«Ο Αόρατος», γράφει η Μαρία Πανούτσου

“We don’t actually fear death,

we fear that no one will notice our absence,

that we will disappear without a trace.”

  T.S. ELIOT

Με μια λέξη. Κοιμήθηκε. Άφησε όλα του τα υπάρχοντα ανέγγιχτα.  Δεν έκλεισε τα μάτια παρά για να ταξιδεύσει στο παρελθόν, για να μιλήσει τη γλώσσα του, όπως την άκουγε  από τον πατέρα του. Τότε μόνο  ησύχασε την καρδιά του. Η επιστροφή ήταν σαν το βαθυκόκκινο σπόρο του ροδιού,  που σου αφήνει  μια πικρίλα στο στόμα. Πρώτα το υγρό,   πιότερο γλυκό   και μετά  μια πιο συμπαγής  μάζα, σαρκώδης, παχουλή, πικρή και πιο στεγνή.  Έτσι όπως τα ρόδια ένα – ένα, μάζευε τις μέρες μια – μια, πικρές – γλυκές,  πικρές – γλυκές, σαν σταλαγματιές από αίμα  και δάκρυ, έτσι αλάφραινε τους πόνους του και τις σκέψεις του. Αγαπούσε τα ρόδια. Ήθελε πάντα να υπάρχει ένα ρόδι στο δωμάτιο του. Punica granatum, φρέσκο ή ξεραμένο. Έβλεπε συχνά όνειρα με τα ρόδια της παιδικής του ηλικίας. Κάποτε είδε ένα όνειρο  που επαναλαμβάνεται μέχρι και τώρα. Ότι τάχα είχε μαζέψει ρόδια και τα πάταγε  με τα πόδια του με μανία,  ώσπου το πάτωμα να μεταμορφώνεται σε μια λίμνη από κόκκινο υγρό  και  αυτός να γλιστρά και να πέφτει κάτω,  μη μπορώντας να ξανασηκωθεί.

Ξύπνησε μετά από δυο ολόκληρες μέρες.  Οι δικοί του τον είχαν ξεγράψει. Όταν συνήλθε από αυτόν τον ύπνο, που έμοιαζε με  ύπνο θανάτου, μιλούσε  για μέρες  για  την παιδική του ηλικία.  Πέρασε καιρός μέχρι να συνέλθει τελείως  και τι σήμαινε αυτό το τελείως;  Σήμαινε μια βουβαμάρα. Μια σιωπή. Αποφάσισε να φύγει για λίγο από την πόλη του, από τους κοντινούς του συγγενείς και φίλους χρόνων. Ζούσε σε μια πόλη  του Νότου μικρή και τους ήξερε όλους. Εκεί βρέθηκε τυχαία. Μετά από όχι πολύ σκέψη, μετακόμισε  στο σπίτι του γιου του  στην Αθήνα.

Ο Περικλής, ο γιος του, έλειπε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας.  Γύριζε  αργά και  έπεφτε  για ύπνο. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που κάλεσε τον πατέρα του να μείνει λίγο μαζί του. Είχε στο νου του την σκέψη να τον πάει και σε ένα  γιατρό,  νευρολόγο  ή ό,τι τέλος ότι πάντων χρειαζόταν.  Ένοιωθε πιο ήσυχος που τον είχε κοντά του. Φοβόταν ότι στην επαρχία  ο κόσμος δεν θα τον άφηνε να ησυχάσει με την υπερπροστασία του αλλά και τα κουτσομπολιά του.  Όμως από την ημέρα που ήρθε δεν είχαν βρεθεί χρόνο να  μιλήσουν. Δεν κράτησε πολύ αυτή η απόσταση.

Την προηγούμενη νύχτα ο πατέρας του  τον κάλεσε  κοντά στο χάραμα, να του ανακοινώσει ότι  θα ήθελε να κάνει ένα ταξίδι στην Αλεξανδρούπολη. Του μίλαγε  όχι  και τόσο  με ειρμό. Από το ένα θέμα στο άλλο. «Καταγράφω τους στίχους μου  στο μυαλό μου ώστε όταν τυφλωθώ να μπορώ να τους διαβάζω» και γέλασε. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει για ένα ταξίδι γελώντας και ο Περικλής  τον διέκοψε ξαφνιασμένος  «γιατί να τυφλωθείς, δεν είναι τόσο χάλια τα ματιά σου».   Και πρόσθεσε  «δεν  ήξερα ότι γράφεις πατέρα».  Ο Περικλής  ταραγμένος συνέχισε να τον ρωτά «τι γράφεις, γιατί θέλεις να πας στην Αλεξανδρούπολη».

Τον πατέρα του τον φωνάζανε  «ο αόρατος» μέχρι και ο ίδιος παιδί,  τον φώναζε καμιά φορά όταν έπαιρνε λίγο  θάρρος. Έτσι,  μέχρι το σημείο,  μια φορά σε ένα πιστοποιητικό που χρειάστηκε,  στο όνομα του πατέρα του, παραλίγο να γράψει ο αόρατος. Αλλά ο αόρατος δεν κάκιζε κανέναν.  Εξ άλλου έτσι αισθανόταν,  αόρατος, με  την θεληματική του εμφάνιση και εξαφάνιση. Είχε προσέξει ότι  κανείς δεν τον παρατηρούσε αν εκείνος δεν το ήθελε.

Δεν θα ζούσε πολύ. Ήταν πια σίγουρος. Σαν τον Λάζαρο και αυτός ήρθε και απήλθε. Αυτό δεν του προκαλούσε λύπη.  Να ζήσει λίγο ακόμη με τον γιο του,  να του πει κάποια πράγματα  που  θα τα ρωτούσε ο Περικλής  αργότερα, αλλά ο ίδιος δε θα ήταν πια  στην ζωή, για να του τα απαντήσει. Αλλά πώς να του το πει τώρα. Αν  του έλεγε κάτι τέτοιο, θα  τον θύμωνε. Έτσι αποφάσισε να πάει στην Αλεξανδρούπολη, να γράψει τις  αναμνήσεις,  δικές του και της γυναίκας του, της μάνας του Περικλή. Είχε ξεχάσει το όνομα της γυναίκας του.  Έφυγε αφού άφησε ένα σύντομο σημείωμα στον γιο του: «Θα γυρίσω σε περίπου τρεις μήνες. Έχω  ζήσει τα νιάτα μου στην Αλεξανδρούπολη  και θα μου κάνει καλό  να βρεθώ πάλι εκεί. Ο πατέρας που σε αγαπά».

Θα ταξίδευε με τα λεωφορεία  της γραμμής και θα έμενε σε φτηνά ξενοδοχεία, να του θυμίζουν  τα  ξενοδοχεία  του ’60. Όλα θα πήγαιναν καλά, καθησύχαζε τον εαυτόν του. Είχε κάνει συμφωνία με τα δαιμόνια και τους αγγέλους, τον Θεό και τον διάβολο, τους ζωντανούς και τους πεθαμένους. Όλα  θα τέλειωναν όπως τα ήθελε. Είχε κάνει τα σχέδια του. Έριξε ένα βλέμμα στον δρόμο από το παράθυρο του λεωφορείου. Κάθισε  καλύτερα  στο κάθισμά του και έσφιξε στο στήθος του το τετράδιο σημειώσεων. Το λεωφορείο ξεκίνησε. Ο οδηγός έβαλε το ράδιο, σε ένα σταθμό λαϊκό.  Θα ένωνε τα δύο ταξίδια, το ήξερε.  Υιοθέτησε συνειδητά το χαμόγελο, που θα  συνόδευε  το πρόσωπο του από εδώ  και πέρα.

Μαζί του είχε πάρει δυο βιβλία και  ένα  κομποσκοίνι, χαρισμένο από  μία γυναίκα που την είχε γνωρίσει  όταν  ήταν νέος άνδρας. Δεν αγάπησε ποτέ άλλη όσο εκείνη. Ίσως  γιατί χωρίσανε απότομα. Και εκείνο το τραύμα αιμορραγεί, κάθε φορά που  είναι λυπημένος. Το κομποσκοίνι, ήταν δικό της και του το χάρισε,  γι’ αυτό και το χρώμα  είναι ροζ. Κλωστές και χάνδρες όλα ροζ. Εδώ και καιρό, το φόρεσε κατάσαρκα και το νιώθει σε κάθε κίνηση που κάνει. Αν και τον  εμποδίζει αρκετά, δεν θέλει να το αποχωριστεί. Τα βιβλία ήταν  το Moby Dick   του Melville Herman  και το Φθινόπωρο,  του  Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.  Με το χαμόγελο στα χείλια, αποκοιμήθηκε γλυκά,  καθώς το λεωφορείο γλιστρούσε στο δρόμο.

© ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΟΥΤΣΟΥ 2019


[‘Ο Αόρατος’ Γ’ εκδοχή (σε εξέλιξη) 2019. A’ παρουσίαση, στην α’ εκδοχή,  2017 στις ‘Στάχτες’ με τον τίτλο  Punica granatum  και β’ εκδοχή,  2019  στο Ολόγραμμα με τον τίτλο  ‘Εν Περιλήψη’. Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με ένα πρώτο τίτλο ‘Ασκήσεις Μνήμης’.]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη