“Γκιαννάκη; Αγκάπη μου; Γκιαννάκη μου; Πέρασες καλά τη γιουρτή αγκάπη μου; Τα έρτω άλλη βδομάδα αγκάπη μου… Μαμά, μπαμπά καλά;” γλυκιά και καθησυχαστική άκουγα τη φωνή της Φιλιππινέζας που καθόταν στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου.
Οικιακή βοηθός, γκουβερνάντα, υποκατάστατο μητέρας ίσως, μιλούσε με τον “Γκιαννάκη” της, κάποιο πλουσιόπαιδο προφανώς που την είχε πάρει χρονιάρες μέρες στο κινητό της τηλέφωνο επειδή του έλειπε η καθημερινή της παρουσία στη ζωούλα του.
Μόλις το έκλεισε μιμήθηκε με παράπονο την παιδική φωνούλα στη φιλενάδα της, που καθόταν πλάι της: “Πότε τα έρτεις; Πότε τα έρτεις…” και συνέχισαν τα δικά τους στην κελαριστή tagalog.
Σαν διάβηκε τα σκαλιά του Καθολικού Καθεδρικού ένιωσε αγαλλίαση. Ξέχασε την σκληρή καθημερινή εργασία στο σπίτι του παλαιού Ψυχικού, ξέχασε τα βλέμματα οίκτου κι ενίοτε μίσους στη γειτονιά της στους Αμπελόκηπους που νοίκιαζε εδώ και δέκα χρόνια ένα ανήλιαγο υπόγειο διαμέρισμα, ξέχασε τις στερήσεις για να στέλνει από τον πενιχρό μισθό της κάθε μήνα έμβασμα στους γερασμένους γονείς της πίσω στις Φιλιππίνες.
“Χριστός γεννάται” ψιθύρισε πλησιάζοντας το γύψινο βρέφος Ιησού μέσα στην ολοστόλιστη φάτνη και για μια στιγμή της φάνηκε πως είδε το πρόσωπο του “Γκιαννάκη” της.
Αφήστε το σχόλιο σας