«Ο θαυμαστός κόσμος του Internet Cafe», γράφει ο Γιάννης Βατικιώτης

Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος του internet cafe, ούτε σαν παιδί ούτε και τώρα θεωρώ ότι είμαι. Από παιδί ήμουν του έξω, της μπάλας, του παιχνιδιού, πάντα στο τρέξιμο, πάντα στην κίνηση. Ήρθε μια μέρα η ζωή να μου αλλάξει όσα ήξερα και από έναν άνθρωπο με δουλειά, μια σχέση, μια ζωή, με έφερε άνεργο, άφραγκο ως το κόκκαλο και χωρίς κοπέλα πια. Δεν είχα τίποτα απολύτως να χάσω και τίποτα να κερδίσω και μόνο η σωματική και η ψυχική κούραση με έσπρωξε στην επιλογή του gaming. Σκέφτηκα είναι μια ωραία αλλαγή, τι είναι μιας ώρας παιχνιδιού, στην τελική ποτέ δεν το έκανες γιατί να μην το κάνεις τώρα;  Η μια ώρα έγιναν γρήγορα δύο, οι δύο ώρες τρείς και κατέληξα να είμαι σε μια κατάσταση ύπνωσης βάζοντας ψεύτικους στόχους ανάδειξης μέσα στα παιχνίδια, χαμένος και μαγεμένος κάπου ανάμεσα στα χρώματα, στους ήχους, στις ίντριγκες και στα δημοσιεύματα των ειδήσεων και των social media.

Το γεγονός που μου συντάραξε το είναι ήρθε μια εντελώς συνηθισμένη μέρα του καλοκαιριού, όταν είδα μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία του χώρου να  «αράζει» στο net cafe. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αφού παρατήρησα ότι τον είχα δει και πολύ αργά το βράδυ και σήμερα ήταν μια αρκετά πρωινή ώρα της ημέρας. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι «Δεν έχει να πάει στη δουλειά του,  είναι μεγάλος άνθρωπος, γύρω στα 40 με 45!» Έκατσα λοιπόν και τον παρατήρησα όσο μπορούσα και εγώ ανάμεσα στα παιχνίδια μου -τα οποία τη δεδομένη χρονική περίοδο είχα πάρει και πολύ στα σοβαρά- και τον είδα να κοιμάται, σπάνια να τρώει, ή απλά να κοιτάει μια οθόνη χωρίς να αλλάζει σελίδα, χωρίς να ανανεώνει τα δεδομένα των ειδήσεων ή των social media των φίλων του. Και τότε με χτύπησε σαν κεραυνός… Ο άνθρωπος ήταν εδώ από χτες! Δεν έφυγε ποτέ, δεν πήγε σπίτι του, απλά ήταν εδώ, είναι εδώ, αν κάποιος άνθρωπος βέβαια μπορεί να είναι κάπου μέσα σε αυτό το συναισθηματικό χάος.

Αφού ακολούθησα στα κρυφά τα βήματά του χωρίς να με βλέπει ή να ξέρει ότι τον παρακολουθώ, ύστερα από μέρες βρήκα το θάρρος να πάω να του μιλήσω. Χαιρέτησα με ένα χαμογελαστό «καλησπέρα» για να πάρω ένα άδειο βλέμμα και ένα γεμάτο απορία «γειά σου», λες και κανείς δεν του είχε ξαναμιλήσει, λες και δεν περίμενε ότι ποτέ κάποιος θα του ξαναμιλήσει, ότι θα ενδιαφερθεί. Τον ρώτησα τι κάνει εδώ, πώς τα περνάει και γιατί είναι εδώ μέσα τόσες ώρες, αν πάει σπίτι του ή αν ακόμα έχει όντως ένα σπίτι να μείνει…

Ένα απρόθυμο «όλα είναι καλά, είμαι καλά» ήταν αρκετό για να καταλάβω ότι αυτός ο άνθρωπος μόνο καλά δεν είναι και μη θέλοντας να συνεχίσει την κουβέντα μου είπε να τον αφήσω μόνο, αφού δεν με ξέρει και δεν έχει τίποτα να μου πει που να θέλω να μάθω, ούτε τίποτα να του πω που θέλει να μάθει εκείνος. Άφησα λοιπόν το ζήτημα. Άλλωστε είχα και εγώ ένα πολύ σημαντικό παιχνίδι να παίξω…

Δεν τον ξαναείδα για πολλές μέρες, τον ξέχασα και κάπου θα μπορούσα να πω, μέχρι που κάπου στον ένα μήνα αργότερα τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου. Μου ζήτησε πολύ ευγενικά να βγω λίγο έξω να μου πει κάτι. Πήγαμε έξω, του προσέφερα ένα τσιγάρο και χωρίς καν να μου απαντήσει μου είπε «Θέλω να ξέρεις ότι κάποτε ήμουν πολύ χαρούμενος και τα είχα όλα. Στην πρώτη δυσκολία ήρθα εδώ να βρω κάτι από τα παιδικά μου χρόνια, ένα παιχνίδι που θα μου θύμιζε πόσο απλά και όμορφα ήταν όλα κάποτε, μα αυτός ο κόσμος εδώ μέσα δεν είναι τίποτα άλλο από μια όμορφη και πολύχρωμη φυλακή, μια ψεύτικη ζωή. Μα τα παιδικά όνειρα δεν γυρίζουν πίσω και η ζωή δεν έχει εύκολες πίστες. Φύγε όσο ποιο γρήγορα μπορείς. Καλή ζωή». Και έτσι απλά έφυγε ένας άνθρωπος που δεν ανανέωσε ποτέ τη «σελίδα» της ζωής του. Δεν τον ξαναείδα ποτέ, μάλλον δεν ήθελε κανείς να μάθει την ιστορία του και γρήγορα πήρε την θέση του κάποιος άλλος, που δεν είχα παρατηρήσει μέχρι τώρα.

Πόσο εύκολα μπορεί επιτέλους ένας άνθρωπος να παραιτηθεί… Αρκούν μερικά προβλήματα της καθημερινότητας, ένας λάθος σύντροφος, δυο λάθος φίλοι, μια συναισθηματική μοναξιά για να πιστέψει κανείς σε ψεύτικους θεούς, σε ψεύτικα είδωλα, σε έναν ψεύτικο θαυμαστό κόσμο. Γρήγορα έκανα την ταύτιση και νοερά είδα το μέλλον μου σε αυτόν τον άνθρωπο, αφού για καιρό ακυρώνω πράγματα, αφού για καιρό δεν παίρνω τις σωστές αποφάσεις και είμαι κάθε μέρα εδώ, κάθε ίδια μέρα εδώ, ανάμεσα στις βρισιές και στις φωνές που πια δεν με πειράζουν, που πια είναι λέξεις που λέγονται από κάποιους όχι ανθρώπους μα φαντάσματα, απόηχους του πραγματικού κόσμου.

Και τώρα πρέπει να φύγω. Μια στιγμή διαύγειας είναι αρκετή για μια μέρα, πρέπει να επιστρέψω στον κόσμο μου, στον θαυμαστό μου κόσμο. Άλλωστε έχω ένα πολύ σημαντικό παιχνίδι να παίξω…


Ο Γιάννης Βατικιώτης είναι απόφοιτος του τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου και έχει ολοκληρώσει το πρώτο έτος των σπουδών του στο  MSc Shipping. Άνθρωπος οργανωτικός, πειθαρχημένος και ενθουσιώδης. Έχει εργαστεί ως λογιστής στην Τράπεζα της Ελλάδας αλλά σε και θέσεις ευθύνης στο αντικείμενο των πωλήσεων σε γνωστές εταιρείες. Αγαπά και ασχολείται με τη μουσική, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο.

Η στήλη του «Ψίθυροι αισθήσεων», στη Λόγω Γραφής, είναι η πρώτη του απόπειρα να επικοινωνήσει τα γραπτά του σε ένα ευρύ κοινό αναγνωστών. Τον ενδιαφέρουν κυρίως κοινωνικά θέματα και πώς αυτά επηρεάζουν τον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, πώς διαμορφώνουν τους ανθρώπους οι τρέχουσες εξελίξεις του κόσμου γύρω μας.

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαριάννα Γληνού
    29 Μαΐου 2020 at 22:27

    Κείμενο που σου κρατάει το ενδιαφέρον, γραφή βαθιά κι αληθινή σαν όλα να λέγονται με μιαν ανάσα. Καλή συνέχεια, Γιάννη!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη