«Ο κλέφτης», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Για να δίνουν μιαν πιο σαφή εικόνα του χαρακτήρα του, αντί χαρακτηρισμών έδιναν το ανέκδοτο τούτο, που κατά πόσο ανταποκρίνονταν με την πραγματικότητα δεν ξέρουμε:

Όταν γεννιόταν, τρέλανε τους γιατρούς και τις μαίες στην αίθουσα των τοκετών, με την ιδιομορφία του χεριού του. Η μία του παλάμη ήταν κλειστή. Η χουφτίτσα του δηλαδή δεν άνοιγε παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι πάντες εκεί μέσα. Έτσι αποφάσισαν εν χορώ, ότι θα έπρεπε να προβούν σε κάποιο τεχνικό κόλπο, μα χειρουργικό θα ήταν αυτό, μα ταχυδακτυλουργικό, μα κομπογιαννίτικο, ένα κάτι τέλος πάντων, που θα έκανε τη χούφτα να ανοίξει. Γιατί, πώς να παρέδιδαν το παιδί στους γονείς δηλώνοντας αδυναμία να κάνουν κάτι; Αν δεν μπορούσαν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, ποιος θα μπορούσε, ο φούφουτος;

Δεν γνωρίζουμε να σας πούμε τι έκαναν τελικά, αλλά το θέμα στέφτηκε με πλήρη επιτυχία. ΟΜΩΣ την ίδια στιγμή έμειναν όλοι κατάπληκτοι μ’ αυτό που αντίκρισαν. Ήταν τέτοιο το δέος, που αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε και μόνο που το ανασύρουν από την μνήμη τους νιώθουν την ίδια ανατριχίλα… Μέσα στη χουφτίτσα βρήκαν τη βέρα του γυναικολόγου που το ξεγέννησε!!! Όπως όλοι είπαν, ήταν γραφτό και σημαδιακό να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί ο χειρουργός Γυναικολόγος ποτέ άλλοτε δεν φορούσε το δακτυλίδι του γάμου του την ώρα της δουλειάς του, όπως είθισται να κάνουν οι περισσότεροι γιατροί αυτής της ειδικότητας και γενικώς οι χειρουργοί. Όπερ τι σήμαινε; Κλέφτης ο μάγκας όχι από κούνια, όπως συνηθίζεται να λέγεται, αλλά κυριολεκτικά κλέφτης εκ γενετής.

Καθώς το παιδί μεγάλωνε, το έμφυτο ‘’ταλέντο’’ του έπαιρνε διαστάσεις θρύλου. Στο νηπιαγωγείο ακόμη, ξάφριζε πράγματα των συμμαθητών του, από γομολάστιχες και μολύβια, μέχρι, αν είστε Χριστιανοί, ρουχισμό. Σημειωτέον δε, ότι ήταν από πλούσια οικογένεια που το μάτι του ήταν, όπως θα λέγαμε, ‘’χορτάτο’’. Όχι μόνον δεν του έλειπε τίποτα, αλλά είχε τα πάντα εν αφθονία.

Αποθήκευε τα κλοπιμαία σε έναν κρυφό χώρο άβατο από τα μέλη της οικογένειας και τον είχε διαμορφώσει με στυλ που θα το ζήλευε και ο καλύτερος decorateur.

Το να κλέβει, δεν ήταν βέβαια αυτό που τον έκανε θρύλο, αλλά το γεγονός ότι ποτέ και κανείς δεν μπόρεσε να αποδείξει την κλεψιά του. Και αν δεν είχε κυκλοφορήσει το ανέκδοτο που γράψαμε στην αρχή, κανενός το μυαλό δεν θα πήγαινε στον όμορφο σαν άγγελο πιτσιρικά. Φαινόταν τόσο αθώος και αγνός. Είχε αυτό που λένε ’’ένα αγγελικό πρόσωπο που πίσω του έκρυβε τη φάτσα του ο ίδιος ο διάολος’’.

Όπως αποδείχθηκε πολλά χρόνια μετά, το ίδιο το παιδί δεν είχε απόλυτη συναίσθηση του αξιόποινου των πράξεών του. Νόμιζε ίσως, ότι τα πάντα τού ανήκαν και πολύ απλά τα έπαιρνε μοναχός του.

Μα θα μου πείτε, τότε για ποιον λόγο τα έκρυβε; Απαντούμε: από φόβο όχι μην τιμωρηθεί αλλά μη και του τα πάρουν πίσω. Έπαιρνε ό, τι ήθελε με ταχυδακτυλουργική τέχνη και τελειότητα και έως ότου τον πάρουν είδηση εκείνος είχε απομακρυνθεί που λένε εκ του ταμείου!

Εν τούτοις κάποια φορά λίγο έλειψε να τον κάνουν τσακωτό. Σε πολυκατάστημα μα σεκιουριτάδες, με πολλούς υπαλλήλους, με συστήματα ασφαλείας, με συναγερμούς κλπ. κλπ.… Δεν πτοήθηκε καν. Το κλέψιμο ήταν γι’ αυτόν μία ολόκληρη φιλοσοφία δικής του επινόησης και ένας επίσης δικός του τρόπος ζωής. Είχε εφεύρει τρόπους εξουδετέρωσης της σφραγίδας ασφαλείας που υπάρχει σε όλα τα προς πώληση αγαθά. Έτσι, με το που άφηνε το κατάστημα, κανένας συναγερμός δεν κτυπούσε και έφευγε σαν κύριος. Απλά αν δεν έκλεβε δεν ζούσε, αρρώσταινε. Ονειρευόταν την στιγμή που θα είχε τόσο τελειοποιήσει την τεχνική του που θα ξαπλώνονταν  όχι μόνον σε προϊόντα που μετέφερε ο ίδιος αλλά σε ογκώδη, που θα του τα μετέφεραν άλλοι, τα ίδια τα θύματα σαν να λέμε!!!

Εκείνην την ημέρα λοιπόν της κλοπής της συγκεκριμένης, ο συναγερμός,  άγνωστον ΓΙΑΤΙ, κτύπησε πριν ο κλέφτης προλάβει να φύγει. Όλες οι πόρτες του πολυκαταστήματος έκλεισαν αυτόματα και αυτός εγκλωβίστηκε μέσα. Ο καθένας θα περίμενε ότι με τη σωματική έρευνα που διέταξε η αστυνομία θα συλλαμβάνονταν αφού δεν θα είχε προλάβει να πετάξει από πάνω του τα κλοπιμαία. Μα από την αρχή ακόμη της έρευνας, αυτός κατάφερε, απορίας άξιον πώς, και εξουδετέρωσε τον μηχανισμό. Οι πόρτες άνοιξαν, με το… μπλόκο να λαμβάνει τέλος. Μόνο που ανάμεσα στους σεκιουριτάδες έτυχε να είναι και ένας που είχε ξαναβρεθεί σε μια παρόμοιες καταστάσεις συναγερμού και το εξασκημένο του μάτι είχε εντοπίσει τον νεαρό, που σε όλες τις περιπτώσεις  ήταν παρών. Σύμπτωση; Του έστησε λοιπόν καρτέρι για μιαν επόμενη φορά… ΑΝ συνέβαινε ξανά κάτι τέτοιο με τον νεαρό παρόντα από αυτόν θα άρχιζε την έρευνα, ακόμη και χωρίς διαταγή. Γιατί όμως δεν έπιασε το ρητό «μια του κλέφτη δυο του κλέφτη τρείς και τον τσακώσαμε και στη φυλακή τον χώσαμε;» Διότι, αυτός ήταν η σούπερ ντούπερ εξαίρεση στον κανόνα. Γι‘ αυτό…

Όταν λέμε ΚΛΕΦΤΗΣ, δεν εννοούμε κλέφτης μόνον υλικών αγαθών. Έτσι όμορφος που ήταν, κομψός, με τρόπους άψογους και έμφυτη ευγένεια, ξετρέλαινε τα κορίτσια των ‘’φίλων’’ του και έκλεβε εύκολα την καρδιά τους. Τα κορίτσια λοιπόν τον λάτρευαν και τα αγόρια τον μισούσαν εξ’ ου και η λέξη ‘’φίλοι’’ σε εισαγωγικά. Είναι φίλος σου κάποιος που σε μισεί θανάσιμα; Εποφθαλμιούσε πάντα τα κορίτσια των άλλων. Τα κορίτσια τα αδέσμευτα, τον άφηναν απλά αδιάφορο, όσο όμορφα και ενδιαφέροντα και αν ήσαν. Δημιουργούνταν τρίγωνα ερωτικά που έκαναν καρδούλες να υποφέρουν, είτε αυτές ήταν γένους θηλυκού είτε αρσενικού. Μάλιστα, κάποιος ερωτευμένος νεαρός όταν είδε τον δεσμό του να διαλύεται εξ’ αιτίας του, ορκίστηκε εκδίκηση. Το μίσος που σκορπούσε γύρω του, έπαιρνε διστάσεις επιδημίας. Του την είχαν στημένη για όταν θα πήγαινε φαντάρος. Πράγματι, μια Μοίρα περίεργη το έφερε έτσι, στην ίδια με αυτόν μονάδα να υπηρετεί και ο κερατωμένος νεαρός, που είχε ορκιστεί να πάρει τα αίμα του πίσω με ό, τι και αν σημαίνει αυτό. Και η μοχθηρία της Μοίρας ήταν τέτοια, που ο Διοικητής της μονάδας να είναι θείος του εν λόγω νεαρού! Φαίνεται λοιπόν πως ενημέρωσε τον θείο του για τα κατορθώματα του ήρωά μας. Χριστόφορο ας τον βαφτίσουμε. Και παρ’ όλο που ήταν υπαξιωματικός, θείος και ανεψιός τού έψηναν τα ψάρι στα χείλη από τα καψόνια.

Κάποτε, σε μια παγίδα που του έστησαν και έπεσε μέσα, προμηνύονταν ποινή εξοντωτική και ο Διοικητής τον κάλεσε σε απολογία. Αυτή τη φορά το κλεφτρόνι την είχε πολύ άσχημα. Όμως η δική του η Μοίρα τα έφερε έτσι, που την στιγμή της ανάκρισης να καλέσουν τον Αξιότιμο κύριο Συνταγματάρχη επειγόντως στο αρχηγείο για κάτι το πολύ σοβαρό. Πάνω στην βιασύνη του ο αξιωματικός άφησε επίσημα και ίσως απόρρητα έγγραφα αφύλακτα στο γραφείο του επάνω, βούτυρο στο ψωμί δηλαδή του Χριστόφορου. Ο οποίος με απαράμιλλη τέχνη αφαίρεσε τάχιστα ορισμένες σελίδες κατά τέτοιον τρόπο που δεν φαινόταν η κλοπή με την πρώτη ματιά.

Όταν ο Διοικητής επέστρεψε, και χωρίς να συνεχίσει την ανάκριση, δηλαδή με συνοπτικές διαδικασίες, επέβαλε μία εξοντωτική ποινή στον Χριστόφορο που τον άφησε ενεό. Ένα μήνα φυλάκιση και ξήλωμα των γαλονιών ενώπιον όλης της μονάδας. Τι λένε για την εκδίκηση; Ότι ‘’είναι ένα πιάτο που τρώγεται και κρύο’’. Μεγαλύτερη ξευτίλα δεν υπάρχει για έναν βαθμοφόρο, για έναν άντρα γενικώς. Καταστροφή, που θα τον ακολουθούσε και όταν απολύονταν από φαντάρος.

Η ποινή ορίστηκε να εκτελεστεί την τάδε ημερομηνία, την τάδε ώρα στο τάδε μέρος, ενώπιον των πάντων.

Μα ο Χριστόφορος δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Ζήτησε και παραδόξως έλαβε την άδεια να μιλήσει στον κ. Διοικητή του. Και εκείνος έκπληκτος τον ακούει να τον κατηγορεί για εσχάτη προδοσία, για έγγραφα που υπεξαίρεσε και δήθεν θα τα έδινε στον εχθρό, και εγχειρίζει στον Συνταγματάρχη ή ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν ο Διοικητής του, αντίγραφα των κλεμμένων.

Την επομένη ο Διοικητής, για άγνωστους όπως ελέχθη λόγους αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στον κρόταφο, αφήνοντας και ένα σημείωμα για ματαίωση εκτέλεσης της ποινής του Χριστόφορου επ’ αόριστον, λόγω, όπως έγραφε, λεπτομερειών που έπρεπε να ερευνηθούν. Φρόντισε, με το να πάρει τη ζωή του, για την διαφύλαξη της τιμής του, γιατί αν δεν το έκανε, καταλάβαινε πολύ καλά σε τι εκβιασμούς θα υπέκυπτε στο μέλλον από αυτόν τον διάβολο. Βλέπετε υπάρχουν ακόμη λίγοι, μα υπάρχουν, άνθρωποι που νοιάζονται για την Τιμή τους πιο πολύ και από τη ζωούλα τους.

Και αυτό είναι κάπως παρήγορο.

Καταλαβαίνει ο καθένας λοιπόν ότι το πράγμα χόντρυνε για τα καλά.

Αλλά, αλλά , αλλά(!) μετά από λίγες ημέρες, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις υπηρεσίες, το πράγμα κουκουλώθηκε και κατέληξε στις καλένδες. Έτσι, οι πάντες ηρέμησαν πλην του δόλιου του εύθικτου μακαρίτη Διοικητού.

Τελείωσε ο Χριστόφορος το στρατιωτικό του, ελεύθερος πια να πετάξει ψηλά, αυτός και το ταλέντο του.

Μετά από αρκετά μαθήματα με δασκάλους τους πλέον αριστείς του είδους, έμαθε να παίζει χαρτιά και πώς να γίνει χαρτοκλέφτης. Από κει και ύστερα αφέθηκε στο ταλέντο του να εξελίξει τα όσα διδάχτηκε. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες και του ίδιου ακόμα. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος χαρτοπαικτικών λεσχών και καζίνο. Απ’ όπου και αν περνούσε σκορπούσε τον όλεθρο στις μπάνκες. Αυτές άδειαζαν, για να γεμίσουν οι τσέπες οι δικές του και οι τραπεζικοί του λογαριασμοί, μέχρι… ασφυξίας!!!

Στην ηλικία των 28, ήταν ένας ήδη πάμπλουτος νεαρός κύριος που δήλωνε ‘’ελεύθερος επαγγελματίας». Και μη με ρωτήσετε για τη σχέση του με εφορίες και ΤΕΒΕ γιατί δεν το κατέχω το θέμα, καθόλου όμως… Και όχι για τίποτα άλλο, αλλά μη το κάνω και σας ενημερώσω λανθασμένα και δεν θα το ήθελα ξέρετε.

Και εκεί, στο άνθος της ηλικίας του και στον κολοφώνα της ‘’δόξας’’ και της καριέρας του, ήρθε η καταστροφή.

Μια καταστροφή, στο πρόσωπο μιας πανέμορφής νεαρής κυρίας, που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και του θανατά… Του απέσπασε όλο του το ενδιαφέρον, την προσοχή, τα θέλω του και τις προτεραιότητές του. Η καριέρα του περιέπεσε σε δεύτερη μοίρα. Μα για ένα ‘’επάγγελμα ‘’σαν το δικό του που απαιτεί εγρήγορση, δόσιμο και αφοσίωση, αυτό ήταν ολέθριο. Για πρώτη φορά στη ζωή του άρχισε να κάνει λάθη επί λαθών για να επαληθευτεί το ρηθέν δια των προφητών ότι ‘’ο ψεύτης κι ο κλέφτης, τον πρώτο χρόνο χαίρονται’’.

Εδώ που τα λέμε, αυτός ο ‘’πρώτος’’ χρόνος του Χριστόφορου… κράτησε χρόνια πολλά, αλλά έτσι συνηθίζεται να λέγεται. Ας μην καθίσουμε τώρα να αναλύσουμε και τις παροιμίες μας και την εγκυρότητα μαζί με τη σοφία τους.

Έτσι, από τη μία τα λάθη, από την άλλη το ερωτικό πάθος είχαν σαν αποτέλεσμα την εμφανή μείωση των τραπεζικών λογαριασμών. Γνώριζε καλά ότι εάν δεν πρόσεχε περισσότερο, οι γυναίκες του τύπου της καλής του, έχουν την τάση ν’ αγαπούν σε άμεση σχέση με το χρήμα. Τα ποσά ανάλογα. Άνοδος των λογαριασμών; Άνοδος και η ‘’αγάπη’’… και το αντίστροφο.

Και μία Κυριακή, πιο συννεφιασμένη και από αυτήν του Τσιτσάνη, κατά την διάρκεια ενός κρίσιμου αγώνα, όπου διακυβευόταν η δεξιοτεχνία του, άγνωστον πώς, του καρφώθηκε στο θολωμένο από τον άτιμο τον έρωτα μυαλό (Να το έκανε ο έρωτας από εκδίκηση; Ίσως, μπορεί…) ότι η Μίρνα του τον κερατώνει… Το γνωστόν είναι ότι τρελάθηκε, και στην τρέλα του πάνω, κάνει ένα χοντρό και μοιραίο λάθος -ιδέ κλέψιμο-. Γίνεται τσακωτός και ορμούν όλοι οι αξιότιμοι συμπαίχτες του να τον κατασπαράξουν. Και πώς το ‘φερε η Μοίρα, (τίνος μοίρα δεν ξέρουμε), και μεταξύ των βασανιστών του και ο νεαρός που είχε κάποτε ορκιστεί εκδίκηση. Του έδωσε τόσο ξύλο που ο ήρωάς μας έφτασε να κτυπά την πόρτα του Άγιου Πέτρου. Ευτυχώς ή και δυστυχώς, ο Άγιος ήταν πολύ απασχολημένος με μια δουλειά που είχε προκύψει από έναν πόλεμο να πούμε καλύτερα, κάπου εκεί στην Αφρική και έτρεχε και δεν πρόφταινε να ανοιγοκλείνει την πόρτα ο άγιος. Οπότε, πού καιρός να ασχοληθεί με ένα ρεμάλι χειρότερο και απ’ αυτό της ‘’Φωκίωνος Νέγρη!’’ Η πόρτα λοιπόν γι’ αυτόν κλειστή.

Όταν ανάρρωσε αρκετά, είδε δύο του μεγάλες αγάπες να τον έχουν εγκαταλείψει. Η πάλαι ποτέ ασύλληπτη δεξιοτεχνία του και η Μίρνα. Έκανε διάφορες απόπειρες κατά της ζωής του κτυπώντας απελπισμένα ιδίαις χερσίν τις πόρτες του ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ, αλλά αυτές πεισματικά θαρρείς, δεν άνοιγαν.

Έπαψε να παίζει χαρτιά, έπαψε να κλέβει αγαθά, έπαψε να είναι ερωτευμένος και το ενδιαφέρον του για τη ζωή, έπαψε να υπάρχει, όπως προείπαμε.

Τα χρόνια κυλούσαν αργά γι’ αυτόν και γρήγορα στην πραγματικότητα, όπως και συνηθίζουν να κάνουν. Αναπολούσε τα περασμένα μεγαλεία και απελπιζόταν. Ευτυχώς να λες, που του είχαν απομείνει λίγες οικονομίες που θα του έφθαναν όπως υπολόγιζε, μέχρι να αποφασισθεί επιτέλους το άνοιγμα της ΠΟΡΤΑΣ.

Ενδιαφέρον κανένα.

Και το κυριότερο, συντροφιά καμιά.

Μόνη του διέξοδος καμιά πασιέντζα, έτσι μόνο και μόνο για να κρατά μια κάποια επαφή με τα χαρτιά που τους όφειλε την μεγάλη του δόξα αλλά και την παρακμή του.

Όλα έχουν το τίμημά τους τελικά!!!…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη