“Οδός ονείρων”, γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

«Πρέπει το παιδί να καταλάβει Χριστούγεννα. Τουλάχιστον το παιδί» ψελλίζει ο Στέλιος περπατώντας σαν χαμένος στους δρόμους της πόλης. Της στολισμένης πόλης που λάμπει απ’ τα φωτάκια και τις γιρλάντες και τα στολισμένα μαγαζιά που σε προκαλούνε με τις όμορφες βιτρίνες τους να περάσεις το κατώφλι τους και ν’ αγοράσεις την πραμάτεια τους. Κι ο Στέλιος προχωράει σαν χαμένος και τα προσπερνάει δίχως να γυρίσει να κοιτάξει δεύτερη φορά. Προσπερνάει τον μανάβη που έχει στήσει έναν τεράστιο Άη Βασίλη στην είσοδο του μαγαζιού, προσπερνάει και το εποχιακό που άνοιξε πριν λίγες μέρες κι είναι ολοφώτιστο και γιορτινό με τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια του.

Ο Στέλιος ψάχνει για δουλειά εδώ και μήνες. Κάθε μέρα σηκώνεται απ’ τα χαράματα και παίρνει τους δρόμους και ψάχνει και σκέφτεται και χάνεται μονάχος του στα σοκάκια της πόλης αναζητώντας μάταια μια οποιαδήποτε δουλειά. Ακόμα και τον χαμάλη να του ζητήσουνε να κάνει θα πάει. Αυτό αποφάσισε τις τελευταίες μέρες. Αυτές τις μέρες που πλησιάζουν οι γιορτές κι αυτός συνεχίζει να γυρνοβολάει στους δρόμους, μήπως σπάσει κάνας διάβολος το πόδι του, που έλεγε κι ο πατέρας του ο συγχωρεμένος, και σπάσει η γκαντεμιά που τον βρήκε εδώ και μήνες. Περπατάει και ψάχνει με το βλέμμα του, μήπως κι ανταμώσει με κάνα γνωστό που γνωρίζει κάτι και του συστήσει κάποιον που να έχει ανάγκη για δουλειά. Μα δε συναντάει κανέναν. Κι η γκαντεμιά συνεχίζει να του ροκανίζει σαν σαράκι το μυαλό και να του τσακίζει τα φτερά και τη περηφάνια.

“Πρέπει το παιδί να καταλάβει Χριστούγεννα. Όλα τα παιδιά πρέπει να νιώθουν τις γιορτές. Να μην καταλάβουν τίποτα απ’ τη φτώχεια που έπεσε σαν πανούκλα στη χώρα μας και μας τραγανίζει τη ζωή μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα” σκέφτεται ο Στέλιος και συνεχίζει να περπατάει. Μακαρονάδα, του φώναξε η Χαρούλα απ’ την κουζίνα, πως θα ετοιμάσει για το μεσημέρι. Τρεις φορές τη βδομάδα μακαρονάδα κατέληξαν να τρώνε, σκέφτεται καθώς περνάει μπροστά από μια βιτρίνα με παιδικά παπούτσια. Στάθηκε για λίγο αφηρημένος να χαζέψει εμπρός της. ‘’Χρειάζεται και χειμωνιάτικα παπούτσια το παιδί’’ του πέταξε η μάνα του πριν μια βδομάδα που πέρασε να πάρει τον γιο του απ’ το σπίτι της. Αυτός δε μίλησε, μονάχα έσκυψε και του έδεσε τα κορδόνια απ’ τα αθλητικά του. Το μάτι του έπεσε σ’ ένα ζευγάρι μποτάκια με κορδόνια και γούνα στο μέσα μέρος. Αυτά θα είναι ζεστά για το παιδί, θα το βολέψουνε, σκέφτεται κι αναστενάζει πλανταγμένος. Μετά προχωράει.

Χθες βράδυ ξενύχτησε πάλι στη τηλεόραση. Και προχθές το ίδιο. Και το περασμένο Σάββατο δεν κατάφερε να κλείσει μάτι ούτε ένα λεπτό.  Είδε μια παλιά ελληνική ταινία, κωμωδία διάλεξε για να βοηθήσει το μυαλό του να ξεφύγει και ν’ αδειάσει απ’ τις έγνοιες. Μετά είδε ένα ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ με τις πολικές αρκούδες και τα μικρά τους και στο τέλος, ψάχνοντας τα κανάλια, κατέληξε στην εκπομπή του Παπαδόπουλου με τα τραγούδια που είχε ένα αφιέρωμα στον Χατζιδάκι. Από παλιά του άρεσε του Στέλιου η μουσική του, του είχε χαρίσει μάλιστα η μάνα του όλους τους δίσκους του γιατί της άρεσε κι εκείνης.

Κάθε Κυριακή η μάνα του είχε τη συνήθεια μαγειρεύοντας να ακούει δυνατά μουσική κι όλο το σπίτι, θυμάται ο Στέλιος, ξεχείλιζε απ’ το Χαμόγελο της Τζοκόντα και την Οδό ονείρων. ‘’Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά, κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά… ‘’ αυτό που λάτρευε η μάνα του. Σηκώθηκε τα μεσάνυχτα κι έψαχνε στα cd να βρει την Οδό ονείρων. Ένιωθε έντονη την επιθυμία ν’ ακούσει ξανά την υπέροχη φωνή του Χόρν, που του κρατούσε συντροφιά στην εφηβεία του, σ’ εκείνη την απαγγελία στο Πάρτι.

“Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί

 κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα ’θελε να ζει

 γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή

κι όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία…

Μέσα σ’ αυτό το δρόμο γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε

Μαζί με μας και τα όνειρά μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας…”

Κι όλο το βράδυ ψέλλιζε στο κρεβάτι, κοιτώντας το ταβάνι, τους στίχους του τραγουδιού, ώσπου τον σκούντησε η Χαρούλα ενοχλημένη μες στον ύπνο της κι  εκείνος γύρισε πλευρό για να μην την ενοχλεί. Το πρωί μάλιστα, όταν μπήκε εκείνος στη κουζίνα, τον πήρε απ’ τα μούτρα χωρίς να του ανταποδώσει τη καλημέρα του. ‘’Εσύ τι έπαθες μου λες; Λωλάθηκες παιδάκι μου; Τραγουδάς στον ύπνο σου; Τα ’χεις παίξει;’’ Ο Στέλιος δε μίλησε. Ρούφηξε μια γουλιά απ’ τον καφέ του και βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο μέχρι να ετοιμαστεί το παιδί  για να το πάει σχολείο.


Ακούστε το τραγούδι ‘Οδός ονείρων’


Συνεχίζει τον δρόμο του και τώρα προσπερνάει τον πρώτο φούρνο, αυτόν που σταματούσε τα μεσημέρια για να πάρει ψωμί, όταν γύριζε απ’ τη δουλειά του κι έπαιρνε και λιχουδιές για το παιδί. Κανένα κρουασάν για το απόγευμα ή κριτσίνια που του άρεσαν για το σχολείο. Και τώρα του αρέσουν, σκέφτεται ο Στέλιος, μα δεν τους περισσεύουνε για να του πάρει. Τώρα μπαίνει στον φούρνο και δεν κοιτάει γύρω του γιατί στενοχωριέται. Και το παιδί όταν γυρνάει σπίτι, ψάχνει τη σακούλα με το ψωμί για να δει αν το θυμήθηκε κι αν του πήρε το κρουασάν του. Και δεν το βρίσκει. Μα δε μιλάει. Δεν τον ρωτάει “γιατί μπαμπά δεν μου πήρες κρουασάν ή κριτσίνια για το σχολείο”. Είναι δασκαλεμένο απ’ τη μάνα του και καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει σαν μεγάλος.

Κι ο Στέλιος τρελαίνεται που μια σταλιά παιδί μπορεί και σκέφτεται σαν μεγάλος. Θέλει να παραμείνει παιδί. Να σκέφτεται σαν παιδί και να πιστεύει στα παραμύθια. Όπως κάνουν όλα τα παιδιά. Στα παραμύθια και στον Αη Βασίλη που τον περιμένουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Αλλά ο γιος του φέτος δεν έχει ρωτήσει καθόλου για τον Αη Βασίλη αν θα περάσει κι αν θα τον θυμηθεί, γιατί έτσι τον έχει δασκαλέψει η μάνα του. Κάθε μεσημέρι τον μαλώνει που δυσανασχετεί και παραπονιέται γιατί βαρέθηκε τα μακαρόνια, του λέει πως άλλα παιδιά δεν έχουν ούτε αυτό, κι αν το παιδί ζητάει καμιά φορά κάτι παραπάνω, ξανά το μαλώνει και του λέει να προσγειωθεί και να μη ζητάει πράγματα που δεν μπορούνε πια να έχουνε. Κι ο Στέλιος εκνευρίζεται με την τακτική της κι αρπάζει το μπουφάν του και βγαίνει έξω στους δρόμους ν’ ανασάνει, γιατί στο σπίτι πνίγεται όταν ακούει τη Χαρούλα να δασκαλεύει το παιδί και να προσπαθεί να το προσγειώσει στη σκληρή πραγματικότητα. Κι όταν γυρίζει ξανά πίσω και το παιδί έχει αποκοιμηθεί, εκείνος αρπάζει την ευκαιρία και στήνει καβγά με τη Χαρούλα για το παιδί. Για το παιδί που πρέπει να παραμείνει παιδί και να σκέφτεται σαν παιδί.

Μήπως του ζήτησε η Χαρούλα να πάρει ψωμί γυρνώντας; Λες να του είπε ψωμί; Δε θυμάται. Ψαχούλεψε στην τσέπη του τα ψιλά και τα έβγαλε να τα μετρήσει. Ευτυχώς, τον βγάζουν για ψωμί. Μακαρονάδα θα ετοιμάσει του είπε, όταν εκείνος φόραγε το μπουφάν του το πρωί κι ετοιμαζόταν για να βγει στη γύρα για δουλειά πάλι. Τρεις φορές τη βδομάδα μακαρονάδα τρώνε και τις υπόλοιπες όσπρια που ‘ναι φτηνά και τα φτάνει η τσέπη τους ακόμα, γιατί έτσι όπως πάνε, μάλλον κι αυτά θα τους λείψουν σε λίγο. Ευτυχώς που τις Κυριακές, τουλάχιστον, τρώνε ακόμα στη μάνα του. ‘’Φέτος είπανε πως θα μας δώσουνε στις γιορτές ένα βοήθημα, απ’ τις κρατήσεις που μας κάνανε’’, του είπε η μάνα του την περασμένη Κυριακή. ‘’Αν μας τα δώσουνε να πας να πάρεις παπούτσια του παιδιού’’, του είπε μετά κι αυτός έσκυψε το κεφάλι και δεν απάντησε, αλλά πάσχισε να πνίξει τα δάκρυα που θόλωσαν τα μάτια του απ’ τη συγκίνηση. Ευτυχώς που έχουν και τη μάνα του που νοιάζεται για το παιδί, σκέφτηκε και χάιδεψε με το βλέμμα του τον μικρό που έτρωγε με όρεξη τα μπιφτέκια της γιαγιάς του.

Περπατάει ακόμα και δεν ξέρει ποιον δρόμο να διαλέξει. Είναι και φορές που θέλει ν’ αποφύγει τους γνωστούς που συναντάει στο διάβα του και τον σταματάνε και τον ρωτάνε αν βρήκε τελικά δουλειά και πώς περνάνε, πώς τα καταφέρνουν και τα βγάζουν πέρα. Πώς τα καταφέρνουν; Κι ο Στέλιος σκύβει το κεφάλι κι αποφεύγει να τους πει πολλά, γιατί όλα αυτά που τον ρωτάνε τον δυσκολεύουνε και τον στενοχωρούνε και δεν βρίσκει απαντήσεις να τους δώσει. Άλλοι μιλάνε για τη φτώχεια τους και δεν τους νοιάζει. Ξαλαφρώνουν φαίνεται όταν μοιράζονται τον καημό τους, μα του Στέλιου δεν του βγαίνει κουβέντα. Δε θέλει να τα συζητάει, δε θέλει να τα θυμάται, δε θέλει να τ’ ακουμπάει ούτε με τις λέξεις, γιατί τον πονάνε.

Συνεχίζει να περπατάει και προσπερνάει τώρα το περίπτερο. Τσιγάρα έχει; Δεν έχει. Βγάζει απ’ την άλλη τσέπη το πακέτο του και το ανοίγει να το ελέγξει. Ένα τσιγάρο. Καλά θυμότανε. Το βγάζει, το ανάβει και τσαλακώνει μετά το πακέτο απ’ τα νεύρα του μες στην παλάμη του. Το σφίγγει μες στη χούφτα του και σιχτιρίζει εκνευρισμένος. Το πετάει στον πρώτο κάδο που βρίσκει μπροστά του. Δε θα πάρει τσιγάρα σήμερα όσο κι αν το ζητάει. Δε θα πάρει. Θα προσπαθήσει να το κόψει το γαμημένο το τσιγάρο. Τέσσερα ευρώ το πακέτο κάθε μέρα! Πού φτάσαμε, μονολόγησε και συνέχισε να περπατάει ρουφώντας με λαχτάρα κάθε τζούρα απ’ το τελευταίο τσιγάρο του. Θα το κόψει μαχαίρι, υπόσχεται στον εαυτό του. Κάθε μέρα στερεί απ’ το παιδί ένα κουλούρι ή μια σοκολάτα ή ένα κρουασάν, σκέφτεται και νιώθει ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι. ‘’Αδυνάτισε το παιδί’’, του είπε η μάνα του προχθές το βράδυ που πέρασε απ’ το σπίτι της να το πάρει. Τα λόγια της τον έσφαξαν σαν κοφτερή λεπίδα. Τι ήθελε και του το ’πε; Λες κι ο ίδιος δεν το ’ξερε. Του κόπηκε η όρεξη μετά. Δεν ήθελε να βάλει τίποτα στο στόμα του, ούτε το βράδυ που γύρισε σπίτι του, ούτε την άλλη μέρα. Έτρωγε μηχανικά κι ανόρεχτα τα ρεβίθια για να μη στενοχωρήσει το παιδί. Και τη Χαρούλα που τον κάρφωνε με το βλέμμα της κι αναστέναζε χωρίς να μιλάει.

Περπατάει ακόμα και κοντοστέκεται μπροστά στο προποτζίδικο που έμπαινε παλιά όταν δούλευε κι έπαιζε κάνα προπό ή κάνα τζόκερ ή κάνα κίνο, για να ξεγελάσει τη φτώχεια του και ν’ αγοράσει την ελπίδα. Ν’ αγοράσει τ’ όνειρο για κάνα δυο μέρες. Να αρχίσει να ονειρεύεται ξανά, όπως παλιά, όταν δούλευε. Κι όταν ξάπλωνε τα βράδια κουρασμένος στο κρεβάτι του και λογάριαζε ποια τρύπα να πρωτοκλείσει όταν με καλό πληρωθεί. Αλλά σκεφτόταν κι άλλα. Τα ’φερνε από δω τα ’φερνε από κει, έπαιζε κάνα προπό, αγόραζε κάνα λαχείο κι αμέσως αποκτούσε δικαίωμα στο όνειρο. Κι όταν τέλειωνε με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, τα ΕΝΦΙΑ και τις δόσεις του δανείου, ήταν ελεύθερος να ονειρευτεί τι θα έκανε με τα λεφτά που θα κέρδιζε. Αν κέρδιζε. Και γλύκαινε ο ύπνος του με τα όνειρα που έκανε για τα λεφτά που θα κέρδιζε. Καμιά φορά παρασυρόταν το πρωί απ’ τη χαρά του σαν τα θυμόταν και τα έλεγε στη Χαρούλα. Αλλά εκείνη τον απόπαιρνε με τη παγωμένη ματιά της. ‘’Όνειρα θερινής νυκτός’’, του έλεγε κάθε φορά για να τον προσγειώσει στη ζοφερή πραγματικότητα. ‘’Όνειρα θερινής νυκτός κάνεις Στέλιο’’. Μα του Στέλιου, του αρκούσε που σαν ξυπνούσε το πρωί να πάει στη δουλειά, μετά από τέτοια όνειρα για συντροφιά, ήταν κεφάτος και πεπεισμένος πως δεν μπορεί, κάποτε θα κερδίσει κι αυτός. Γιατί οι άλλοι κερδίζουν; Κάποτε θα ’ρθει κι η σειρά του. Υπομονή χρειάζεται. Υπομονή κι ελπίδα. Να μη χάνει την ελπίδα του ο άνθρωπος γιατί τότε αρρωσταίνει.

Συνεχίζει να χαζεύει μπροστά στο προποτζίδικο και να κουδουνίζει τα ψιλά στις τσέπες του. Τα βγάζει ξανά και τα μετράει. Του ζήτησε ψωμί λες η Χαρούλα; Αν δεν του ζήτησε μπορεί να παίξει και σήμερα ένα κίνο ή ν’ αγοράσει ένα λαχείο. Μ’ ένα πεντάευρο και κάτι ψιλά που έχει στην τσέπη του μπορεί να αγοράσει το όνειρο και την ελπίδα, έστω για λίγες  μέρες. Αυτή την οδό, σκέφτηκε καθώς στεκόταν απέξω αναποφάσιστος, θα έπρεπε να την ονομάζανε Οδός ονείρων, όπως το τραγούδι του Χατζιδάκι.

Ψωμί ή όνειρο; Όνειρο ή ψωμί; Αναρωτιέται ακίνητος κι αμφιταλαντεύεται για λίγο. Ρε πού μας φτάσανε, μονολόγησε ξεφυσώντας. Μας κλέψανε τα όνειρα και τώρα πρέπει κι αυτά να τ’ αγοράζουμε.  Ψωμί ή όνειρο; Ρώτησε για άλλη μια φορά τον εαυτό του αναποφάσιστος ακόμα για το ποιο τελικά είναι πιο σημαντικό. Όνειρο, κατέληξε και δρασκέλισε την είσοδο του προποτζίδικου για να τ’ αγοράσει. Γιατί το παιδί πρέπει να παραμείνει παιδί και πρέπει να καταλάβει Χριστούγεννα και να περιμένει για άλλη μια χρονιά τον Αη Βασίλη, σκέφτεται και προχωράει προς τον γκισέ.  Πρέπει να πιστέψει πως δεν το ξέχασε, σκέφτεται ο Στέλιος καθώς βγάζει τα τελευταία του ψιλά απ’ την τσέπη του και τ’ ακουμπάει πάνω στον πάγκο για να αγοράσει τ’ όνειρο.

Βγήκε αλαφρωμένος λες και άδειασε η ψυχή του από ένα βάρος. Πήρε μετά τον δρόμο για το σπίτι σιγοσφυρίζοντας σχεδόν με κέφι το αγαπημένο τραγούδι της μάνας του ‘’Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή, μα ένα αγόρι έχει την αγάπη για ντροπή…’’

«Τι μέρα έχουμε σήμερα;» Αναρωτήθηκε φωναχτά χαμογελώντας. Τρίτη. Μέχρι τη Πέμπτη που θα γίνει η κλήρωση, έχουμε ξανά δικαίωμα στο όνειρο, μονολόγησε κι έστριψε στην ανηφόρα που θα τον έβγαζε στο σπίτι του.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη