“Ο Άγγελος”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Γάμος από έρωτα κεραυνοβόλο, coup de foudre που λένε…

Και αμέσως παιδί.

Και αμέσως μεταστροφή συναισθημάτων.

Και αμέσως κόλαση.

Ο σύζυγος μελαχρινός -αντιπροσωπευτικός τύπος μεσογειακού ανδρός- και η  σύζυγος τσιγγάνα Τουρκογύφτισσα θα την λέγαμε άνετα. Το δε μωρό ένας κατάξανθος άγγελος και γαλανομάτικο, που ο πατέρας του, όσο και αν ερεύνησε το γενεαλογικό του δέντρο, το δικό του αλλά και της συμβίας του, δεν βρήκε πρόγονο που να του μοιάζει. Ακαριαία το θεώρησε μπάσταρδο μισώντας το όσο πιο πολύ μπορεί να μισήσει ένα ανθρώπινο ον κάποιον συνάνθρωπό του. Αν δεν φοβόταν τις φυλακές και την μήνη των φυλακισμένων κατά των παιδοκτόνων, σίγουρα θα του είχε αφαιρέσει τη ζωούλα για την οποία είχε την εντύπωση ότι μπορούσε να αποφασίζει για το αν υπάρχει ή όχι. Ήταν δεν ήταν παιδί του, ήταν ΑΥΤΟΣ που θα  αποφάσιζε για την τύχη του.

Και να πεις ότι οι υποψίες του για το αν ήταν μπάσταρδο, είχαν κάποια βάση; Βράχος ηθικής η κυρά του και το μωρό μια ιδιοτροπία της Φύσης, τόσο για το χρώμα των μαλλιών που ήταν ολόχρυσα, όσο και για τα μάτια μπλε θάλασσες γαλήνιες. Και πανέμορφο, σαν εκείνα τα στρουμπουλά αγγελάκια στις ζωγραφιές των παιδικών μας χρόνων, εν αντιθέσει με τους κακάσχημους μαυριδερούς γονείς του.

Η σχέση του ζευγαριού σε αδιέξοδο και ο coup de foudre έρωτας έδωσε τη θέση του σε ένα ολοκληρωτικό μίσος. Ήταν τότε που απαίτησε νa δοθεί το παιδί για υιοθεσία. Και ήταν τότε που στην σθεναρή αντίρρηση της απελπισμένης μάνας έφαγε το πρώτο ηχηρό χαστούκι που της μαύρισε τη ζωή. Έμελλε να ακολουθήσουν πολλά ακόμη χαστούκια λεκτικά και πραγματικά.

Και ξύλο στο παιδί. Να, γιατί έκλαψε. Να γιατί γκρίνιαξε, να γιατί αρρώστησε, να γιατί δεν αρρώστησε ως όφειλε (!) σαν παιδί και άλλα τέτοια πολλά και κουφά. Βασανιστήρια στην παιδική ψυχούλα με τον τρόμο να βασιλεύει μέσα στους τέσσερις τοίχους του θεόκλειστου σπιτιού τους. Βλέπετε δεν είχε βρεθεί ακόμη το DNA που θα αποδείκνυε του λόγου το αληθές της μητέρας για το copy right του έξοχου πατρός!!!

Για να αποδειχθεί για μιαν ακόμη φορά ότι το σκληρότερο ον που δημιούργησε ο Ύψιστος είναι ο άνθρωπος.

Και το παιδί μεγάλωνε σε πλήρη αντιστοιχία με το μεγάλωμα των βασανιστηρίων και της κατάστασης που θύμιζε κόλαση. Και μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο, μένει έγκυος η δόλια η μάνα. Και βέβαια εκείνος ούτε και τούτο το μωρό θα αναγνώριζε για δικό του αν από μια άλλη ιδιοτροπία της Φύσης δεν συνέβαινε να γεννηθεί το παιδί και να είναι ‘’φτυστός ‘’ο πανάσχημος αγριάνθρωπος γονιός του. Και στον κόσμο, τον οποίον υπολόγιζε και ίσως να φοβόταν, θριαμβολογώντας μιλούσε για την ΑΛΗΘΕΙΑ των λόγων του και ποια καλύτερη αλήθεια από την ομοιότητα με τη φάτσα τού ‘’πραγματικού’’ του παιδιού.

Και το βούλωσε.

Και λάτρεψε το νεογέννητο.

Και έγινε χαλί να τον πατήσει το νεογέννητο. Και έγινε δήμιος για τον πρωτότοκο, που πλέον είχε και λόγο να υποστηρίζει τις υποψίες του και για όποιον είχε αντίρρηση ας έριχνε μια ματιά να δει ‘’πώς είναι οι πραγματικοί απόγονοι των ανθρώπων»… Και έδειχνε τον νεοσσό απαξιώνοντας το πανώριο αετόπουλο, που ήταν χάρμα ιδέσθαι.

Και τα χρόνια περνούσαν όπως συνηθίζουν να κάνουν, για άλλους γρήγορα και ευχάριστα και για άλλους αργά και βασανιστικά. Και πια, εκεί στην εφηβεία του το παιδί το βασανισμένο, που η ομορφιά του ήταν θαρρείς κατάρα και αιτία όπως και το ίδιο πια νόμιζε, του όλου κακού, δεν άντεξε κτύπησε το χέρι του στο τραπέζι λέγοντας ‘’φτάνει μέχρις εδώ’’, έβαλε δυο ρουχαλάκια σε ένα σακβουαγιάζ, άνοιξε την πόρτα του κολαστηρίου του που οι φυσιολογικοί άνθρωποι αποκαλούν σπίτι πατρικό και χάθηκε μέσα στην  νύχτα.

Η μάνα, τρελάθηκε από την αγωνία τα για την τύχη του παιδιού της και μίσησε τον άκαρδο πατέρα του πιότερο απ’ ό,τι εκείνος το ίδιο του το παιδί. Αλλόφρων έψαξε παντού για να το βρει, μα ήταν σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε πράγμα που πολύ φοβόταν μη και τελικά είχε κάτι τέτοιο συμβεί. Ευτυχώς στον χρόνο πάνω της εξαφάνισης έδωσε τα πρώτα σημάδια ζωής γεμίζοντας ελπίδα και ανείπωτη χαρά τη μάνα του και τον αδερφό του ΑΛΛΑ ΑΔΕΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΤΥΨΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤ’ ΕΦΗΜΙΣΜΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ, δεν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος και η κακία του αρρώστια ανίατη.

ΤΟ παλικαράκι, παρά τους βασανισμούς του, ήταν φαίνεται φτιαγμένο από γερά και σωστά υλικά και το έβαλε σκοπό να προκόψει. ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΕΡΓΑΖΟΤΑΝ ΣΚΛΗΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΕ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ… Κούραση και των γονέων που λένε, στην πιο τρυφερή ηλικία της ξεγνοιασιάς όπως συνηθίζεται να λέγεται η εφηβεία. Που βέβαια για τον Άγγελο, ήταν μια λέξη που μόνο ακουστά την είχε και που δεν την βίωσε ποτέ.

Η μάνα του εντωμεταξύ από τον καημό της αρρώστησε βαριά και υπήρχαν διαστήματα που έχανε και την επαφή με το περιβάλλον της. Μα ήταν μάνα και άλλο ένα παιδί είχε την ανάγκη και την αγάπη της και αυτό ήταν που την κράτησε να μην καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Στάθηκε στα πόδια της, με τον καιρό να κυλάει άχαρα και στεγνά αλλά χωρίς πια καυγάδες, αφού το ‘’φυσικό’’ ΑΙΤΙΟ ΕΙΧΕ ΕΚΛΕΙΨΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ τους ΔΥΣΤΥΧΩΣ.

Και ο Άγγελος άντρας πια εικοσιοκτώ χρόνων καταξιωμένος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ζήτησε και πήρε μετάθεση από την Θεσσαλονίκη που ζούσε, στο κλεινόν άστυ και πιο συγκεκριμένα στο τμήμα της παλιάς του γειτονιάς, η οποία με τα χρόνια σε τίποτα δεν θύμιζε την γειτονιά των παιδικών του χρόνων. Λιγοστοί έως ελάχιστοι και οι παλιοί γείτονες, μα και ο ίδιος ο Άγγελος ΑΛΛΑΓΜΕΝΟΣ. ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΤΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΜΑΤΙΑ ΠΑΡΕΜΕΝΑΝ ΝΑΙ ΜΕΝ ΙΔΙΑ αλλά κρυμμένα πίσω από θαμπά γυαλιά μυωπίας. Από το πόστο του αυτό παρακολουθούσε τον βίο των δικών του που του έλλειπαν τόσο μα τόσο πολύ, έστω και αν δεν ήθελε να το ομολογήσει ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό. Του έλλειπε η μάνα του, τ’ αδέρφι του, ήταν πολύ σκληρό που τους στερήθηκε και κείνοι αυτόν, τελικά.

Για τον πατέρα του απλά δεν είχε αισθήματα. Ήταν σαν να μη υπήρχε, αν και ήταν το φυσικό εμπόδιο να πλησιάσει τους αγαπημένους του. Και δες τώρα πώς τα έφερε η τύχη.

Τι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες μου λες.

Αυτή, η ζωή, είναι η ασύγκριτη, η ανεπανάληπτη δασκάλα, η πρώτη διδάξασα, μακράν.

Σκαρφίστηκε που λέτε, να βρεθεί πατέρας και γιος ενώπιος ενωπίω. Ο πατέρας, κατηγορούμενος για φορολογική ατασθαλία που διαπιστώθηκε στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας όπου ήταν αρχιλογιστής. Οδηγήθηκε με χειροπέδες στο Αστυνομικό Τμήμα, κατάχλωμος, ζαρωμένος, αξιοθρήνητος, να μένει και να περιμένει τον υπεύθυνο αξιωματικό, για τη ακεραιότητα του οποίου είχε ακουστά και που το όνομά του έμοιαζε με το πατρικό της γυναίκας του. Πλάκα θα ‘χε να είχαν και καμιά συγγένεια, σκέφτηκε.

Και έτσι αποκαρδιωμένος και αισθανόμενος σαν εγκληματίας, που όμως έγκλημα δεν διέπραξε να μην θυμάται ούτε και τον λόγο που τον κουβάλησαν έτσι άδικα μέχρι εδώ. Τι άδικη που είναι η ζωή… Θαρρείς και παρακολουθούσε σκηνές από ένα θέατρο του παραλόγου, και ότι από στιγμή σε στιγμή ο ονομαστός συνεπώνυμος της συζύγου του θα ερχόταν, να διατάξει την παύση της κράτησής του και να ζητήσει συγγνώμη για την παρεξήγηση που συνέβη με αυτόν πρωταγωνιστή ΤΙ ΘΛΙΒΕΡΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ, ΝΑ ΒΡΟΝΤΟΦΩΝΑΖΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΕΣΑΙ ΠΙΣΤΕΥΤΟΣ!!! …Τρομερό… Άδικο… Και αυτά τα βραχιόλια… Να τα βγάλουν από τα χέρια του που δεν έβλαψαν ούτε μερμήγκι…

 Έ, όχι και υπερβολές μπάρμπα… όχι και δε έβλαψες ούτε μερμήγκι… Και ο Άγγελος τι ήταν, έντομο ανωφελές; Για θυμήσου τι του έκανες του παιδιού, ακόμη και δικό σου να μην ήταν…

Και σε μια στιγμή πλήρους ειλικρίνειας ομολόγησε:

‘’Όλα ΕΔΩ πληρώνονται φίλε. Μάχαιραν έδωκες μάχαιρα θα λάβεις. Όπως άδικα με κατηγορούν έτσι άδικα κατηγορούσα. Από ποιον να γίνω πιστευτός για την αθωότητά μου τώρα;»

Και όταν στάθηκε όρθιος μπροστά στο γιο του που τον αναγνώρισε με μιας, περίμενε να δεχθεί και την χαριστική βολή από τα βασανισμένα χέρια, που αυτός ο ίδιος βασάνισε άπειρες φορές, απάνθρωπα και ανελέητα, τον ακούει κατάπληκτος να λέει :

«Μη φοβάσαι πατέρα. Αν είσαι αθώος όπως λες, εδώ που σε έφεραν, θα το βρεις το δίκιο σου, αυτό στο υπόσχομαι. Σε τούτο το ‘’μαγαζί’’ δεν κάνουμε κανενός είδους έκπτωση, ούτε σε αθώους, ούτε σε κακούργους ακόμα». (Τι ήθελε να πει ο ποιητής με τούτη δω τη φράση; Μπορεί και τίποτα. Και όποιος έχει τη μύγα ας μυγιάζεται…)  «Ηρέμησε και όλα θα πάνε καλά…»

Και τότε, κάτι σαν βάλσαμο, σαν θαυματουργό άγγιγμα, ήρθε και κάλυψε το μέρος της καρδιάς του ηλικιωμένου άντρα, που χρόνια και χρόνια είχε μάθει μόνον να μισεί και να αγαπάει επιλεκτικά. Κάτι πήγε να  ψελλίσει μα από το στόμα του δεν βγήκε ήχος, έτσι καθώς έγειρε σαν κτυπημένος από αστροπελέκι στο κάθισμά του μπροστά σ’ αυτόν που θα έπρεπε να είναι το καμάρι του.

‘’Ελαφρύ εγκεφαλικό’’ ήταν η διάγνωση του γιατρού, που το ξεπέρασε.

Που ξεπεράστηκε και το οικονομικό ατόπημα που δικό του δεν ήταν.

Και που το θαύμα της ΑΓΑΠΗΣ, ΗΡΘΕ Ν’ ΑΝΘΙΣΕΙ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΡΑΜΕΝΗΣ.

 ΚΑΙ επιτέλους ΑΥΤΗ Η ΚΑΡΔΙΑ στη δύση της, να αναγνωρίσει την καρδιά του παιδιού του. Και έστω τόσο αργά, να γίνουν μια αληθινή οικογένεια, που σε πυκνότητα Χρόνου θα αναπλήρωνε την χαμένη ζωή τους…

Ανθρώπινες ιστορίες, απρόσμενες λύσεις, που μόνον η ζωή ξέρει να υφαίνει στον δικό της αργαλειό.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη