, πού θα βρείτε να καλύψετε τις πομπές σας;…»

«’Ωπα… Για μισό… Μ’ απειλείς δηλαδή; Μου λες όχι; Λες όχι στον Λέρα… και στον Κοντό; Ήρεμα ρωτάω…»

«Ναι ρε, λέω όχι.»

«Χμ… Μάλιστα… Φυρί φυρί το πας, σα να λέμε, να δεις να σκάνε στην αυλή σου καμιά δεκαριά τζιπάτοι μαζεμένοι. Κομβόι η μαυρίλα, να ‘χεις να γουστάρεις…»

Ξανά παύση. Ο Μάγειρας ήτανε της πιάτσας. Ήξερε πως ο Λέρας, όσο ανθρωπάκι κι αν φαινότανε, ήτανε πολύ επικίνδυνος και ποτέ, μα ποτέ  δεν έλεγε μαλακίες όταν είχε να κάνει με λεφτά. Και ήξερε πολύ καλά πως όσο μπόι του έλειπε του Κοντού, τόσο το είχε σε κουμάντο και με το παραπάνω μάλιστα.

«Λέρα, ξέρεις ότι δε θέλω να σε κρεμάσω ρε, έχουμε κάνει μια συμφωνία, αλλά εσύ αδερφέ μου με σκοτώνεις! Ναι, σου ετοιμάζω το πράμα το φτηνό, το και καλά, για τη μαζική κατανάλωση, να ΄χετε να δίνετε το εισαγόμενο στις ιδιωτικές ρε φίλε, μέσα. Αλλά όχι και ζουμί το πράμα του Μάγειρα, έχω κι ένα όνομα… Πες πως δε σε ‘φτασε, πες καμιά απ’ αυτές τις πίπες που λένε για κατακόρυφη αύξηση της αγοραστικής τέτοιας, που οδηγεί σε απευθείας αναθέσεις και τα σχετικά, αλλά μη με σταυρώνεις ρε φίλε. Το ψωμάκι μου βγάζω κι εγώ… Με νιώθεις;»

«Κοίτα εσύ να τα ‘χεις έτοιμα τα διπλά για την παράδοση και μη σε νοιάζει. Τι, έτσι θα σ’ άφηνα, δηλαδή; Εδώ ταΐζουμε τους ξένους, τους δικούς μας θ’ αφήσουμε απ’ έξω; Σε παρακαλώ! Ο Κοντός είναι αλάνι ξηγημένο, θα πάρεις και συ το κάτι παραπάνω σου, μη σκας…»

«Τελοσπάντων, πολύ με ζορίζεις, αλλά τι να κάνω… Σου ‘πα και πριν… Μ’ έχει φάει το φιλότιμο ρε μαλάκα. Τίποτα δε βγάζω, να ξέρεις…»

«Εντάξει… Εντάξει… Μην κλαίγεσαι άλλο… Λοιπόν, τα λέμε στην παράδοση… Και το νόμισμα χεράτο, όπως πάντα, έτσι;»

«Ρε Λέρα, είσαι σπαθί ρε μαλάκα… Ναι… Όπως είπαμε… Άντε πήγαινε τώρα, καίγομαι λέμε… Δε θα προφτάσω…»

«Ξεκλείδωσε και θα βγω μόνος μου…» Του απάντησε ο Λέρας, κοιτάζοντάς τον κάπως στραβά καθώς θυμήθηκε πώς έκανε είσοδο πριν λίγη ώρα.

Ο Μάγειρας ξεκλείδωσε, έλεγξε δεξιά κι αριστερά το δρόμο κι έκανε ένα βήμα πιο πίσω μετά, κρατώντας την πόρτα και αφήνοντας χώρο στον Λέρα να περάσει.

Τη στιγμή που ο Λέρας δρασκέλιζε με το χαρακτηριστικό διστακτικό του στυλ το κατώφλι, τον ρώτησε ο Μάγειρας:

«Ρε Λέρα, λύσε μου μια απορία… Τι στο διάλο θα το κάνετε τόσο αντισηπτικό;»

Κι ο Λέρας αφού σταμάτησε για μια στιγμή, γύρισε, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε με ένα αινιγματικό μειδίαμα:

«Θα μας χρειαστεί… Πίστεψέ με…»


Ενημερωθείτε για τη λογοτεχνική μας δράση  “Μένουμε σπίτι”.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη