«Ο κουβάς», ένα διήγημα του Γιώργου Μαριάτου

Απόψε το δάσος καίγεται…

Απόψε κάποιος έλουσε τα δέντρα με βενζίνη, πέταξε πάνω τους ένα αναμμένο τσιγάρο και έφυγε βιαστικά, για να μη γίνει παρανάλωμα, χωρίς να τον δει κανείς.

Έτσι οι φλόγες γίναν ηλιαχτίδες, που φωτίζουν και ταυτόχρονα τυφλώνουνε τη νύχτα. Δεν νύχτωσε απόψε.

Κι αφού δεν νύχτωσε, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Το ίδιο και πολλοί άλλοι. Γείτονες, γείτονες των γειτόνων και ούτω καθεξής, έμειναν ξύπνιοι και αυτοί, καθισμένοι σε αναμμένα κάρβουνα, περιμένοντας για τυχόν εξελίξεις.

Με το που μαθεύτηκε πως την πρώτη σπίθα άναψαν ανθρώπινα χέρια, σύσσωμος όλος ο κόσμος της περιοχής, μαζί κι εγώ, έσπευσε να ψάξει τον εμπρηστή. Μα σύντομα, οι περισσότεροι κουραστήκαμε και γυρίσαμε απογοητευμένοι στα σπίτια μας.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα λοιπόν, είμαι στον κήπο του σπιτιού μου, δίπλα στο πηγάδι, και κοιτάζω τις φλόγες που τρέχουν κυνηγημένες από τους αέρηδες, πίσω από τα υπόλοιπα σπίτια. Στην τηλεόραση είπαν πως η πυρκαγιά δεν θα απειλούσε κατοικημένες περιοχές, όμως μπορώ με σιγουριά να πω ότι τα σπίτια που χτίστηκαν στις παρυφές του δάσους “έχουν παραδοθεί στην  πύρινη λαίλαπα” ή “έχουν τυλιχτεί στις φλόγες” και άλλα πολλά παρόμοια, δραματικά μα απόμακρα λόγια που ακούς απ΄ τους δημοσιογράφους σε τέτοιες περιπτώσεις. Μα προτιμώ να σιωπήσω.

Το δάχτυλα του δεξιού μου χεριού παίζουν νευρικά με τη λαβή του κουβά, προσπαθώντας να διαλέξουν αν θα την πιάσουν ή αν θα την αφήσουν. Ο κουβάς αυτός είναι παλιός και σκουριασμένος, γεμάτος ως τη μέση με τα τελευταία νερά του πηγαδιού, που πια έχει στερέψει. Νερά βρώμικα, ακίνητα για χρόνια, που δεν πίνονται. Δεν χρειαζόταν να ΄ναι πόσιμα ούτως ή άλλως, μιας και η ύδρευση κάλυπτε τις ανάγκες μου. Μέχρι να κοπεί απ’ την πυρκαγιά. Οπότε αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να πιώ, όσο και να διψάω. Συναντώ λοιπόν ένα απλό μα δύσκολο δίλημμα.

Η μία επιλογή είναι να πάρω τον κουβά και να τρέξω προς το φως, τη ζέστη και τους καπνούς. Να φτάσω όσο κοντύτερα αντέχει το σώμα μου, να παραταχθώ δίπλα στους πυροσβέστες και τους γενναίους συντοπίτες μου και να πετάξω τα θολά νερά στις φλόγες. Μα θα ‘ναι σα να προσπαθώ να σπάσω έναν βράχο με τη γυμνή μπουνιά μου. Και το νερό θα πάει χαμένο…

Φθάνω λοιπόν στη δεύτερη επιλογή μου. Να πάρω πάλι τον κουβά, μα να μην φύγω. Να μείνω στον κήπο μου και να βρέξω τους τοίχους και την στέγη του σπιτιού μου, ώστε να έχω μια ελπίδα να γλιτώσει, εάν η φωτιά προχωρήσει κι άλλο.  Μα πώς θα μπορούσαν να το σώσουν οι λίγες σταγόνες, που θα εξατμιστούν με μιας απ’ την υψηλή θερμοκρασία; Ακόμη κι αν μπορούσαν, ποιο θα ήταν το νόημα της σωτηρίας του αν όλη η υπόλοιπη γειτονιά γινόταν στάχτη;

Η ώρα περνάει αλλά  απόφαση δεν παίρνω και τα δάχτυλα μου συνεχίζουν να χτυπάνε νευρικά τη λαβή του κουβά στον ρυθμό των δεικτών. Κάθε νέο χτύπημα σημαίνει και το κάψιμο ενός ακόμα δέντρου ή, χειρότερα, ενός σπιτιού ή ενός ανθρώπου ή ζώου. Ίσως και να ξημερώνει, γιατί η ισχύς του φωτός αυξάνεται συνεχώς. Αλλά το ίδιο κάνει κι η θερμοκρασία. Ξάφνου, στο άγονο έδαφος της κάψας και της ταλαιπωρίας, φυτρώνει μια ιδέα. Εάν έλεγα  στους γείτονες να πάρουν κι αυτοί τους κουβάδες τους, και ριχνόμασταν  όλοι μαζί στη μάχη με τις φλόγες, μπορεί και να σώζαμε κάτι.

Μα τώρα είναι ήδη αργά. Τα μάτια μου δακρύζουν από τους καπνούς και έπειτα τυφλώνονται από τη λάμψη του πυρός. Το μέταλλο του κουβά λιώνει, το νερό χύνεται και έπειτα γίνεται ατμός, που σηκώνει τα αποκαΐδια μου απ’ το χώμα και τα χαρίζει στον αέρα να τα σκορπίσει όπου θέλει.

Δύο μερόνυχτα και μια βροχόπτωση μετά, το πέτρινο πηγάδι στέκεται μόνο και μαυρισμένο δίπλα στις στάχτες του σπιτιού μου, που σιγοκαίνε ακόμα…

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαρούλη Ιάνθη
    10 Ιανουαρίου 2020 at 19:14

    Όμορφο και πολύ καλογραμμένο ♥️

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη