«Ο Άλκης, η Βούλα, ο Γιώργος, εγώ…», ένα διήγημα της Κωνσταντίντας Βαληράκη

Κάποτε ήμασταν πολλοί. Φωνές πολλές, απόψεις και αντιρρήσεις. Γύρω από το τραπέζι, σκόρπιοι στο χώρο μας, εντός του χώρου και πάλι σε αυτόν. Μια χούφτα άνθρωποι ήμασταν, ομάδα ενωμένη, τον περισσότερο καιρό αγαπημένοι όλοι, πολλές φορές περισσότερο και από αγαπημένοι. Έτσι τουλάχιστον πιστεύαμε τότε και αγαπημένοι όλοι μαζί πορευόμασταν με τις διαφορές και με τις αντιρρήσεις μας, τα πρέπει και τα θέλω του καθένα από εμάς. Οι γιορτές  μας έβρισκαν γύρω από ένα τραπέζι που να μη μας χωρά και να χρειάζεται να σκαρφιζόμαστε αστείες επεκτάσεις. Το πετυχαίναμε και αυτό. Όπως περίτεχνα πετύχαμε  να τη διαλύσουμε την παρέα μας αυτή, με απίστευτες επιπολαιότητες και ευκολίες αμέτρητες.

Μπορεί  να υπήρχαν όμως και αγκάθια αόρατα, που έμπαιναν στις σάρκες μας και εμείς ποτέ δεν νοιώσαμε το τρύπημα τους. Σκόρπισε η παρέα. Δεν γνωρίζει κανείς πια τίποτε για την ύπαρξη του άλλου, πώς ζει, αν ζει, αν είναι χαρούμενος, δυστυχισμένος ή πια δεν υπάρχει. Μα πού πήγε τόση θέρμη; Kεριά που λιώσανε, η παρέα  και τα λόγια μας, τα αστεία και τα κλάματά μας. Πολλές και άπειρες φορές ο ένας για τον άλλο και οι πολλοί για τον ένα. Αραιά και πού έως σπάνια μαθαίνει κάποιος από εμάς νέα για κάποιον από εμάς, με τη μελαγχολία εκείνη των αναμνήσεων, να αναρωτιόμαστε αν υπάρχουν ακόμη φιλίες και αγάπες που να αντέχονται. Αν υπάρχουν ακόμη τυχεροί που τις βιώνουν έτσι όπως νοιώθαμε κάποτε και εμείς, που μετράμε τώρα μόνο απουσία και ανάμνηση γλυκόπικρη κάποιων  παλιών, καλών -τουλάχιστον τότε- καιρών.

Τυχαία αντάμωσα τον  Άλκη τις προάλλες. Τον  Άλκη εκείνης της εποχής. Είχε τόσο αλλάξει. Δεν λέω, θερμός που ήτανε ο χαιρετισμός! Προς στιγμή νόμισα πως είχα να τον δω λέει από τα χθες και ας είχανε τα μαλλιά του γκριζάρει και ας είχε αλλάξει τόσο το πρόσωπο. Πόσο όμορφο ήτανε κάποτε αυτό το πρόσωπο. Προς στιγμή επιπλέον νόμισα πως θα ξαναμιλούσαμε για μουσικές και για ταινίες ασπρόμαυρες και για βωβό κινηματογράφο, που τόσο αγαπούσαμε! Τίποτε από αυτά. Λακωνικές κουβέντες, τυπικές για το παρόν και ούτε κουβέντα για το «τότε». Κανέναν από τους παλιούς δεν είχε δει, μα μήτε και το είχε επιδιώξει. Πολλές οι έγνοιες, και ο αγώνας ο καθημερινός… ατέρμονος, μου είπε.

Ρώτησα μήπως είχε ακούσει για τη Φανούλα της παρέας, την ποιήτρια, που δεν παρέλειπε συχνά πυκνά να εισπράττει τις επευφημίες  και τα «ζήτω» μας στην κάθε ανάγνωση με στίχους, που έγραφε για εμάς, για εκείνη, για τον κόσμο όλο. Ούτε για εκείνη ήξερε.

Όταν χωρίσαμε, χωρίς υπόσχεση να δώσουμε για νέο ειδωμό, γύρισα πίσω και τον κοίταξα. Εκείνος όχι. Λίγο σκυφτός μου φάνηκε, στο βήμα αργός. Αυτός, «ο άνεμος», που έτρεχε πιότερο απ΄ όλους μας και από εμένα πιο πολύ, που τόσο τον εθαύμαζα. Μα ούτε τότε μου έμεινε καιρός να του το πω, ούτε και τώρα,  γιατί πολύ βιαζότανε εκείνος και εγώ επίσης, για  να επιστρέψω στης μνήμης το αλφαβητάρι γρήγορα.

Ο Άλκης, η Βούλα, ο Γιώργος, οι άλλοι, εγώ…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη