«Ο γάτος ποδοσφαιριστής», ένα διήγημα του Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη

Με λένε Ζάκο. Ήμουν παιδί κλειστό στον καβούκι του. Παρόλα αυτά από παιδί συναρμολογούσα όνειρα με δικά μου υλικά, ποικίλα, φτερωτά. Μια φορά που κοιτούσα προς τον ουρανό μού φάνηκε πως κινούνται στο στερέωμα μικροί μισανοιγμένοι πάπυροι με κάτι γραφές. Κι όλο φανταζόμουν πως ο Θεός μού έστελνε μηνύματα. Βέβαια, σαν μεγάλωσα αντιλήφθηκα ότι έφταιγαν τα υγρά μου μάτια όπου κολλούσαν σωματίδια ελαφριάς σκόνης ή γύρης και ότι μου δημιουργούσαν αυτή την ψευδαίσθηση. Καθώς το μάτια μου κινούνταν δεξιά-αριστερά για να εκτοπίσουν στην κόγχη τους τα σωματίδια,  προβάλλονταν στις κόρες των ματιών μου οι μικροσκοπικές κινούμενες ίνες ως ουράνιοι πάπυροι.

Τώρα που έγινα έφηβος δεν απαρνήθηκα τη φαντασία. Μα τη θέλω μια μέρα να γίνει ή να φαίνεται σαν αληθινή και να μ’ επαινούν γι’ αυτόν τον άθλο μου.

Αλήθεια, ποιο άραγε να ήταν το μήνυμα στους μισανοιγμένους πάπυρους, που ταλαντεύονταν εκεί στο γαλάζιο στερέωμα, πότε δεξιά, πότε αριστερά; Η λέξη  ‘Αλήθεια’; Χμμ… δεν είναι μια απλή λέξη, μα περιέχει ολόκληρο νόημα. Για να τη βρεις θέλεις γνώση βουνό. Όμως, να ! ‘Θα μπορούσε να ξεκινήσει με συχνή προπόνηση του μυαλου’, σκεφτόμουν συχνά. Α! Να καταρτίζω άλλους. Όχι τον εαυτό μου, αφού αυτόν ανέλαβαν να τον εκπαιδεύσουν οι δάσκαλοί μου. ‘Και γιατί να μην καταρτίσω ένα ζωάκι’, μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ, με τόλμη.

Σαν ήμουν στην τρίτη Δημοτικού μια μέρα μας εξέτασε ο δάσκαλος Χαράλαμπος

-Σε ποια μάχη οι Έλληνες, με αρχηγό τον Παυσανία, νίκησαν τους Πέρσες;

Κανένα παιδί δεν ήξερε. Τέντωσε ο δάσκαλος το δάκτυλο κι έδειξε εμένα.

-Στη μάχη των… των… Πλατιών κύριε, είπα ξεχνώντας το α μεταξύ τ και ι.

-Των Πλαταιών, άμυαλε…έλα εδώ… άνοιξε τη παλάμη, φώναξε με οργή.

Και ‘χραααάπ’, κατεβάζει με μανία τον χάρακα στην παλάμη του. Για δύο μήνες οι συμμαθητές μου με κορόιδευαν με επαναληπτικές ιαχές ‘πλατιά, Πλαταιές, πλατιά, Πλαταιές’. Αντί όμως να αντιδράσω, θυμόμουνα τις κρυφές γραφές των παπύρων στον ουρανό. Η τσουχτερή εκείνη εμπειρία με έκανε να εξετάζω τα πράγματα με πολύ πλατιές αντιλήψεις. Πλατιές, φανταστικές σκέψεις και ιδέες.

Λες ήταν από μια διαβολική σύμπτωση, η λέξη ‘πλατιές’ ήρθε στη ζωή μου να με κεντρίζει. Αυτή η λέξη μ’ έκανε να φιλοσοφώ τη ζωή από τόσο δα μικρός. ‘Φαντάστηκες να μπορούσες να εκπαιδεύσεις κάποιον, ας είναι και ζωάκι, και ν’ αποδειχθείς καλύτερος απ’ τον δάσκαλό σου με τον χάρακα;’ ρωτούσα ξανά και ξανά τον εαυτό μου. ‘Θα είχα τότε εκδικηθεί αυτόν τον δάσκαλο!’ έλεγα.

Αλλά πώς ένας μαθητής σαν και μένα θα κάθιζε άλλο μαθητή να τον διδάξει; Tί να του μάθαινα, τέλος πάντων! Από την άλλη, γιατί έπρεπε ο μαθητής μου να ήταν ένα παιδί σαν κι εμένα; Θα μπορούσε για παράδειγμα να ήταν το…το… χρυσόψαρό μου. Όμως όχι. Αυτό δεν μιλά, ούτε ακούει… και είναι πρακτικά δύσκολο να βάζω κάθε τόσο τα χέρια μου στη γυάλα και να τα μουσκεύω… Θα μπορούσε να ήταν… ένα σκυλάκι; Όμως δεν είχα δικό του. Είχε το γειτονάκι του, ο Μίμης. Δύσκολο, γιατί θα ήθελα το σκυλί να το εκπαίδευα στο σπίτι μου. Ε, λοιπόν το άσπρο λιγνό γατί της γιαγιάς μου με τις δυο μαύρες βούλες. Κατ’ αρχήν θα το βάφτιζα με το δικό μου όνομα. Θα το έλεγα Ζάκο. Τελείωσε. Αυτό!

Παίρνω, λοιπόν, το μερίδιο του τυριού που μου αναλογούσε τα πρωινά μιας βδομάδας, το κόβω σε μικρά κομματάκια, και τα βάζω σ’ ένα πιατάκι. Στήνω τον Ζάκο απέναντι μου, και ρίχνω μια μπαλίτσα του πιγκ-πογκ στα πόδια του.

-Έλα Ζάκο μου, κλώτσα το μπαλάκι, με το ποδαράκι, τον καλώ ρυθμικά.

Ο Ζάκο κάνει γουρ-γούρ και κρύβεται στη γωνία. Πεισμώνω. Θέλω να τον εκπαιδεύσω το γατί, να τον κάνω ζογκλέρ-ποδοσφαιριστή…Του βάζω το πιατάκι με τα τυράκια στη μυτούλα του. Ξαναδοκιμάζω ρίχνοντας το μπαλάκι, αυτή τη φορά ακριβώς στο πόδι του, για να τον διευκολύνω. Τον ενθαρρύνω και πάλι.

-Έλα Ζάκο, με το ποδαράκι…αν θες να φας τυράκι, τον καλώ με ρυθμό.

Αυτό ήταν! Τα καταφέρνει. Μόλις που ακουμπά την μπάλα… μα αυτό δεν έχει σημασία. Όπως λένε οι καλοί προπονητές ‘σημασία έχει η προσπάθεια’. Παίρνω τότε ένα κομματάκι τυριού, του το βάζω στο στόμα και τον χαϊδεύω. Ο Ζάκο παίρνει το μήνυμα… και έτσι εγώ συνεχίζω να τον εκπαιδεύω… με υποσχέσεις!

-Πρώτα κλωτσιά, μετά τυρί μπουκιά, τον ενθαρρύνω πάλι με ρυθμό.

Ο Ζάκο κλωτσάει τώρα με σιγουριά και εισπράττει ένα νέο τυράκι. Κι όχι μόνο κλωτσάει το μπαλάκι αλλά το κυνηγάει από πίσω, πέντε-έξι μέτρα διαδρομή. Θα φοβήθηκε μη κατρακυλήσει το μπαλάκι και χαθεί… και πώς θα έχανε το  πιατάκι με τα τυράκια του, τις λιχουδιές του… και ίσως αύριο κάτι πιο καλό.

Η εκπαίδευση συνέχισε καθημερινά για δύο μήνες. Ο ένας άθλος διαδεχόταν τον άλλο…Πήρε αύξηση στο μερίδιο ο Ζάκο. Κέρδισε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί όταν μου απέδειξε πως ήταν πιο επιδέξιος και γοργός από ένα ποδοσφαιριστή. Έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και την ίδια στιγμή έπαιζε το μπαλάκι ανάμεσα στα ποδαράκια του, απ’ το δεξί στο αριστερό κι αντίστροφα. Όταν έκανε το ίδιο σε γλιστερό δάπεδο – που το είχα καταβρέξει μ’ ένα κουβά νερού – ο Ζάκο κέρδισε δικαιωματικά ένα ακόμα πιο μεγάλο κομμάτι τυριού και πολλά πολλά χάδια.

Ο νέος στόχος τώρα είναι να εκπαιδεύσω τον Ζάκο ως τερματοφύλακα. Στήνω μικρά δοκάρια, τον βάζω κάτω απ’ αυτά και φέρνω ένα ψαράκι να το μυρίσει. Γρρρ, γαρρρ, κάνει ο Ζάκο, εννοώντας ‘είμαι πανέτοιμος’. Τον χαϊδεύω και…

-Πήδα κι απόκρουσε το μπαλάκι, αν θες να φας ψαράκι, τον προκαλώ.

 Του πετάω το μπαλάκι με το χέρι και… ω του θαύματος, πηδάει και το διώχνει μακριά απ’ το τέρμα του. Τη δεύτερη φορά του ρίχνω το μπαλάκι πιο ψηλά, την τρίτη ψηλά διαγώνια, ψηλά και στη γωνία του τέρματος… κι έτσι ο Ζάκο καταβροχθίζει το ένα ψαράκι μετά το άλλο, ώσπου χάθηκαν όλα απ’ το ψυγείο.

-Ζάκο γιε μου, ξέχασες το ψυγείο ανοιχτό. Όρμησε τα ψάρια ο γάτος σου;

-Ω, μαμά… αφηρημένος το άφησα ανοικτό, απολογούμαι κρυφογελώντας.

Μια μέρα επισκέπτεται το σπίτι μας ένας γύφτος για να πουλήσει μπιχλιμπίδια στη μαμά. Κάποια στιγμή προχωρεί από περιέργεια στην αυλή μας και με κοιτάει  καθώς προπονώ τον Ζάκο. Πλησιάζει, παίρνει την μπάλα του πιγκ-πογκ και την πετάει προς τον τερματοφύλακα Ζάκο. Ο Ζάκο εκτινάσσεται και την αποκρούει.

-Κοίτα τώρα που θα τον ανταμείψω, λέω με περηφάνεια στον γύφτο.

Και τότε προσφέρω ψαράκι στον Ζάκο. Ο γύφτος χαμογελά πονηρά, κουνάει  το κεφάλι περίεργα, βάζει τη σακούλα του στον ώμο, λέει ‘Μπράβο’ και φεύγει.

  ***

Εκείνο το απόγευμα έπεσα άρρωστος, σαν μου είπε η γιαγιά μου η Κλαίρια πως  βρέθηκε ο Ζάκο νεκρός στον δρόμο. Ίσως τον πάτησε αυτοκίνητο, ίσως κάποιος ζαλισμένος ποδηλάτης. Ένιωσα όπως ο Χριστός σαν έμαθε πως πέθανε ο φίλος μαθητής του ο Λάζαρος. Γιατί σαν έχεις μαθητή και ξοδεύεις τόσο πολύ καιρό να τον εκπαιδεύεις για κάτι σπουδαίο, τελικά γίνεσαι ένα πνεύμα μαζί του, έχεις παράλληλους στόχους: εσύ, διδάσκοντάς τον, να γίνεις πιο ικανός δάσκαλος, ενώ αυτός μαθαίνοντας, να γίνει πιο ικανός με γνώση χρήσιμη στη ζωή ή στους γύρω. Μα ο Ζάκο ήταν γατί… τι κι αν του έμαθα να κάνει άλματα. Όλα μάταια.

-Ξέρεις Ζάκο, περνούσε ο γνωστός μας γύφτος από εκεί. Πήρε τον ψόφιο Ζάκο. Καλύτερα που βρέθηκε αυτός. Δεν θα ‘χα κουράγιο να τον έφερνα ματωμένο να τον θάψουμε στην αυλή μας, είπε θλιμμένη η γιαγιά μου.

 ***

Ναι, η εκπαίδευση είναι ζωή… ή μάλλον δίνει εφόδια για τη ζωή. Μπορεί να εξασφαλίσει και εισόδημα σ’ ένα εκπαιδευτή. Ένα ζωάκι-ακροβάτης αν δείξει τις ικανότητες του σ’ ένα τσίρκο μπορεί να κάνει τον εκπαιδευτή του πλούσιο! Μα γιατί τα λέω όλα αυτά; Πάει και τελείωσε και ζώο άλλο στο σπίτι δεν αντέχω.

Πέρασαν κιόλας έξι μήνες. Το κέρδος μου είναι ότι έγινα καλύτερος μαθητής.

-Ζάκο, ετοιμάσου να πάμε στο τσίρκο που στήθηκε προχτές. Έχει ωραία νούμερα. Ζώα εκπαιδευμένα σε ακροβατικά, μου φωνάζει ο μπαμπάς.

Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Καλύτερα ακροβατικά από αυτά του Ζάκο δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή μου να ξαναδώ. Τέλος πάντων ας πάω, μα μόνο από περιέργεια.

Άνοιξε το σκηνικό. Υπήρχε και μια γιγαντοοθόνη για να βλέπουμε σε μεγέθυνση τα κατορθώματα των ζώων, κυρίως των μικρών που δεν φαίνονταν τόσο καλά.

Και τότε βλέπω μια γνωστή φάτσα. Εμφανίστηκε ο γύφτος. Ναι, ο γύφτος που ερχόταν στο σπίτι μας. Κρατούσε γερά ένα άσπρο γατί με δύο μαύρες βούλες. Έστησε μια πορτούλα ποδοσφαίρου με μικρά δίκτυα και κατέβασε το γατί. Του πέταξε μια μπαλίτσα του πιγκ-πογκ και τον ενθάρρυνε να παίξει μαζί της.

Η γιγαντοοθόνη δείχνει ολοκάθαρα το γατί. Να το! Κλωτσάει το μπαλάκι και το κυνηγάει από πίσω πέντε-έξι μέτρα. Κάνει στροφή και φέρνει το μπαλάκι στον γύφτο-εκπαιδευτή παίζοντας το, μια με το δεξί ποδαράκι, μια με το αριστερό. Ναι, παίζει το μπαλάκι ανάμεσα στα πόδια του, απ’ το δεξί στο αριστερό κι αντίστροφα! Σκύβει ο γύφτος και του δίνει ένα τυράκι. Κάτι με ταρακούνησε!

Μετά στήνει το γατί κάτω από τα δοκάρια της ποδοσφαιρικής πορτούλας. Του πετάει το μπαλάκι με το χέρι και… ω του θαύματος, το γατί πηδάει και το διώχνει μακριά απ’ το τέρμα του. Τη δεύτερη φορά του πετάει το μπαλάκι πιο ψηλά, την τρίτη ψηλά διαγώνια, ψηλά και στη γωνία του τέρματος… και το γατί καταβροχθίζει το ένα ψαράκι μετά το άλλο, που του κερνάει αυτός ο γύφτος.

-Ζάκο, Ζάκο μου, βροντοφωνάζω στο γατί. Ζει, ζείειειει, ξεσηκώνομαι.

Κανείς δεν ακούει τη φωνή μου γιατί το πλήθος πανηγυρίζει και χειροκροτεί, με τα μάτια έκπληκτα προς τη γιγαντοοθόνη. Ωστόσο, ο μπαμπάς με μαλώνει.

-Ρεζίλι θα γίνουμε. Μόνο εσύ έχεις γατί που εκπαιδεύεται; με επιπλήττει.

-Μπαμπά, αυτός ο γύφτος μάς έκλεψε τον Ζάκο γλιστρώντας στο σπίτι μας… του απαντώ, και μετά… μετά έκανε ένα εικονικό θάνατο του Ζάκο μας, βάζοντας στον δρόμο ένα άλλο άσπρο γατί νεκρό. Είπε στη γιαγιά ότι ήταν ο Ζάκο, μα ο αληθινός Ζάκο ήταν ζωντανός στη σακούλα του.

Με αρπάζει ο μπαμπάς από το αυτί, ααχχ, με σέρνει έξω από το τσίρκο και με κατακεραυνώνει ‘Φεύγουμε, η φαντασία σου μια μέρα θα σε φάει’. Φύγαμε.

Επιστρέφοντας στο σπίτι λέω με σκυμμένο κεφάλι στον πατέρα μου ‘Ναι, παραδέχομαι ότι ο Ζάκο είναι νεκρός, δεν κινείται πια’. Έμοιαζα να είχα το ύφος του Γαλιλαίου που ως κατηγορούμενος ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, για να μην τον κάψει, ομολόγησε: ‘Ναι, αφού το λέτε, παραδέχομαι ότι η γη δεν κινείται’.

Άλλο το τι παραδέχτηκα στον πατέρα μου. Εγώ άλλο θέλω να σας πω, αλλά μην του το πείτε ποτέ. Τι; Ακούστε, λοιπόν. Όπως ο Γαλιλαίος, βγαίνοντας από το δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης, πάτησε δυνατά το πόδι στη γη και είπε ‘Και όμως η γη κινείται’ έτσι κι εγώ πατάω το πόδι γερά στη γη και σας λέω ‘Κι όμως ο Ζάκο κινείται, εκτινάσσεται ακροβατικά, και κάνει τον παλιογύφτο πλούσιο’!

Και σας ξαναρωτώ. Ποιο άραγε ήταν το μήνυμα στους μισάνοικτους πάπυρους, που έβλεπαν τα μάτια μου στο γαλάζιο στερέωμα; Η λέξη ‘Αλήθεια’; Χμμ, δεν είναι μια απλή λέξη, μα περιέχει ολόκληρο νόημα. Και πού σταματά η φαντασία;

Σίγουρα ένας από τους πάπυρους θα έγραφε: είτε επέζησε ο Ζάκο είτε όχι, από χαρά να λάμπεις. Από τον Χαράλαμπο, που βαρά με χάρακα, δίδαξες καλύτερα!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη