“Οι λέξεις φάρμακο…”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

–Όσα πάνε κι όσα ‘ρθούνε… Τ’ ακούς; Αυτό να του πεις. Έχετε μικρά παιδιά να μεγαλώσετε, μη μας βρούνε τώρα χειρότερα… Άκου κατάθλιψη! Ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος που έχασε τη δουλειά του; Δεν ακούτε τι γίνεται γύρω; Ο μισός ο κόσμος χωρίς δουλειά είναι σήμερα. Όλοι τρέχουνε να βρούνε ένα μεροκάματο. Η κατάθλιψη είναι σοβαρή, δεν είναι παίξε γέλασε. Απελπίζεται ο άνθρωπος και σκέφτεται χίλια δυο… Ξέρεις πόσος κόσμος λιγοψύχησε τα τελευταία χρόνια; Παναγιά μου βάλε το χεράκι σου… λέει η γιαγιά και σταυροκοπιέται συνέχεια.

Πάλι με τη μαμά μιλάει σίγουρα και της δίνει συμβουλές. Η γιαγιά φαίνεται πως φοβάται πολύ την κατάθλιψη, γιατί όποτε την αναφέρει σταυροκοπιέται συνέχεια. Κι εγώ τη φοβάμαι. Λένε πως την έχει ο μπαμπάς μου, δηλαδή η γιαγιά το λέει, η μαμά δε μας μαρτυράει ποτέ τίποτα, ακόμα κι όταν τα λέει η γιαγιά μπροστά μας, αυτή της κάνει νόημα με τα μάτια και της δείχνει εμάς για να σωπάσει.

–Κανένας δε πάει χαμένος να του πεις. Θα βρει δουλειά σίγουρα. Νέος άντρας είναι, τίποτα δεν του λείπει… Ούτε η όρεξη, ούτε τα μπράτσα. Έχω μιλήσει κι εγώ στον ξάδερφό μου τον Σωτήρη που είναι κώλος και βρακί με τον Δήμαρχο… ‘’Κάτι θα κάνουμε, μου είπε ο άνθρωπος. Θα βγούνε κάτι προγράμματα τώρα για τους άνεργους…’’ Μ’ ακούς μωρέ ή στον αέρα μιλάω τόση ώρα;

Η μαμά μου την ακούει σιωπηλή. Η γιαγιά λέει εκατό κουβέντες κι αυτή της απαντάει μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι, ή μ’ ένα ‘’θα δούμε ρε μαμά, μη με πρήζεις κι εσύ…’’, που το λέει στο τέλος κάθε συζήτησης κι αυτό σημαίνει πως έχει κουραστεί να την ακούει.

–Καλά είναι τα παιδιά. Εδώ δίπλα μου είναι και παίζουνε, μην ανησυχείς. Εσύ κοίτα να είσαι κοντά στον άλλον, να τον εμψυχώνεις και να του ανεβάζεις το ηθικό. Μην τον αφήνεις να κάθεται μες στο σπίτι, θα λαλήσει χειρότερα. Ξεκούνα τον ν’ αμοληθεί να τρέξει, μπας και βρει κάνα μεροκάματο. Όπου να ‘ναι πες του,  καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή…

Περιμένω με αγωνία να δω αν θα με θυμηθεί κι αν ζητήσει να μου μιλήσει. Από τότε που έχασε ο μπαμπάς τη  δουλειά του, έχασε κι η μαμά την όρεξή της να παίζει μαζί μας. Φέτος, είναι η πρώτη χρονιά που κάνουμε διακοπές με τη γιαγιά μόνο. Η μαμά είπε, πως δε θα πάρει την άδειά της επειδή πρέπει να δουλέψει, για να έχουμε απόθεμα τις δύσκολες ώρες του χειμώνα που μας περιμένουν… Αυτή η κουβέντα της μαμάς με φόβισε πολύ, αλλά δε ρώτησα τίποτα, γιατί μου φαινότανε πολύ λυπημένη και δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω κι εγώ με τις απορίες μου.

–Σ’ αφήνω τώρα… Άκουσες τι είπα; Μην τον αφήνεις να παίρνει τα φάρμακα που του δώσανε. Αυτά θα τον απολωλάνουν χειρότερα. Σε κάνουν φυτό… άκου με που σου λέω, τα ‘παιρνε μια φίλη μου παλιά και ξέρω. Η Φωτεινή… Τη θυμάσαι; Η μάνα της Χαρούλας μωρέ που πηγαίνατε τότε μαζί μπαλέτο. Καλά, καλά… Εδώ είναι η Λενιώ, πάρτη… της κάνει στο τέλος και μου φέρνει το κινητό απότομα μπροστά στη μούρη μου.

–Κι άκουσες τι σου είπα… ‘Όσα πάνε κι όσα ‘ρθούνε… αυτό να του λες, αυτό είναι το φάρμακο για όλα σήμερα… συμπληρώνει η γιαγιά φωνάζοντας  μες στ’ αυτί μου για να την ακούσει η μαμά.

Ευτυχώς… με θυμήθηκε! Χθες στο βράδυ στενοχωρήθηκα πολύ που μίλαγε μια ώρα ξανά με τη γιαγιά και περίμενα με υπομονή να της μιλήσω κι εγώ, να της πω μια καληνύχτα, αλλά εκείνη ξεχάστηκε…  και δε με ζήτησε.

–Λενιώ μου, τι κάνετε μωρό μου; Ακούγεται η γλυκιά της φωνή να μου χαϊδεύει τ’ αυτιά.

–Καλά μανούλα… της λέω με λαχτάρα.

–Ο μικρός είναι ήσυχος; Τι κάνει; Να μην ξεχνάς το αντηλιακό αγάπη μου και να τον προσέχεις στη θάλασσα. Περνάτε καλά; Ήρθαν οι φίλες που μου έλεγες πως περιμένεις; Συνεχίζει τις ερωτήσεις με αγωνία, επειδή είναι μακριά μας.

–Ναι μαμά… Βάζουμε συνέχεια αντηλιακό, η γιαγιά δε μας αφήνει σε ησυχία, μας πασαλείβει κάθε τρεις και λίγο. Τον προσέχω τον Κωστή, μην ανησυχείς. Καλά περνάμε. Ναι, η Σοφία ήρθε προχθές… της λέω στα γρήγορα για να προλάβω ν’ απαντήσω σ’ όλες τις ερωτήσεις της.

–Μπράβο μωρό μου. Να περνάτε καλά θέλω κι εγώ. Ν’ ακούτε τη γιαγιά και να μην την κουράζετε Λενιώ μου. Έχετε πολλά φιλάκια κι από τον μπαμπά. Σ’ αφήνω τώρα γιατί ετοιμάζομαι για τη δουλειά. Σας αγαπώ πολύ! Φιλάκια… ακούστηκε η βραχνή φωνή της να μ’ αποχαιρετάει βιαστικά.

–‘’Όσα πάνε κι όσα ‘ρθούνε μαμά….’’ Μουρμουρίζω κι εγώ στα γρήγορα τη μαγική φράση της γιαγιάς με τις λέξεις φάρμακο που διώχνουν τις λύπες.

Η μαμά δεν με άκουσε. Είχε κιόλας κλείσει.

–Άντε σήκω χριστιανό μου να κάνετε μπάνιο, που μου κόλλησες πάλι σαν βδέλλα στο πλάι μου. Πάρε και τον μικρό. Τι ήρθαμε εδώ να καθόμαστε κάτω απ’ την ομπρέλα; Μπρος κουνηθείτε… στριγγλίζει η γιαγιά μες στα αυτιά μου και μου αρπάζει το κινητό απ’ το χέρι.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη